«Ἀπόδοτε τὰ τῶν Ἑλλήνων Γλυπτά!»

Γράφει ο Πέτρος Ι. Νικολού, μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, Νομική ΕΚΠΑ

 

Πίσω από κάθε εντυπωσιοθηρική δήλωση ενός δημαγωγού που στοχεύει να ανορθώσει την εκλόγική του επιρροή λανθάνει σχεδόν πάντοτε η σοβαρότητα ενός θέματος, το οποίο άπτει ενίοτε με βλάσφημο τρόπο τις μύχιες ευαισθησίες της Εθνικής μας ολότητος. Η αίσθηση της ιστορικής συνεχείας του Ελληνισμού επιβιώνει επαληθευομένη σε δύο τινά : στη γλώσσα και τα έργα τέχνης των ημετέρων προγόνων. Ο λόγος που η κατά καιρούς ανακίνηση του Ελγινείου Άγους στην επικαιρότητα εξακολουθεί έως του νύν, 200 και πλέον έτη μετά την ανίερη αρπαγή, να δονεί οδυνηρώς το συλλόγικό μας θυμικό εντοπίζεται στη μη εισέτι απώλεια εκείνου ακριβώς του βιωμάτικού μας δεσμού με το παρελθόν του αίματός μας. Παρά την θλιβερά αλλοτρίωσή μας, δεν μπορείς ακόμα να ομιλήσεις με ευκολία για αρχαιολογικούς θησαυρούς που κατέστησαν κλοπιμαία εις χείρας αποικιοκρατών, χωρίς να πλήξεις τους φυσικούς επιγόνους των δημιουργών τους. Και δεν μπορείς να ομιλείς για χρησιδάνεια μνημείων πολιτισμικής κληρονομιάς, χωρίς να προσβάλεις τους ιδίους τους κληρονόμους των κατασκευαστών των μνημείων.

Ως είχε γράψει ο Κωνσταντίνος Καβάφης, «Δὲν ὑπάρχει παράδειγμα ἐν τῷ κόσμῳ ὅλῳ ἑνὸς ἔθνους διατηροῦντος, οὐχὶ διὰ κατακτήσεως ἀλλὰ διὰ προσφάτου ἀγορᾶς ἀπὸ δυνάστην, τὰ ἐθνικά σύμβολα ἄλλου ἔθνους». Τα διαμελισμένα Γλυπτά των αετωμάτων, των μετόπων και της ζωηφόρου του Παρθενώνος δεν ηυρέθησαν στη βρίθουσα ελληνικών αρχαιοτήτων υγρά νήσο της Γηραίας Αλβιώνος από την εικαζομένη παθολογική αγάπη και έγνοια του εκ Σκωτίας ορμωμένου Τόμας Μπρούς προς την κλασσική Αθήνα να τα προστατεύσει, αλλά από την υπό οθωμανική ανοχή βιαία αποκόλλησή τους εν είδει λεηλασίας από τον διάκοσμο του αρχαίου ναού. Στο βιβλίο του ‘‘Who saved the Parthenon ?’’ ο Βρεττανός Καθηγητής Ιστορίας William St. Clair περιγράφει ίσως με την πιο εξοργιστική ρεαλιστικότητα το πώς ο πεπαιδευμένος φιλόμουσος 7ος Κόμης του Έλγιν ξήλωσε τας γλυφάς βάναυσα με σμίλες και καλέμια από το παγκόσμιο έμβλημα του κάλλους και του μέτρου και πώς ύστερα φρόντισε να «αναδείξει» την ευμορφία τους με την ιδέα των χάλκινων βουρτσών και των καυστικών υλικών επί της μαρμάρινης ύλης. Έτσι επέλεξε ο κατάχρεος πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου να «διασώσει» τα γλυπτά από τον επί της ουσίας καρφωμένο εν τω νώ του κίνδυνο να εμπλουτίσουν ταύτα τη συλλογή ετέρου αρχαιοκαπήλου κι ουχί του ιδίου, ενώ η φθορά που προξένησαν επ’ αυτών τα συνεργεία της απληστίας του υπερέβη εκείνη που κατόρθωσαν ο χρόνος και η ατμοσφαιρική ρύπανση μαζί τα επόμενα διακόσια έτη. Αυτήν την διεγνωσμένη για την Αρχαία Ελλάδα λατρεία της μετακαρολινίας Εσπερίας, η οποία ό,τι τής έλαμπε το σφετεριζόταν με ή χωρίς φιρμάνια, τα οποία παρεμπιπτόντως μέχρι σήμερον αναζητούνται πρωτοτύπως, διέκριναν μάλλον και οι εγχώριοι φραγκολεβαντίνοι, ώστε θεώρησαν δικαιότερο να δικαιώσουν τους κλεπταποδόχους. Ισχυρίζονται, λοιπόν, με γνωστό μανταμσουσουδίστικο ύφος οι μπουρζουαζοί εργολάβοι ξενικών δικαιολογιών πως οι εκφυλισμένοι γραικοί, εφόσον δεν έχουν καμμία σχέση με το υψηλό επίπεδο όλων όσοι μεταρσίωσαν την αισθητική της αρχιτεκτονικής στο επιβλητικότερο σημείο, δεν μπορούν να προτάσσουν τίτλους ιδιοκτησίας επί γλυπτών των οποίων το πνεύμα και η ελληνικότητα διεσώθη στη Δύση. Αγνοούν ασυγγνώστως πως η γλώσσα και η κιβωτός της εθνικής μας ταυτότητος διεφυλάχθησαν και μεταλαμπαδεύτηκαν στις επόμενες γενεές Ρωμιών χάριν στα μοναστήρια, τις ενορίες και την παράδοση της υπαίθρου κι όχι ένεκεν μιάς ευφάνταστης και άλογης επανεισάγωγής τους από τα φυλάκια της Δύσεως στον τόπο των σκλαβωμένων μετά την απελευθέρωση. Εκείνοι που ασπάζονται την κοραϊκή θεωρία της μετακενώσεως, επιμένουν εντελώς ασύμβατα προς τις βιωματικές παραστάσεις του ελλαδικού χώρου να αναγνωρίζουν ως συνέχεια του αρχαιοελληνικού αγάλματος όχι τη βυζαντινή εικόνα, ως συνέχεια της τραγωδίας όχι την ορθόδοξη θεία Λειτουργία και ως συνέχεια της αθηναϊκής δημοκρατίας όχι την κοινωνιοκεντρική βυζαντινή και μεταβυζαντινή κοινότητα, αλλά ως συνέχεια όλων αυτών τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό των στοών που οδήγησε στον ξεπεσμό, την αθεΐα και την ηθική παρακμή. Η άποψη του να μην επιστρέψουν τα Γλυπτά του Παρθενώνος στη μάνα Ελλάδα, επειδή οι νεοέλληνες δεν είναι αντάξιοι των εναρέτων προγόνων τους, δεν διαφέρει σε τίποτα από την άποψη του να μην επιστρέψει ένα βρέφος από τον απαγωγέα του στην αγκαλιά της μητρός του, επειδή η μητέρα του δεν αποτελεί καλό πρότυπο μητρός.

Παρότι σύμπασα η διεθνής κοινότητα μετ’ επιφανών ακαδημαϊκών του εξωτερικού εκ των οποίων πλείστοι όσοι Βρεττανοί συντάσσεται αναφανδόν υπέρ της επανενώσεως των γλυφών, εμείς εμμένουμε διαστροφικώς να φιλονικούμε για τα αυτονόητα ως χρήσιμοι ηλίθιοι όλων όσοι πλουτίζουν από την μουσειακή έκθεση των έργων του δικού μας παππού, του Φειδία. Κανείς δεν διατείνεται ότι είναι εύκολη υπόθεση ο δια πολιτισμικής διπλωματίας επαναπατρισμός των γλυπτών ή ότι πρέπει να συνιστά προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής, την ίδια ώρα που το Αιγαίο απειλείται από ωμό τουρκικό επεκτατισμό. Πίσω, όμως, από την συγκεκαλυμμένη με κίβδηλη σωφροσύνη απροθυμία ορισμένων να πολεμήσουν για το έλασσον διαγιγνώσκεται πάντα και η απροθυμία τους να πολεμήσουν και για το μείζον. Αν ως λαός δεν μάθουμε να διεκδικούμε, όσο δίκαιο κι αν είναι το αίτημα της επιστροφής, κανείς δεν θα βρεθεί να το πραγματώσει.

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο