Γράφει ο Θεόδωρος Ε. Παντούλας, Ιστορικός, εκδότης, συγγραφεύς
Δίκαιο μου φαίνεται να εξαιρέσουμε από την διαπραγμάτευσή μας τους χριστιανομάχους. Εισαγόμενος ως επί το πλείστον ο αντικληρικαλισμός και δανεική η αθεΐα τους, που ευκαίρως ακαίρως επιδεικνύεται σαν πιστοποιητικό προοδευτισμού. Αυτοί ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. Να μείνουμε σε αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται ως χριστιανοί αλλά προηγουμένως να συμφωνήσουμε ότι η Εκκλησία ‒είτε αρέσει είτε όχι‒ είχε για αιώνες μια καθοριστική συμβολή στις ζωές των προγόνων μας. Δεν έχουμε χρεία τεκμηρίων γι’ αυτό. Αρκούν και παραρκούν τα ανά την επικράτεια ξωκκλήσια, μαρτυρίκια μιας πνευματικής και κοινωνικής, ήγουν πολιτικής, νοηματοδότησης του βίου που σταυροκοπιόταν πριν και μετά από κάθε του εγχείρημα.
Το κράτος, μην μπορώντας να συμπεριφερθεί διαφορετικά στο εκκλησίασμα, ξεπάτωσε την εκκλησία εντάσσοντάς την στην γραφειοκρατία και στην εθιμοτυπία της. Ιεραρχία και πιστοί εν πολλοίς φέρονταν (και φέρονται, ακόμη και σήμερα που ξεθώριασε η εκκλησιαστική ένταξη) σαν ιδεολογικός βραχίονας της κρατικής ασυναρτησίας. Δεν πάει λ.χ. πολύς καιρός που η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, κάνοντας ρελάνς, απευθύνθηκε με εγκύκλιο «προς το λαό» ζητώντας την συμμόρφωσή του με τα υγειονομικά μέτρα της Κυβέρνησης. Καμμία, εξ όσων γνωρίζω, εγκύκλιο δεν εξέδωσε, λ.χ. και πάλι, προς το λαό που πένεται και χάνει τα σπίτια του από την τραπεζοκρατία στην οποία οι κυβερνήσεις κάνουν διαχρονικά πλάτες. Εδώ ο λαός βολοδέρνει αποίμαντος και χωρίς συστάσεις.
Ανάμεσά στο ποίμνιο υπάρχουν βεβαίως πολλοί ανθρωπότυποι αλλά δυο εξ αυτών, εμένα τουλάχιστον, μου δημιουργούν απαρέσκεια. Από την μία είναι οι χλιαροί με την τακτοποιημένη θρησκευτικότητα και την ακίνδυνη πνευματικότητα που λίγο πολύ, νομίζουν ότι έχουν στο τσεπάκι τους μια ή περισσότερες αξιομισθίες λόγω της μετοχής τους στο λειτουργικό τυπικό. Λογίζουν την τσιγκουνιά της φιλαυτίας για αρετή. Κοιτούν την δουλίτσα τους, ούτε ενοχλούν ούτε ενοχλούνται. Ιδιωτεύουν με επιτυχία, ξορκίζοντας την πολιτική σαν εξ ορισμού βρόμικη και ως εκ τούτου άξια μόνον της περιφρόνησής τους.
Κι από την άλλη είναι εκείνοι που κάνουν την πίστη τους σημαία ευκαιρίας, όχι τόσο της πολιτικής τους δράσης όσο της εκλογικής τους παρουσίας. Παρά το μικρό τους ανάστημα παριστάνουν τους τιτάνες. Αυτοί είναι οι καθαροί και στον κόσμο άλλος κανένας. Φίλοι του Καίσαρα και του καισαρισμού. Κερί ανάβουν και φωτογραφίζονται. Συνήθως προσεύχονται σε απευθείας σύνδεση, ευελπιστώντας ότι, όταν έρθει η ώρα, θα βρουν γεμάτο το εκλογικό παγκάρι.
Κατά την κρίση μου και οι δυο αυτοί φαρισαϊσμοί με την αλαζονική τους αυτάρκεια προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες και στην πολιτική και στην πίστη μένοντας, όντας χοντρόπετσοι, αδιαπέραστοι από τους βασανισμούς και τους βασανισμένους που τους περιβάλλουν.
Οι Ορθόδοξοι εντούτοις δεν είναι ούφο, δεν βρίσκονται εκτός της ιστορίας. Δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου. Έχουν πατρίδα. Είναι πολίτες. Κι επειδή τούτη η γης που την πατούμε κι όλοι μέσα της θα μπούμε είναι προτύπωση της Άνω Ιερουσαλήμ, δεν φιλιώνουν με την αδικία αλλά πολιτεύονται για την μεταμόρφωση του κόσμου κι όχι της καμπούρας τους. «Πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Η Εκκλησία μάλιστα αντλεί το όνομά της από ένα προγενέστερο κατόρθωμα μετοχής στα κοινά. Ένα κατόρθωμα που διευρύνει την νοηματοδότησή του με τον λόγο του Ευαγγελίου και τις πράξεις όλων εκείνων που στόλισαν με τον βίο τους την παράδοσή της, όλων εκείνων που εργάστηκαν για την απελευθέρωση από το άδικο και για τον αγιασμό του (σύμπαντος) κόσμου, στρατευόμενοι στο πλάϊ των καταπιεσμένων, των αποκλεισμένων, των αναγκεμένων.
Οι λόγοι των Πατέρων παραμένουν μια ακένωτη δεξαμενή επαναστατικού προσανατολισμού. Ακένωτη αλλά παραθεωρημένη από τον κυρίαρχο καθωσπρεπισμό. Ζούμε σε πονηρούς καιρούς. Ποτέ δεν ήσαν εύκολα τα πράγματα. Και πάντοτε υπήρχαν αστοχίες. Αλλά πάντοτε υπήρχε μια διάκριση. Μια διάκριση στην οποία ο άνθρωπος –κι όχι το απρόσωπο τέρας των αγορών– ήταν η απάντηση σε κάθε ερώτημα. Ποιο το καλό, ποιο το κακό, και ποιο τ’ ανάμεσά τους. Το κακό, ντυμένο την προβιά του εκσυγχρονισμού, ξεριζώνει ό,τι βρει στο διάβα του ‒ όχι μόνο τα ζιζάνια. Κρανίου τόπος οι μασκαρεμένες ζωές μας. Χωρίς συλλογικές ετερότητες, χωρίς κοινότητες, χωρίς άμυνες. Ο καθείς και ο απελπισμός του. Τοιουτοτρόπως όμως δεν μεγαλώνει μόνο η δυστυχία. Μεγαλώνει κι η ψαλίδα που χωρίζει τους έχοντες και κατέχοντες από εκείνους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Αυτή είναι η νέα κανονικότητα: οι πλούσιοι πλουσιότεροι κι οι φτωχοί φτωχότεροι. Και κομματάκι αόρατοι, μην μας χαλάν τη μόστρα. Τους εντοπίζουν μόνο οι τηλεμαραθώνιοι και οι λοιποί επαγγελματίες της «αλληλεγγύης».
Ωστόσο έχω την αίσθηση ότι πρωταρχική δουλειά όσων δηλώνουν χριστιανοί (κι όσων πασχίζουν να είναι χριστιανοί) δεν είναι η ελεημοσύνη. Είναι η δικαιοσύνη.
Το εφικτό στην πολιτική είναι μια (ενίοτε ευγενής) επιδίωξη πολλών πολιτευτών. Η ανακαίνιση όμως του κόσμου είναι μια εξόχως πολιτική φιλοδοξία για την οποία αξίζει να λερώσει κανείς όχι την ψυχή του αλλά τα χέρια του.
Δημοσιεύθηκε στην εφ. Δημοκρατία της Κυριακής (5/2/23).