Δέν ἀλλάζουν οἱ καιροί ἀλλά οἱ ἄνθρωποι…

Γράφει ο Δημήτρης Καπράνος

 

Προσπαθῶ νά αἰσθανθῶ τίς δονήσεις τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, νά διακρίνω τήν διαφορετική ἀτμόσφαιρα πού χαρακτήριζε αὐτές τίς μέρες, κάποιες ἄλλες ἐποχές, ἀλλά δέν τό καταφέρνω.

Εἶναι πλέον τέτοια ἡ ταχύτητα μέ τήν ὁποία κινοῦνται τά πάντα, πού δέν σέ ἀφήνουν νά συγκεντρωθεῖς, δέν σοῦ ἐπιτρέπουν νά «κλέψεις χρόνο» καί νά τόν ἀφιερώσεις στίς ἡμέρες τίς ὁποῖες θεωρούσαμε «ἅγιες» καί δέν σηκώναμε μῦγα στό σπαθί μας!

Ὅλα γύρισαν τούμπα ἀπό τήν στιγμή πού ἡ εἰκόνα κατέκτησε τόν κόσμο. Ἀπό τήν στιγμή πού ἀποκτήσαμε ἐλεύθερη ραδιοφωνία, ἐλεύθερη τηλεόραση, ἐλεύθερη πρόσβαση στά κοινωνικά δίκτυα. Ἀπό τήν στιγμή πού ἀποκτήσαμε «ἐλευθερία», ἡ ὁποία ἀγγίζει μέν τά ὅρια τῆς ἐλευθεριότητας, ἀλλά εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό ἐλευθερία!

Καί, μοιραῖα, ἔρχεται ἡ νοσταλγία, σέ μιά προσπάθεια νά συναρμολογήσει τά ξέφτια τῆς μνήμης, νά συγκολλήσει θρυμματισμένες ἀναμνήσεις καί νά καλύψει τραύματα, πού δέν ἐπουλώνονται παρά μόνον ἐπιδερμικά.

Ὁ μόνος θεσμός πού δείχνει συνέπεια, αὐτές τίς ἡμέρες, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Καί, αὐτομάτως, ἔρχεται στό μυαλό ἡ πάντα ἐπίκαιρη καί διαχρονική ρήση τοῦ μεγάλου Γιάννη Τσαρούχη: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μόνο θέατρο πού παίζει τό ἴδιο ἔργο δύο χιλιάδες χρόνια κι ἔχει πάντα κόσμο». Ναί, ἔτσι εἶναι, ἄν καί δέν ἔχει πλέον τόσο πολύ κόσμο, ἐκτός ἀπό τίς μεγάλες ἑορτές, ὅπως ἡ Ἀνάσταση, πού θά γεμίσουν οἱ ναοί μέ πιστούς ἤ περίεργους, οἱ ὁποῖοι θά προστρέξουν μηχανικά «νά πάρουν τό Ἅγιον Φῶς», θά σταθοῦν στόν περίβολο οἱ περισσότεροι –ἐκτός κι ἄν βρέξει– καί μεσάνυχτα καί πέντε, θά φύγουν ἀγεληδόν πρός τό σπίτι ἤ τά κάθε εἴδους ταβερνεῖα γιά νά «ἀναστήσουν»…

Θυμᾶμαι τήν μάνα μου, πού τήν Μεγάλη Παρασκευή δέν ἔβαζε τίποτε στό στόμα της, οὔτε νερό, μέχρι νά βγεῖ ὁ Ἐπιτάφιος! Κι ἐμεῖς, τρώγαμε κάτι νερόβραστες φακές καί φρέσκα κρεμμύδια γιά νά πάρουμε κάποια γεύση, οὔτε λάδι οὔτε τίποτε τό μή νηστίσιμο. Τώρα, νηστεύουν οἱ Ἕλληνες τήν Μεγάλη Παρασκευή, ἀλλά μέ τό πού θά βγεῖ ὁ Ἐπιτάφιος ὁρμοῦν στά τσιπουράδικα καί τά παραλιακά μαγαζιά καί ταράζουν τίς γαρίδες, τίς καραβίδες, τά χταπόδια! Ὅ,τι κατεψυγμένο ἔχει μείνει στά ψυγεῖα, πέφτει στήν φωτιά καί «χλαπακιάζεται» ἀπό …νηστεύοντες ὀρθοδόξους! Ἄμ, δέν εἶναι ἔτσι ἡ νηστεία, Χριστιανοί!

«Τά χρόνια πέρασαν, ἀλλάξαν οἱ καιροί» ἔλεγε τό παλαιόν ἆσμα. Μά, δέν ἀλλάζουν οἱ καιροί. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι πού ἀλλάζουν. Ἡ ταχύτητα, ἡ εἰκόνα, τά σόσιαλ, ὁδηγοῦν τόν κόσμο ὁλοταχῶς πρός τό ἄγνωστο, καθώς οὐδείς γνωρίζει ποῦ μπορεῖ νά καταλήξει αὐτή ἡ φρενίτιδα! Τά ἔθιμα ξεχνιοῦνται, τά ἤθη ἀργοσβήνουν, οἱ παραδόσεις μπαίνουν «στό χρονοντούλαπο τῆς Ἱστορίας» (βρέ, τί μᾶς ἄφησε κληρονομιά ὁ Ἀνδρέας) καί πάει λέγοντας.

Μέχρι καί τά κόκκινα αὐγά τά παραγγέλνουμε ἕτοιμα, μήπως καί λερωθεῖ ὁ πάγκος τῆς κουζίνας μας ἀπό τήν μπογιά. Ποῦ εἶσαι, γιαγιά, πού ἔβαφες τά αὐγά μέ κρεμμυδόφυλλα! «Δέν εἶναι γιά τά λεφτά, ἀλλά γιά τό ἔθιμο» μᾶς ἔλεγε, ὅταν φωνάζαμε ὅτι «ἡ μπογιά γιά τά αὐγά εἶναι πολύ φθηνή.» Ποιός ἔδινε, ὅμως, σημασία στά λόγια της…

 

ΠΗΓΗ: ΕΣΤΙΑ

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο