«Πατρίς μου, η γλώσσα μου…»

Γράφει ο Πέτρος Ι. Νικολού, Δικηγόρος Αθηνών, Νομική ΕΚΠΑ 

 

Ο χειμαρρώδης κατακλυσμός από τα θηριώδη προβλήματα της επικαιρότητος, τα οποία μονοπωλούν διαρκώς το ενδιαφέρον μας, απομυζούν την καθημερινότητά μας και εξαντλούν την υπονομή, τις αντοχές και τα αντανακλάστικά μας, περιθωριοποιεί στη συνείδησή μας όλο και εντονότερα ζητήματα αναγόμενα στην ανθρωπολόγική μας συγκρότηση, την ταυτότική μας αυτογνωσία και την δομή και εξέλιξη της σκέψεώς μας ως ελλόγων όντων προορισμένων για κοινωνία με το θείο, τον επουράνιο κόσμο των ψυχών. Η θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και το βασίλειο των ζώων, ήτοι το προνόμιο του λόγου, του σχηματισμού και της εκφοράς συντεταγμένων φθόγγων με ουσία, εξέπεσε σε μία επουσιώδη υποσημείωση ως προς τη σύσταση της νεοελληνικής μας φυσιογνωμίας. Θα κόμιζε κανείς γλαύκας ες τας Αθηνάς, αν επιχειρούσε να καταδείξει την γλωσσική παθολογία των ενοίκων του ελληνωνύμου οικοπέδου, η οποία άρχεται από μία αθεράπευτα απογοητευτική λεξιπενία, μία αποκρουστικά βαρβαρώδη άρθρωση, έναν δραματικά ακατάληπτο σολοικισμό και καταλήγει, χωρίς καμμία διάθεση υπερβολής, στην παντελή έλλειψη οιουδήποτε ειρμού δυναμένου να οδηγήσει σ’ ένα πιο σύνθετο συλλογισμό άνω του μετρίου. Μπορεί τα πρώτα γλωσσικά ερεθίσματα να εκκινούν πάντα από το οικογενειακό περιβάλλον. Εκεί, όμως, όπου διαμορφώνεται, σφυρηλατείται και υψώνεται η γλωσσική υπόσταση ενός νέου είναι το σχολείο της πληγομένης ελληνικότητος, όπως κατέθετε με λυγμό ένας παλαιός μου δάσκαλος.

 Τα λυκειακά χρόνια διέρχονται και φθάνει κανείς να εισαχθεί εκ τύχης σε κάποια ανωτάτη πανεπιστημιακή σχολή, για να αντιληφθεί ότι η ανημπορία του να παρακολουθήσει έναν επιστημονικό συλλογισμό του αντικειμένου σπουδών του οφείλεται στο ανίσχυρο του γλώσσικού του αισθητηρίου. Η υποβάθμιση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών αφ’ ενός με την επί δεκαετίες συμπλεγματική ενδοσχολική προπαγάνδα των εκσυγχρονιστών, ότι δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια της γλώσσης, και αφ’ ετέρου με τον ανιαρό και εν πολλοίς σκόπιμα υποτιμητικό τρόπο εκμάθησής τους απομείωσε στους οφθαλμούς των Ελληνόπουλων την αξία, την ελκυστικότητα και την επιρροή της γλώσσης των προγόνων τους. Ακόμα και τα παιδιά, τα οποία επιλέγουν θεωρητική κατεύθυνση για μεταγενέστερες σπουδές ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, προσανατολίζονται αμιγώς στην εξεταστοκεντρική χρησιμότητα τύπων, κλίσεων, ρημάτων και επιθέτων, χωρίς να αποπειρώνται να εσωτερικεύσουν εν είδει ισοβίου πνευματικού εφοδίου την γλωσσική γνώση, με στόχο την καλλιέπεια, την νοητική ευελιξία και τη βελτίωση της εκφράστικής τους δυνατότητος στον σύγχρονο διάλογο, υπολειπόμενα οιουδήποτε ερωτικού πάθους ή έστω μιάς ευλόγου συγκινησιακής φορτίσεως, όταν αναγιγνώσκουν ένα κείμενο τριών χιλιάδων ετών. Η ικανότητα ενός νέου με φιλοδοξίες εισαγωγής στη νομική σχολή όχι να αποδώσει, αλλά πρωτίστως να κατανοήσει στοιχειωδώς ένα φαιδράς συντομότητος απόσπασμα από την Ιστορία του Θουκυδίδου ή τους δημοσθενείους λόγους θεωρήθηκε τόσο λειψή, ώστε στην αρχή κάθε προς καταχρηστικώ τω όρω ‘‘μετάφραση’’ αδιδάκτου ετέθη προς συνδρομή των πάλαι ποτέ τριτοδεσμιτών μία εισαγωγική επεξήγηση του αρχαίου γραπτού που θα ακολουθήσει και μάλιστα, προϊόντος του χρόνου, όλο και εγγύτερα σε μιά μορφή απλής καθαρευούσης, ούτε καν ελληνιστικής κοινής. Δεν πρόκειται πλέον για μία δεδικαιολογημένη και φυσική αδυναμία συλλήψεως των νοημάτων των αρχικών εκδόσεων μιάς γλώσσης, η οποία ήλλαξε μέσα στους αιώνες, αλλά για τη βίωση της ιδίας γλώσσης ως ξένης, ως κάτι ριζικά και γενετικά διαφορετικό, ασύμβατο με το συλλόγικό μας ‘‘είναι’’. Η αφαίρεση της λογοτεχνίας όχι μόνο από τα εξεταστέα μαθήματα των πανελληνίων, αλλά και από το πρόγραμμα γενικής παιδείας, αποκρυσταλλώνει την πολιτική επιλογή ενός υπουργείου, το οποίο επιδιώκει την αποκοπή των νέων από τον κόσμο των ιδεών και του πνεύματος των συγγραφικών προτύπων αυτής της χώρας, τα οποία μεγαλούργησαν διά της πένας τους και συνέβαλαν στην πολιτίσμική μας ολοκλήρωση. Όστις έχει διαβάσει μισή σελίδα από τη Φιλοσοφία της Γλώσσης του Λούντβιχ Βιτγκενστάϊν έχει εμπεδώσει το εξής : Συγκροτούμε τον εαυτό μας μέσα από λέξεις. Οι λέξεις είναι γλώσσα, η γλώσσα πολιτισμός και πολιτισμός εθνική ταυτότητα. Η στρατηγική κατεύθυνση ενός εκπαιδευτικού συστήματος στην απαξίωση των τεχνών και των κλασσικών γραμμάτων ως δήθεν αντιωφελιμιστικών ασχολιών εξηγεί εις έναν υψηλό βαθμό τόσο τη συρρίκνωση του διανοητικού βεληνεκούς της κοινωνίας των νεοραγιάδων όσο και την απώλεια συναντιλήψεως γύρω από μία συμπαγή εθνική ιδιοπροσωπία, η οποία μάς συνέχει, νοηματοδοτεί και προσδιορίζει ως ετερότητα στην πλανητική μάζα των ανθρώπων. Η λογοτεχνία και τα αρχαία ελληνικά είναι εκείνα που οικοδομούν μέσα μας το απόρθητο κάστρο του πατριωτισμού και ριζώνουν την ψυχή μας στο χώμα της πατρώας μας γής.

Ο αφελληνισμός δεν προέκυψε ξαφνικά ως επάρατο εξόγκωμα με ασυγκράτητες μεταστάσεις στους κόλπους μιάς ξενολατρικής κοινωνίας έμπλεης συνδρόμων κατωτερότητος οφειλομένων σε άγνοια ιστορική και αδράνεια παροντική, αλλά εκκολάπτεται εν αρχή μεθοδικά και συστηματικά στις σχολικές αίθουσες των γενίτσαρων διδασκόντων όπου αφού καθηρέθη η εικών του Θεού Παντοκράτορος διοχετεύονται προς τη νέα γενεά όλα τα μηνύματα μένους και μίσους για το ένδοξο παρελθόν των προγόνων μας με πρώτη στο στόχαστρο βολής τη γλώσσα που μιλούσαν. Η επανιεράρχηση των προτεραιοτήτων μας αποτελεί καθήκον μας για τη διάσωση της Φυλής μας. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μας και πάλι στις αμμουδιές του Ομήρου.

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο