Γράφει ο Πέτρος Ι. Νικολού, μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, Νομική ΕΚΠΑ
Δεν ευθύνεται η κακή, για να ομιλούμε ορθώς ελληνιστί, η χώρα, σύντροφοι. Πταίουν εκείνοι που την μισούν παθολογικώς, την προδίδουν διαρκώς και την εκποιούν συμφεροντολογικώς. Πταίουν αυτοί που καπηλεύονται κηδείες νεκρών Ελληνόπουλων για τα οποία στην πραγματικότητα δέν τους καίγεται καρφί, για να εκχύσουν το υπερχειλίζον δηλητήριο του ανθελλήνισμού τους, αλώνοντας και πάλι την χώρα, την οποία βδελύσσονται καίτοι τούς ανέθρεψε, ανεξαρτήτως αν αξίζουν τον σίτο της ή την αγχόνη της. Πρόκειται για τα σκύβαλα του κοινωνικού πυθμένος, τα οποία ποδηγέτησαν, οικειοποιήθηκαν και σφετερίστηκαν εξ ολοκλήρου τις πορείες της μαθητιώσης και φοιτητιώσης νεολαίας σε πλείστες όσες πόλεις ανά την επικράτεια ως εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της πολιτείας για την απώλεια ανθρωπίνων ζωών στο θανατηφόρο δυστύχημα των Τεμπών, δραττόμενα της ευκαιρίας να προπαγανδίσουν σκαιώς τον οχετό του πολιτισμικού μαρξισμού στη συνείδηση των νέων, μετατρέποντάς τους σε μητραλοίες, απάτριδες και συμπλεγματικώς θεοστυγείς πολίτες που αγάλλονται στη θέα της πυράς της Σημαίας και του Σταυρού μας. Αμφιβάλλει κανείς αν αυτά τα πεπλανημένα και μαυρισμένα στην ψυχή παιδιά που βεβήλωσαν ξανά το άγαλμα του Γέρου του Μοριά, Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, στην Αθήνα και βανδάλισαν το μνημείο των θυμάτων της Μαρφίν εθλίβησαν ειλικρινώς για τον θάνατο του φίλου και συναγώνιστού μου Κυπριανού Παπαϊωάννου, ενός εξαιρετικού παλληκαριού, Καταδρομέως στην Εθνοφρουρά κατά τη θητεία του, μέλους πολύτεκνης οικογενείας και λαμπρού υποδείγματος συνειδητοποιημένου Χριστιανού. Ούτε σε χίλια έτη κολάσεως δεν θα καταλάβουν ούτοι οι δύσμοιροι που υβρίζουν την Πατρίδα και την θρησκεία γιατί κατά την εξόδιο ακολουθία του οι οικείοι του αντί να ολοφύρονται γοερώς απαθανατίστηκαν να χαμογελούν λουσμένοι με το φώς της αγάπης. Γιατί πιστεύουν στην Ανάσταση νεκρών, η οποία δεν κατανοείται, όπως το ‘‘Κεφάλαιο’’, σύντροφοι, αλλά βιώνεται εμπειρικώς και εσχατολογικώς.
Την δόξα της υποκρισίας της Αριστεράς ζήλευσε η κυβέρνηση των αρίστων της αχρηστίας, η οποία έχοντας την εντύπωση πως απευθύνεται σε λαό χαχόλων έδωσε εντολή να δημοσιοποιηθούν στα μέσα στημένες φωτογραφίες θεατρικώς συντετριμμένων υπουργών ως δήθεν συμπασχόντων στο δράμα των χαροκαμένων γονέων. Αυτοί που δεν πιστεύουν σε κανέναν Θεό, αγάπητοί μου αδερφοί, και δεν σέβονται κανέναν νεκρό, μην περιμένετε να σεβαστούν τους ζώντες, ήτοι την κοινωνία που κοχλάζει από δεδικαιολογημένη οργή και αγανάκτηση. Το δεδακρυσμένο ανδρείκελο της φατριάς εκείνων που καμώνονται πως ήνεγκον την δημοκρατία στον τόπο, αφού παρητήθη εν κυμβάλοις αλαλάζουσι εν είδει γενναίας αναλήψεως της πολιτικής ευθύνης θεωρεί παραδόξως πως δεν τρέχει κάστανο αν επανυποβάλει υποψηφιότητα, για να ξαναπάρει θέση υπουργική και εξέχουσα, όταν στη βάρδιά του θρηνήσαμε μιά ολόκληρη εκατόμβη. Κι αφού σταδιακώς και μεθοδικώς εξέρχονται του κάδρου των υπαιτίων όλοι οι λωποδύτες δημαγωγοί, οι οποίοι άφησαν τις εταιρίες σιδηροδρομικών δικτύων να χρεοκοπήσουν, τίς πώλησαν έναντι πινακίου φακής σε ξένους, βούτηξαν τα κονδύλια δισεκατομμυρίων για την τηλεδιοίκηση, τον εκσυγχρονισμό και τα συστήματα ασφαλείας των τρένων, διατάσσουν τα μέσα μαζικής εξαπατήσεως να μάς υποδείξουν τον ποινικά υπεύθυνο αποκλειστικά στο πρόσωπο του σταθμάρχη και του επιθεωρητή του ΟΣΕ, για να μπορούν κάποιοι αναπόσπαστοι να υπεξαιρούν δημόσιο χρήμα και να διορίζουν κομματικές λεγεώνες. Η μειωμένη εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης προς τους θεσμούς και την δικαιοσύνη ευρίσκει την δικαιολογήτική της βάση ακριβώς στην κώφευση και εθελοτυφλία της εισαγγελίας έμπροσθεν βαρέων αξιοποίνων πράξεων, αρχής γενομένης από την ανθρωποκτονία κατά συρροή μέχρι την απιστία κατά του Δημοσίου και την κακουργηματική έκθεση σε κίνδυνο. Παράλληλα δε απορία ψάλτου βήξ για τις περιώνυμες ομάδες γύφτων και περιαγομένων αλλοδαπών, οι οποίοι επιδοτούμενοι αφειδώς από το αστικό φιλελεύθερο κράτος, το οποίο προσβλέπει εις αυτούς την αντικατάσταση του γηγενούς πληθυσμού, πλιατσικολογούν τους σιδηροδρόμους, λεηλατούν ράγες και αφαιρούν παρανόμως καλώδια συρμών, παρασιτώντας επί των νομιμοφρόνων πολιτών δια της διαπράξεως τουλάχιστον πλημμεληματικών κλοπών σε περιουσία των Ελλήνων, οι οποίοι ματώνουν από την υπερφορολογία, για να έχουμε δρόμους, πλατείες, συγκοινωνίες και δημόσιες εν γένει κοινωνικές παροχές. Το ιερατείο του δικαιωματισμού στο οποίο προσκυνά γλοιωδώς με την κάρα στο δάπεδο το σύστημα των αποτυχημένων κατόχων της πολιτικής εξουσίας είναι εκείνο το οποίο μεριμνά για την προστασία, την απαλλαγή και την κατ’ ουσίαν αποποινικοποίηση απάντων των κατ’ όνομα μόνο ‘‘ευπαθών’’ κατηγοριών, ώστε αυτές πάντα εν τέλει να εξαιρούνται της εφαρμογής και ισχύος του νόμου.
Μπροστά σε μία εξωφρενική, φρικώδη και ασύλληπτη τραγωδία, η οποία κόστισε τη ζωή σε αγνά και αμόλυντα τέκνα του Γένους μας, ένιοι θρασείς, ιταμοί και αναίσχυντοι απεργάζονται τεχνηέντως την απόσειση ευθυνών από τις πλάτες τους, επιρρίπτοντάς τες ευπετώς, ανέτως και ανενδοιάστως στον μεροκαματιάρη, τον εργαζόμενο και τον λαϊκό της καθημερινής βιοπάλης με την κατασκευή της συμφερούσης θεωρίας περί ‘‘ανθρωπίνου σφάλματος’’, ώστε να προδικαστεί το αποτέλεσμα οιασδήποτε δικαστικής διερευνήσεως και να τελεσφορήσει η συστηματική προσπάθεια συνολικής συγκαλύψεως της υποθέσεως, με αποτέλεσμα κανείς να μην τιμωρηθεί, καμμία κάθαρση να μην επέλθει και καμμία δικαιοσύνη να μην αποδοθεί. Αν υπήρχε πολιτεία σοβαρή, ανεξάρτητη και ευνομουμένη, ένας κανών απαράβατος θα ίσχυε εν προκειμένω: στην φυλακή όσοι στείλανε ανθρώπους απανθρακωμένους στο φέρετρο.