«Δεν ξέρομε την ημέρα, ουδέ και την ώρα. Γι’ αυτό, επειδή είμαστε προσωρινοί άνθρωποι, ας φροντίζωμε για την ψυχή μας, που είναι πράγμα αθάνατο. Πεθαίνουν οι άνθρωποι, αλλά πως πεθαίνουν; Πεθαίνομε, αλλά να είμαστε κοντά στον Χριστό. Να αγωνιζώμαστε με προσευχή, με αγάπη».
«Παιδιά μου, σήμερα οι καιροί είναι δύσκολοι, οι ημέρες είναι πονηρές. Γι’ αυτό , ν’ αγωνιζώμαστε. Αν δεν αγωνιζώμαστε, πως θα σωθούμε;».
«Αγώνας, προσευχή, πίστη. Να ‘χουμε ταπείνωση, σεμνότητα, τιμιότητα».
«Η δύναμη του Θεού είναι πολύ μεγάλη. Η προσευχή, πάντα κάνει καλό».
«Ότι κάνομε, να το κάνωμε για τον Θεό και όχι για την κενοδοξία».
«Ο Θεός δέχεται την λίγη νηστεία που γίνεται με ταπείνωση».
«Να έχης την ελπίδα σου στον Θεό. “Ο άνωθεν Κύψας βλέπει”. Εμείς θα κάνωμε το ανθρώπινο, την προσπάθεια».
«Όταν εξομολογώ, κάνω προσευχή να κρατάω τα καλά και τα άσχημα να τα διώχνω. Αν ακούμε κάτι άσχημο, αμέσως να το διώχνωμε· από το ένα αυτί να μπαίνουν (τα άσχημα) και από το άλλο να βγαίνουν».
«Να ζούμε πνευματική ζωή, να υπακούωμε στον Πνευματικό, να εξομολογούμεθα, να κοινωνούμε τακτικά και το κυριώτερο ν’ αποφεύγωμε την κατάκριση. Να μελετάμε πνευματικά βιβλία, Αγία Γραφή, Ψαλτήρι και ν’ ακούμε πάντα ωφέλιμες και πνευματικές συζητήσεις».
~ Άγιος Ιάκωβος ο Τσαλίκης
Ἔλεγε ὁ Όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης):
”Οἱ ἄνθρωποι, παιδί μου, εἶναι τυφλοί καί δέ βλέπουν τό τί γίνεται μέσα στό ναό στή Θεία Λειτουργία. Μιά φορά λειτουργοῦσα καί δέ μποροῦσα νά κάνω Μεγάλη Εἴσοδο ἀπό αὐτά πού ἔβλεπα. Ὁ ψάλτης συνεχῶς ἐπανελάμβανε: «Ὡς τόν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι», ὁπότε ξαφνικά νοιώθω νά μέ σπρώχνει κάποιος ἀπό τόν ὦμο καί νά μέ ὁδηγεῖ στήν Ἁγία Πρόθεση. Νόμισα ὅτι ἦταν ὁ ψάλτης καί εἶπα: «Ὁ εὐλογημένος! Τόση ἀσέβεια! Μπῆκε ἀπό τήν Ὡραία Πύλη καί μέ σπρώχνει»! Γυρίζω καί βλέπω μιά τεράστια φτερούγα πού τήν εἶχε περάσει ὁ Ἀρχάγγελος ἀπό τόν ὦμο μου καί μέ ὁδηγοῦσε νά κάνω τή Μεγάλη Εἴσοδο. Τί γίνεται μέσα στό Ἱερό κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας!!… Μερικές φορές δέ μπορῶ ν΄ ἀντέξω, καί κάθομαι στήν καρέκλα, ὁπότε ὁρισμένοι συλλειτουργοί νομίζουν ὅτι κάτι δέν πάει καλά μέ τήν ὑγεία μου, ἀλλά δέν ξέρουν τί βλέπω καί τί ἀκούω. Τί φτερούγισμα, παιδί μου, οἱ Ἄγγελοι! Μόλις ὁ Ἱερέας πεῖ τό «Δι΄ εὐχῶν», φεύγουν οἱ Οὐράνιες Δυνάμεις καί μέσα στό Ἱερό ἔχουμε ἀπόλυτη ἡσυχία…”