Πήρε στην αγκαλιά της η Αγία Εκκλησία τον υπόδουλο ελληνικό λαό. Οι μορφωμένοι, οι πλούσιοι και οι δυνατοί τι κάνανε; Εφύγανε οι περισσότεροι στη Δύση. Μετέδωκαν εκεί τον πολιτισμό και καλώς έκαμαν, αλλά άφησαν πίσω το λαό σκλαβωμένο και μόνο. Αλλά ο λαός τότε ξύπνησε, ο λαός τότε αναγεννήθηκε γιατί “Εν θλίψει επλάτυνάς με και εν θλίψει εμνήσθημέν σου” λέει η Παλαιά Διαθήκη. Και αγκάλιασαν τον ξεχασμένο Χριστό, γιατί το Βυζάντιο στο τέλος έφτασε στην παρακμή από τις αμαρτίες του κλήρου, των αρχόντων και του λαού. Κρύβανε, όπως έχουμε πει τα πλούτη τους οι ευγενείς της Κωνσταντινουπόλεως τις παραμονές της Αλώσεως και δεν τα δίνανε, αδελφοί μου, να πάρουνε όπλα, πολεμοφόδια, τρόφιμα και ό,τι άλλο. Τα βρήκανε μετά και τα άρπαξαν οι Τούρκοι. Και έτσι ο λαός εκείνος αναγεννήθηκε. Και όπως λέει ο μεγάλος στρατηγός Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του “…στην εποχή της Τουρκοκρατίας πολλοί άγιασαν”, γι’ αυτό και κάθε μέρα, στα συναξάρια βλέπουμε νεομάρτυρες. Τό ‘χετε προσέξει αυτό; Νεομάρτυρες. Όλοι αυτοί εβγήκαν και αγίασαν και έλαμψαν επί Τουρκοκρατίας.
Και σήμερα έχουμε νέα Τουρκοκρατία, χειρότερη από ‘κείνη και πιο ύπουλη και πιο επικίνδυνη. Και χρειαζόμαστε νέους Κολοκοτρωναίους και νέους Γρηγορίους Ε’ και νέους Ρηγάδες Φερραίους και νέους εθνικούς ποιητές, όπως τον Διονύσιο Σολωμό, για τον οποίο θα μιλήσουμε, συν Θεώ στο επόμενο, γιατί σαν προχθές, 9 του Φεβρουαρίου, εκοιμήθη, ήταν η επέτειος του θανάτου του. Αγίασαν, λοιπόν, πολλοί στο διάβα της Τουρκοκρατίας. Και πήραν τόση παρηγοριά από την Παναγία, τη θλιμμένη Παναγία και από τον εσταυρωμένο και αναστημένο Χριστό, που γέμισαν και τους περίσσευε. Και τι κάνανε, όπως λέει το δημώδες άσμα, παρηγορούσαν την παρηγορήτρα: “Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολλά δακρύζεις, πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι”. Να βλέπεις το λαό να παρηγορεί την παρηγορήτρα. Τόση δύναμη δίνει η ορθόδοξη πίστη, ο αναστημένος Χριστός μας, μάς γεμίζει με θάρρος και στη μεγαλύτερη απελπισία. Μάς γεμίζει με φως στο χειρότερο και χειροπιαστό σκοτάδι. Μάς γεμίζει με αγάπη στο μεγαλύτερο μίσος. Και μάς βγάζει από την κόλαση αυτού του βίου στην Ανάσταση της Βασιλείας και Εκκλησίας Του. Γι’ αυτό να τον ευγνωμονούμε τον Κύριο, να τον ευχαριστούμε. Να τον δοξολογούμε και να του λέμε όσες ευχαριστίες έχει η ψυχή μας. Κι αυτό κάνει καλό, γιατί όπως γράφει ο γέροντας Παΐσιος “ο άνθρωπος που ευχαριστεί και δοξολογεί και ευγνωμονεί διώχνει το διάβολο πέρα για πέρα”. Δεν αντέχει ο διάβολος την ευχαριστία, τη δοξολογία. Ενώ άμα αρχίζει να γκρινιάζει, τι κάνει; Τον φέρνει πιο κοντά του. Η μια γκρίνια φέρνει την άλλη, τόνα κακό φέρνει το άλλο, η μια γκαντεμιά φέρνει την άλλη κι άντε μετά και βρες άκρη. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, “Εὐχαριστεῖν ὀφείλομεν”. Είναι άλλωστε και το σύνθημα της χρονιάς: “Εὐχαριστεῖν ὀφείλομεν ἐν παντί τω Θεώ καί Πατρί δι’ ἡμᾶς”. Έτσι γράφει στους Θεσσαλονικείς τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα ο μέγας σαγηνευτής των εθνών απόστολος Παύλος. Και τους ήρωες να ευχαριστούμε και τους ευεργέτες μας να ευχαριστούμε και τους γονείς μας να ευχαριστούμε και όλους να ευχαριστούμε και τους εχθρούς μας ακόμη να ευχαριστούμε, αν μπορούμε, που είναι λίγο δύσκολο ή πολύ. Γιατί εκείνοι, όπως και άλλοτε έχουμε πει, μας λένε πράγματα, τα οποία οι άλλοι δεν τολμούν να μας τα πούνε. Γι’ αυτό όταν λέει κάποιος εχθρός κάτι, ας βάνουμε αυτί. Μπορεί να ταραχθούμε λίγο στην αρχή, αλλά ας το φιλοσοφήσουμε. Ας το εξετάσουμε. Και αν μεν λένε ψέματα, δεν πειράζει, υπάρχει θεός που θα μας δικαιώσει. Κι αν λένε αλήθεια, ας πούμε Θεέ μου, σ’ ευχαριστούμε που μέσα απ’ το στόμα του εχθρού μου μού ‘πες Εσύ τα ελαττώματά μου. Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, έχε τον καλά εκείνον και βοήθα και μένα να διορθωθώ.
Κάποτε ο Κολοκοτρώνης πήγαινε σ’ ένα χωριό στην Εκκλησία να λειτουργηθεί. Κι ήτανε κοντά του κι ο γραμματικός και μερικοί άλλοι. Κι έξω από την Εκκλησία είχαν θυροκολλήσει, θα λέγαμε, ένα κατηγορητήριο, ένα λίβελλο κατά του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Το είδανε οι γραμματικοί, δεν ήξερε ο ίδιος γράμματα, ως γνωστόν, μόνο την υπογραφή του έβαζε, αλλά ήταν τόσο δυνατός και τόσο αποτελεσματικός και σπουδαίος και λέει: “Για διαβάστε το, βρε παιδιά, πάρτε το μάλλον μαζί σας”. Πήγαν στην Εκκλησία, σχόλασε η Λειτουργία, παρακαλάει τον παπά, λέει: “Να διαβάσει ο γραμματικός μου αυτό που βρήκαμε απ’ έξω”. Το διαβάζει και τον κατηγορούσαν οι εχθροί του. Και λέει ενώπιον του λαού: -“Εσείς παιδιά μου, τι λέτε; Είναι αλήθεια αυτά, για τα οποία με κατηγορούν;” – Όχι, στρατηγέ”. – “Ε, τότε αφήστε το, ας πέσουν επάνω τους”. Κι έλεγαν και οι παλαιοί, θυμάμαι και τη γιαγιά μου τη μακαρίτισσα: “Όποιον κατηγορούμε άδικα, του παίρνουμε τις αμαρτίες”. Για σκεφτείτε το λίγο αυτό. του παίρνουμε τις αμαρτίες και τις έχουμε εμείς και αυτό δεν έχει. πως το βρίσκετε αυτό;
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΑΝΑΝΙΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ, ΛΟΓΟΙ Α’, Εκδόσεις Αρμός