Η διαχρονική μάστιγα του ποινικού λαϊκισμού

Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη, πρ. Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.

 

Καταγγελτική για την αλλοίωση της αποστολής του Ποινικού Δικαίου είναι η πρόσφατη θέση του καθηγητή Εγκληματολογίας στην Νομική Σχολή του Γκίσεν Άρθουρ Κρόιτσερ, σύμφωνα με τον οποίο η ποινή από ultima ratio, δηλ. από έσχατο επεμβατικό εργαλείο του κράτους, αναποδογύρισε σταδιακά σε prima ratio, δηλ. επεμβατικό εργαλείο σε πρώτη ζήτηση (Κreuzer, Schrittweise Reform des Betäubungsmittelstrafrechts – “Drug Checking”, εις: Τιμ. Τόμ. F. Dünkel, 2020, σελ. 397 επ., 398).

Ειδικότερα, σημειώνει ότι το Ποινικό Δίκαιο χρησιμοποιείται αντανακλαστικά, προκειμένου να δείχνει η εκάστοτε κυβέρνηση ότι αντιδρά σε θεαματικά γεγονότα, σε σκάνδαλα, στην δημόσια κατακραυγή ή σε αξιώσεις που προβάλλονται από ισχυρές κοινωνικές ομάδες.

Ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έκρηξη του Ποινικού Δικαίου εξυπηρετεί την ανάγκη των κυβερνήσεων να επιδεικνύουν πολιτική υπευθυνότητα, υιοθετώντας λύσεις που δεν επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό, αφού έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Πόσο δίκιο έχει ο εν λόγω συγγραφέας προκύπτει ευχερώς και από τον τρόπο που χρησιμοποιεί το Ποινικό Δίκαιο η παρούσα ελληνική κυβέρνηση.

Επί παραδείγματι, μετά από την προπαγανδιζόμενη αύξηση των κρουσμάτων βίας (ανεξάρτητα, μάλιστα, από το αν είναι προσωρινή ή συμπτωματική), των εμπρησμών, των εγκληματικών πράξεων κατά ανηλίκων ή μετά από κάποια πολύνεκρη συμφορά, το πρώτο πράγμα που ακούν οι πολίτες είναι η εξαγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης για την επικείμενη αυστηροποίηση των ποινών και των τυπικών προϋποθέσεων για την χορήγηση δυνατότητας υφ’ όρον απόλυσης.

Δυστυχώς, οι εξαγγελίες αυτές δεν είναι παρά προπαγανδιστικές πομφόλυγες που αποσκοπούν στην δημιουργία κατευναστικών εντυπώσεων και όχι στην εφαρμογή αποτελεσματικών λύσεων. Ταυτοχρόνως, τα απόνερα αυτής της συμβολικής νομοθέτησης με τον ποινικό πληθωρισμό κλονίζουν σοβαρά την γενικοπροληπτική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου και προκαλούν υπερφόρτωση των φυλακών. Κάθε άλλο παρά αμελητέα, βεβαίως, είναι και μια άλλη συνέπεια που επάγεται ο «ποινικός τυμπανισμός»: δι’ αυτού παράγεται η εντύπωση ότι για το υπό συζήτησιν κοινωνικό πρόβλημα δεν φταίει η αναποτελεσματική διαχειριστική πολιτική της κυβέρνησης αλλά οι επιεικείς νόμοι της!

Όταν, όμως, οι πολιτικοί καταχρώνται το Ποινικό Δίκαιο «διά το θεαθήναι», τότε οι πολίτες θα πρέπει να γνωρίζουν ότι κυβερνώνται από «υποκριτές και φαρισαίους», οι οποίοι λαϊκίζουν επικίνδυνα, προσφέροντας ψευδολύσεις που απλώς χαϊδεύουν τα αφτιά των αγανακτισμένων ή τρομοκρατημένων-βρεφοποιημένων πολιτών, ενόσω η διεφθαρμένη ευάριθμη ελίτ απολαμβάνει τα προνόμια της εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η συγκεκριμένη μανιέρα έχει ωθήσει τους εγκληματολόγους να κάνουν λόγο για «ποινικό λαϊκισμό» (penal populism).

Ο κοινωνιολόγος Βασίλης Φίλιας, σε ένα άρθρο του με τίτλο «“Η καλή” και οι κακοί» (εφημ. «Ελευθεροτυπία», 29.01.1976, σελ. 4), περιέγραφε δεξιοτεχνικά το φαινόμενο του ποινικού λαϊκισμού. Λαμβάνοντας αφορμή από την τυποποιημένη φρασιολογία που (σταθερά και αταλάντευτα ήδη από το 1976!) χρησιμοποιούν τα υπουργεία όταν αναφέρονται στη δραστηριότητά τους, μια φρασιολογία που χαρακτηρίζεται από «πομπώδη κενότητα των λέξεων», διετύπωσε την θέση ότι αυτός δεν είναι παρά ένας «τρόπος για να κρύβεται η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται τα προβλήματα». Ο συγγραφέας θέτει στο κοινωνιολογικό του μικροσκόπιο τον γλωσσικό κωδικό περί «εξάρσεως της εγκληματικότητας» και κάνει τον ακόλουθο δηκτικό σχολιασμό:

«“Εγένετο”, λέει, “σύσκεψις για να αντιμετωπισθή η έξαρσις της εγκληματικότητας”. Κλασικό δείγμα υπουργικής ανακοίνωσης, που έρχεται μετά από μερικά ανησυχητικά κρούσματα στην καρδιά της Αθήνας να καθησυχάσει την κοινή γνώμη. Το κράτος μεριμνά, το κράτος επαγρυπνεί, το κράτος είναι σε θέση ν’ αντιμετωπίσει τα πάντα. Κι όμως δεν είναι έτσι. Η λέξη “έξαρση” αφήνει την αίσθηση ότι η αύξηση της εγκληματικότητας είναι ένα είδος επιδημίας, κάτι σαν την ασιατική γρίπη ή τη βουβωνική πανώλη. Και η “αντιμετώπιση” από παράγοντες αποκλειστικά του υπουργείου Εσωτερικών και ιδιαίτερα της αστυνομίας, δημιουργεί την εντύπωση ότι η “έξαρση” της εγκληματικότητας θα ξεπεραστεί με καλλίτερα μέτρα αστυνόμευσης, με αυστηρότερες ποινές, με αποτελεσματικώτερη από κάθε άποψη λειτουργία των μηχανισμών καταστολής. Είναι όμως η υπόθεση του εγκλήματος ζήτημα καταστολής, μπορεί ν’ αντιμετωπισθεί “κατά φάσεις” και περιπτωσιακά με ενίσχυση του πλέγματος επιτήρησης;».

Η απάντηση είναι προδήλως αρνητική: «Τον εγκληματία εννιά στις δέκα περιπτώσεις τον φτιάχνει ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, ένας τρόπος ζωής. Και είναι αυτός ο τρόπος ζωής, που προδιαγράφει με μαθηματική θα λέγαμε ακρίβεια, τις μορφές, που παίρνει το έγκλημα».

Στην συνέχεια του άρθρου του, ο χαρισματικός κοινωνιολόγος σκιαγραφεί τις κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες εκλήθη να επιβιώσει ο σύγχρονος Νεοέλληνας, ο οποίος εγκατέλειψε το χωριό του και την «μιζέρια της αγροτικής ζωής», αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στην φανταχτερή πρωτεύουσα κάνοντας «δουλειές “του ποδαριού”, με χίλιες δύο μεσολαβήσεις, ευκαιριακά και απρογραμμάτιστα».

Ωστόσο, η κάθοδος στην πρωτεύουσα εμβολίασε τους «εσωτερικούς μετανάστες» με ένα ανάποδο δίδαγμα: «το ψωμί βγαίνει πολύ δύσκολα για όσους πραγματικά δουλεύουν και κοπιάζουν», αλλά «πολύ εύκολα για όσους ξέρουν να “πιάνουν την καλή”, για τους κομπιναδόρους και τους καταφερτζήδες». Η νέα γενιά, άγευστη της σκληρής αγροτικής ζωής, εγκολπώθηκε το δίδαγμα αυτό, με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί στην επαρχία μια οιονεί επιδημία που ξεθεμελίωσε από τα χωριά τους ακόμη και τους εύπορους αγρότες.

Αυτή η επιδημία είχε την εξής συνέπεια: Προωθήθηκε «ένα “μοντέλο” ζωής, ένα υπόδειγμα διαβίωσης, που περιφρονεί όσους πραγματικά παράγουν και προσφέρουν, όσους κρατάνε όρθια την οικονομία αυτού του τόπου και δίνουν τα απαραίτητα εκείνα αγαθά για να ζούμε εμείς οι υπόλοιποι». Περιφρονήθηκαν οι «μουντζούρικες δουλειές», η «χειρωνακτική εργασία» και τροφοδοτήθηκε «ένα τεράστιο προλεταριάτο ημιμαθών με απολυτήρια γυμνασίων ή ακόμα και Πανεπιστημίου», που ήλπιζαν ότι «η “μόρφωση” θα τους επιτρέψει “αβρόχοις ποσίν”, άκοπα, να λύσουν το πρόβλημα της ζωής τους».

Σε αυτό το φαινόμενο εντοπίζεται, κατά τον Φίλια, η ρίζα της «έξαρσης της εγκληματικότητας», η οποία παράγεται από την διάψευση της κοινωνικο-οικονομικής προσδοκίας των όψιμων πρωτευουσιάνων που ονειρεύτηκαν τον «γρήγορο-εύκολο-σίγουρο» πλουτισμό τους. Παραλλήλως, η σύγχρονη ελληνική κοινωνία ασπάσθηκε ένα καπιταλιστικό-υλιστικό πρότυπο ζωής που υπερβαίνει τις δυνατότητές της. Ο συγγραφέας εξηγεί περίφημα αυτόν τον δεύτερο παράγοντα:

«Αν δεν είσαι σε θέση να ξοδεύεις αλόγιστα, να καταναλώνεις ό,τι σου προσφέρει η διαφήμιση και να επιδεικνύεσαι με την “απλοχεριά” σου, θεωρείσαι από τους άλλους αποτυχημένος, κι αποκτάς κι ο ίδιος την αίσθηση της εκμηδένισης και της αποτυχίας».

Ολοκληρώνοντας το διαχρονικής αξίας κείμενό του, ο Φίλιας φωταγωγεί την υποκρισία όλων εκείνων των αρμοδίων, που στην «έξαρση της εγκληματικότητας» απαντούν με «φούσκωμα των ποινών»:

«Το πράγμα λοιπόν πάει πολύ βαθύτερα απ’ ό,τι θέλουν να το βλέπουν οι υπηρεσιακοί παράγοντες του υπουργείου Εσωτερικών. Η ανάπτυξη αντικινήτρων προς το έγκλημα είναι το πρωταρχικό πρόβλημα. Η καταστολή του βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση και εξάρτηση με τη δημιουργία ευρύτερων τέτοιων κοινωνικών, όχι απλά ποινικών, αντικινήτρων. Η επεξεργασία όμως των αντικινήτρων αυτών απαιτούν τη συμβολή παιδαγωγών, ψυχολόγων και κοινωνιολόγων, που θα διερευνήσουν τις συνέπειες που έχει η κατολίσθηση των παραδοσιακών αξιών στην κοινωνία της εποχής μας».

Όποιος, στο σημείο αυτό, σκεφθεί να εκθέσει την απορία του σε σχέση με το πώς ακριβώς ωφελείται ο κρατικός μηχανισμός από την υποκριτική-λαϊκίστικη αντιμετώπιση της «έξαρσης του κύματος εγκληματικότητας» (όπως κι αν προσδιορίζεται ειδικότερα αυτό το «κύμα»), θα πρέπει να αναζητήσει την απάντηση στην ακόλουθη σκέψη:

Όταν τα μέλη της κυβέρνησης, συνεπικουρούμενα από τα ΜΜΕ, προσποιούνται ότι ανακαλύπτουν νέα «κύματα», π.χ. βίας, κακοκαιρίας, πυρκαϊών κ.ο.κ., ενώ αυτά υπήρχαν ανέκαθεν, επιχειρούν να μεταφέρουν την συζήτηση σε ένα πολύ κρίσιμο «ιδεολογικό πεδίο», εκείνο της ασφάλειας. Κινούμενοι σε αυτό το πεδίο, μπορούν, μέσω της επίκλησης ενός «ηθικού πανικού» (moral panic), να στραγγαλίσουν σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα τις ατομικές ελευθερίες του πολιτών και έτσι να επιβάλουν τον πολυπόθητο κοινωνικό έλεγχο, εκτοξεύοντας στα ύψη την αδρεναλίνη του τρόμου.

Σημείωση: Σχετικά με την διασύνδεση ανάμεσα στους ηθικούς πανικούς, στα κύματα φόβου και στον μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου αξίζει να μελετηθεί το σπουδαίο βιβλίο των Hall / Critcher / Jefferson / Clarke / Roberts, Policing the Crisis. Mugging, the State and Law & Order, 3η έκδ., 2013 (για να συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης εδώ και πόσον καιρό οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν την ίδια μέθοδο κοινωνικού ελέγχου, θα πρέπει να πληροφορηθεί ότι η πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου έλαβε χώρα το 1978!).

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο