Υπήρξε ο Καραϊσκάκης προδότης της Επανάστασης;

Γράφει ο Γιάννης Παπαθανασίου

 

 

Ο Καραϊσκάκης αποτελεί, αναμφίβολα, μία απ’ τις σπουδαιότερες μορφές του ’21. Χωρίς αυτόν η επιτυχής έκβαση της Επανάστασης στην Στερεά Ελλάδα μόνο βέβαιη δεν είναι. Ειδικά από το 1825 και μετά ο Καραϊσκάκης μεταβλήθηκε στην ψυχή της Επανάστασης στην Ρούμελη και ήταν αυτός που ουσιαστικά την ανέστησε μετά την πτώση του Μεσολογγίου.

Ωστόσο, κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης βρέθηκαν αρκετοί, που με ιθύνοντα νου τον Μαυροκορδάτο, του πρόσαψαν την κατηγορία του προδότη. Ακόμα και σήμερα, ευτυχώς περιορισμένα, κυκλοφορούν στο διαδίκτυο άρθρα που αμφισβητούν τον πατριωτισμό του Καραϊσκάκη στην αρχή της εξέγερσης. Και είναι γεγονός ότι κάποιος που δεν έχει εμβαθύνει στην μελέτη του ’21 μπορεί ακόμα και καλοπροαίρετα να πέσει σε αυτή την πλάνη.

Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε καθώς αναφερόμαστε στον Γιό της Καλογριάς είναι το ότι η επαναστατική δράση του χωρίζεται σε δύο περιόδους. Μέχρι το 1824 πολιτεύεται περισσότερο σαν ένας τοπικός οπλαρχηγός. Ξεκινά την επανάσταση στα Τζουμέρκα, όταν άλλοι καπετάνιοι διστάζουν, συγκρούεται με τους Τούρκους κυρίως σε μικρομεσαίες μάχες, αγωνίζεται για το αρματολίκι των Αγράφων, καταφεύγει στην προεπαναστατική τακτική των καπακιών, συμμετέχει σε εμφύλιες συγκρούσεις. Από το 1825 και εντεύθεν μετατρέπεται σε πραγματικό ηγέτη της Επανάστασης. Από εκεί που διοικούσε μερικές δεκάδες άνδρες γίνεται αρχιστράτηγος και έχει υπό τις οδηγίες του πολλές χιλιάδες. Το ταπεινό όνειρο ενός αξιώματος στα Άγραφα δίνει την θέση του στην αυτοθυσία με μοναδικό σκοπό την Απελευθέρωση.

Οι όποιες κατηγορίες εναντίον του αφορούν αποκλειστικά προφανώς το αρχικό διάστημα της δράσης του και συγκεκριμένα δύο περιπτώσεις. Η πρώτη τα καπάκια που έκανε με τους Τούρκους σαν αρματολός των Αγράφων και η δεύτερη την κατηγορία του Μαυροκορδάτου στην δίκη του Αιτωλικού για συνεννόηση με τον Ομέρ Βρυώνη.

Ο Σαρακατσάνος καπετάνιος, απ’ την άλλη, φαίνεται πως με τα καπάκια επιθυμούσε να κερδίσει χρόνο για να εδραιώσει ανεμπόδιστος την κυριαρχία του στα Άγραφα. Σύμφωνα με τον Δ. Αινιάν, βέβαια, οι ίδιοι οι κάτοικοι της επαρχίας ζήτησαν απ’ τον Καραϊσκάκη να προσποιηθεί υποταγή, καθώς οι επιθέσεις των Τούρκων προκαλούσαν λεηλασίες των περιουσιών τους. Το σίγουρο είναι πως ο Καραϊσκάκης με αυτήν του κίνηση κατέστησε τα Άγραφα de facto ελεύθερα, καθώς η συμφωνία περιελάμβανε απαγόρευση εισόδου τουρκικών στρατευμάτων στην περιοχή. Ταυτόχρονα, επίσης, συνέχισε να έχει επαφή με τους επαναστατημένους οπλαρχηγούς και έστελνε άντρες απ’ το σώμα του σε όλες τις μάχες της Στερεάς Ελλάδας. Τελικά, ο ίδιος ο Καραϊσκάκης έσπασε τα καπάκια όταν στις 15 Ιανουαρίου 1823, επιτέθηκε στον Άγιο Βλάση σε ένα σώμα Τουρκαλβανών που προέρχονταν από την διαλυμένη στρατιά της Α’ Πολιορκίας του Μεσολογγίου. Η περιφανής νίκη του Καραϊσκάκη στην συγκεκριμένη μάχη (μάχη της Κορομηλιάς) προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, την οργή των Τούρκων.

Αν ο Έλληνας ήρωας δεν πίστευε στην ιδέα της Επανάστασης και είχε συνειδητά συνθηκολογήσει είναι σίγουρο πως δεν θα πολεμούσε στην συγκεκριμένη μάχη. Ούτως ή άλλως το στράτευμα του Ισμαήλ Πλιασά και του Χατζή Μπέντο, τον οποίο λέγεται πως σκότωσε ο ίδιος ο Καραϊσκάκης, είχε ήδη ηττηθεί και σκόπευε απλά να διέλθει απ’ τα Άγραφα υποχωρώντας. Ακόμα και οι Έλληνες πιθανότατα δεν θα τον κατηγορούσαν αν δεν έδινε αυτή την μάχη. Θα μπορούσε ακόμα να αφήσει άλλα κλέφτικα σώματα να πολεμήσουν αντί για τον ίδιο, ώστε να μην διαρραγούν οι σχέσεις του με τους πασάδες. Παρ’ όλα αυτά μάχεται αυτοπροσώπως στην πρώτη γραμμή και κρατάει την θέση του ακόμα και όταν άλλοι υποχωρούν, με αποτέλεσμα και αυτοί να φιλοτιμηθούν και να επιστρέψουν. Τελικά μετά από πολύωρη σκληρή μάχη, νικά και υποχρεώνει τους Τουρκαλβανούς να περάσουν από το πλημμυρισμένο ποτάμι του Αχελώου, όπου οι περισσότεροι πνίγηκαν. Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο πως ο Καραϊσκάκης, ακόμα και την περίοδο των καπακιών, δεν άλλαξε στρατόπεδο και δεν λησμόνησε τον Αγώνα.

Η δεύτερη κατηγορία που απευθύνθηκε στον Καραϊσκάκη έλαβε χώρα στο Αιτωλικό στις 27 Μαρτίου 1824, στην περίφημη δίκη, που μάλλον ήταν σε μεγάλο βαθμό στημένη. Συγκεκριμένα ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη πως ήρθε σε επαφή με τον Ομέρ Βρυώνη και του ζήτησε βοήθεια για να πάρει πίσω το αρματολίκι των Αγράφων με αντάλλαγμα να παραδώσει στους Τούρκους την Ναύπακτο και το Μεσολόγγι, αλλά και να περάσει στο τουρκικό στρατόπεδο μαζί με χιλιάδες στρατιώτες.

Πάμε, όμως, να εξετάσουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Μετά την μάχη της Κορομηλιάς ο Καραϊσκάκης καταβεβλημένος απ’ την φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε καταφεύγει στην Ιθάκη. Εκεί οι γιατροί του δίνουν λίγες πιθανότητες επιβίωσης, αλλά αυτός αποφασίζει να επιστρέψει στη επαναστατημένη Στερεά. Τότε, ωστόσο, τον περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη. Την αρχηγία των Αγράφων η ελληνική διοίκηση είχε δώσει στον Γιαννάκη Ράγκο, ο οποίος, μάλιστα, δεν δέχθηκε καν τον προκάτοχό του στην επαρχία. Τότε, ο τελευταίος μεταβαίνει στο Μεσολόγγι για να διεκδικήσει το δίκιο του. Έρχεται σε επαφή με πολλούς, μέχρι και με τον Κολοκοτρώνη, αλλά δεν βρίσκει υποστήριξη. Τελικά, στο Μεσολόγγι και στο γειτονικό Αιτωλικό δημιουργούνται εντάσεις και οι αντίπαλοί του συσπειρώνονται γύρω από τον Μαυροκορδάτο. Σε αυτό το σημείο ο Φαναριώτης πολιτικός παραπέμπει τον Σαρακατσάνο οπλαρχηγό στην δίκη.

Εκείνες τις ημέρες είχε εμφανιστεί κάποιος Βουλπιώτης, ο οποίος υποστήριζε ότι ήταν σύνδεσμος μεταξύ Καραϊσκάκη και Ομέρ Βρυώνη. Η αλήθεια είναι πως στην δίκη άλλαξε αρκετές φορές την κατάθεσή του, καθώς οι δικαστές δεν πείθονταν για την ενοχή του Καραϊσκάκη, με αποτέλεσμα ο Κίτσος Τζαβέλλας, φίλος τότε του Καραϊσκάκη, να τον χαρακτηρίσει <<ψευδοβουλπιώτη>>. Πρόκειται για μια σκοτεινή φυσιογνωμία, συγγενή μάλλον του Ράγκου, που δεν τιμωρήθηκε για το ότι μπαινόβγαινε ουσιαστικά ανενόχλητος και στα δύο στρατόπεδα, κάτι που ενισχύει την εκδοχή του ψευδομάρτυρα. Τα επόμενα χρόνια πολέμησε με το σώμα του Δήμου Σκαλτσά. Ορισμένες πηγές αναφέρουν πως ο Μαυροκορδάτος είχε στα χέρια του ενοχοποιητικές επιστολές, που μαρτυρούσαν την επικείμενη προδοσία. Πουθενά, όμως, δεν δημοσιεύτηκε κάτι τέτοιο, ενώ και το αποτέλεσμα της δίκης δεν καταμαρτυρά την ύπαρξη τόσο βαρύνουσας σημασίας στοιχείου. Πιθανότατα, θα είχε απλή αλληλογραφία του Καραϊσκάκη με τον Ομέρ Βρυώνη, στοιχείο διόλου επιβαρυντικό.

Το λογικότερο σενάριο είναι πως όντως ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σε επαφή με τον Ομέρ Βρυώνη. Πολλοί οπλαρχηγοί είχαν αλληλογραφία με Αλβανούς διοικητές, όπως ο Ομέρ. Οι Αλβανοί ήταν μισθοφόροι, πολλοί προέρχονταν από την αυλή του Αλή Πασά και είχαν γνωριμία με Έλληνες. Συχνά, μάλιστα, καλούσαν Έλληνες να τους βοηθήσουν στις μεταξύ τους εμφύλιες έριδες. Ακόμα και ο Βουλπιώτης ήταν σύνδεσμος και άλλων οπλαρχηγών με το αλβανικό στρατόπεδο και όχι μόνο του Καραϊσκάκη. Σε αυτές τις συνομιλίες δεν αποκλείεται ο Γιός της Καλογριάς να αναφέρθηκε στο ζήτημα που τον έκαιγε εκείνη την περίοδο, δηλαδή το καπετανάτο των Αγράφων. Ακόμα ενδέχεται να ζήτησε κάποιου είδους βοήθεια από τον Αλβανό διοικητή. Αυτό δεν πρέπει να φανεί παράξενο, καθώς και ο αντίζηλός του Ράγκος, ευνοούμενος της ελληνικής Διοίκησης, είχε έρθει σε συνεννόηση με τον Σούλτση Κόρτσα, Αλβανό αρχηγό των Τρικάλων. Οι δύο Αλβανοί είχαν, επίσης, διαφορές μεταξύ τους, κάτι που προφανώς θέλησε να εκμεταλλευτεί ο Καραϊσκάκης. Εν τέλει, βέβαια, μόνο ο Σούλτση Κόρτσα κινητοποιήθηκε και κυνήγησε τον Καραϊσκάκη, γεγονός που περιορίζει την πιθανότητα οι συνεννοήσεις του τελευταίου με τον Ομέρ Βρυώνη να είχαν επιλήψιμο περιεχόμενο.

Το ενδεχόμενο ο Καραϊσκάκης να είχε υποσχεθεί το Μεσολόγγι και στρατιωτική συνδρομή στους Τούρκους είναι πρακτικά μη ρεαλιστικό. Αν υπήρχαν τέτοια στοιχεία η επιτροπή του Μαυροκορδάτου θα μπορούσε να του επιβάλει πολύ μεγαλύτερη τιμωρία. Επίσης, μια τέτοια προδοτική στάση θα απέτρεπε πολλούς οπλαρχηγούς απ’ το να τον ακολουθήσουν πιστά αργότερα (π.χ. Σουλτάνης, Μακρής). Ακόμα όμως και αν πράγματι είχε δώσει τέτοιες υποσχέσεις είναι εντελώς απίθανο να της έπαιρνε κανείς στα σοβαρά. Ο Καραϊσκάκης είχε παλαιότερα ξεγελάσει επανειλημμένως τον παμπόνηρο Αλή Πασά, ενώ μόλις λίγους μήνες νωρίτερα είχε καταπατήσει τα καπάκια. Του ήταν πολύ εύκολο, επομένως, να κοροϊδέψει έναν μισθοφόρο, όπως ο Ομέρ Βρυώνης. Έπειτα, αυτά που αναφέρεται πως έταζε ήταν ανέφικτα. Ο Καραϊσκάκης συγκέντρωνε γύρω του τότε μετά βίας μερικές δεκάδες στρατιώτες. Πώς θα μπορούσε με αυτούς να παραδώσει μια πόλη, μέσα στην οποία υπήρχαν αρκετές εκατοντάδες ένοπλοι; Η εμπλοκή του Βαρνακιώτη, ο οποίος είχε περάσει όντως στο τουρκικό στρατόπεδο, και άρα δεν μπορούσε να απολογηθεί, ενώ συγκέντρωνε και την μήνι όλων σχεδόν των ντόπιων καπετάνιων, έδινε στο σενάριο ακόμα μεγαλύτερο τόνο φαντασίας.

Λίγους μήνες αργότερα ο Καραϊσκάκης ζήτησε συγνώμη απ’ τον Μαυροκορδάτο. Στην προκήρυξη που δημοσιεύτηκε μετά την δίκη υπήρχε ειδική αναφορά στην αποκατάσταση του Στρατηγού αν μετανοούσε δημόσια. Προφανώς ο Φαναριώτης περίμενε πως ο περήφανος Καραϊσκάκης δεν θα ζητούσε ποτέ άφεση για αμαρτήματα που δεν διέπραξε. Πάντως η συγνώμη δεν έγινε δεκτή, πράγμα που καταδεικνύει πως η δίκη δεν σκόπευε στον σωφρονισμό του Καραϊσκάκη, αλλά στον εξοβελισμό του.

Η περιπέτεια αυτή, βέβαια, φαίνεται πως μακροπρόθεσμα επέδρασε θετικά στον Καραϊσκάκη. Ήταν το σημείο καμπής για την μετέπειτα πορεία του. Κατανόησε πλέον πως οι καιροί είχαν αλλάξει και οι προεπαναστατικές τακτικές των συνεννοήσεων με τον εχθρό είχαν παρέλθει. Συνειδητοποίησε ότι πια δεν έδινε περιορισμένης κλίμακας κλεφτοπόλεμο, αλλά συμμετείχε σε μια ευρύτερη σύγκρουση, στην οποία διακυβεύονταν η ελευθερία της Πατρίδας. Έπρεπε να πειθαρχεί στην Διοίκηση και να βλέπει τους άλλους οπλαρχηγούς όχι σαν ανταγωνιστές, αλλά σαν συμμαχητές. Κανένα προσωρινό αξίωμα δεν συγκρίνονταν με την εκδίωξη τον Οθωμανών και την Απελευθέρωση της Ελλάδας.

Έτσι, σταδιακά ο Καραϊσκάκης μεταμορφώνεται, όπως είπε και ο ίδιος σε άγγελο. Εγκαταλείπει τον φίλο του Οδυσσέα Ανδρούτσο, όταν ο τελευταίος αρχίζει επαφές με τους Τούρκους. Προτείνει, αργότερα, ο ίδιος στους Σουλιώτες να μοιραστεί μαζί τους την Αρχιστρατηγία, παρ’ όλο που οι τελευταίοι τον υπονόμευαν, ενώ οι άνδρες του προτιμούσαν εκείνον. Παντού πολεμά στην πρώτη γραμμή, σκάβει χαρακώματα δίπλα στους άνδρες του, τους ανάβει ο ίδιος την φωτιά. Στις εκστρατείες του δείχνει ιδιαίτερη μέριμνα να μην δυσαρεστείται ο άμαχος πληθυσμός από την παρουσία των στρατιωτών. Καλεί στο πλάι του τους οπλαρχηγούς που παλιότερα τον καταδίωξαν, μέχρι και τον θανάσιμο εχθρό του Ράγκο. Πειθαρχεί στην Διοίκηση, ενώ φθάνει στο σημείο να απειλεί τους πολιτικούς πως θα σταματήσει τον πόλεμο αν οι τελευταίοι δεν ομονοήσουν. Αν και ορθά, όπως τραγικά αποδείχθηκε αργότερα, διαφωνεί με τον Κόχραν, καταστρώνει ένα σχέδιο εφόδου στην Ακρόπολη, βασισμένο στις στρατηγικές αντιλήψεις του Άγγλου ναυάρχου, θέλοντας να μην τον δυσαρεστήσει. Λίγες μέρες πριν τον θάνατό του αρρωσταίνει από την στεναχώρια του γιατί οι Έλληνες κατέσφαξαν κάποιους αιχμάλωτους Τούρκους στον Πειραιά. Πεθαίνει φτωχός, μιας και αφιέρωσε την σημαντική περιουσία που απέκτησε προς όφελος της Πατρίδας. Κοντολογίς, ο μέχρι πρότινος φίλαρχος καπετάνιος μεταμορφώνεται σε ένα πρότυπο ηθικής, που αφιερώνει όλο του το είναι στην επιτυχία του Αγώνα. Το μέγεθος της μεταστροφής του ήταν τέτοιο που μας κάνει να πιστέψουμε πως μέχρι και η συγνώμη προς τον εχθρό του Μαυροκορδάτο είχε δόση ειλικρίνειας και ότι είχε όντως μετανοήσει για τις λάθος επιλογές του παρελθόντος, έστω και αν αυτές δεν έφθαναν στα όρια της προδοσίας.

 

 

Στον Καραϊσκάκη, αν και εξαρχής πολέμησε τους Τούρκους, του πήρε 3 χρόνια για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στον εθνικό σκοπό. Μέχρι τότε, παράλληλα με τον Αγώνα, προσπαθούσε να εξασφαλιστεί ατομικά, αλλά και να λύσει προσωπικές διαφορές. Έτσι λειτουργούσε το περιβάλλον που ζούσε μέχρι το ’21, ένα περιβάλλον που ισορροπούσε μεταξύ διαρκούς πολέμου με τους Τούρκους και επιβίωσης.

Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε ακόμα και την μερίδα των οπλαρχηγών της Δυτικής Στερεάς που πέρασαν τον Ρουβίκωνα και συμμάχησαν κάποια στιγμή με τους Τούρκους, όπως ο Βαρνακιώτης, ο Μπακόλας, ο Στράτος, ο Ίσκος, ο Σαδήμας. Οι περισσότεροι ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, ασπάζονταν τους σκοπούς της Επανάστασης και συμμετείχαν ακόμα και σε πολύ ριψοκίνδυνες μάχες. Προσκολλημένοι, όμως, στις προγενέστερες πρακτικές, την σκοτεινότερη πλευρά των οποίων είχαν διδαχθεί από τον Αλή Πασά, άλλαζαν κατά το δοκούν στρατόπεδο, προσπαθώντας παράλληλα με την Επανάσταση να εξασφαλιστούν και οι ίδιοι. Αν και οι πράξεις αυτές αναμφίβολα είναι αξιοκατάκριτες, πρέπει να ιδωθούν πρωτίστως ως αδυναμία των συγκεκριμένων προσώπων να προσαρμοστούν στην νέα κατάσταση που έφερε η Επανάσταση ή ακόμα σαν συνέπεια του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα τους, παρά ως άρνηση του σκοπού της Απελευθέρωσης. Η διευκρίνιση αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να ξεκαθαριστεί πως στην Ελληνική Επανάσταση η διαχωριστική γραμμή των αντιπάλων ήταν ξεκάθαρη, Χριστιανοί εναντίον Μουσουλμάνων. Δεν υπήρξαν Έλληνες, τουλάχιστον στην Δυτική Στερεά, που να κατατάχθηκαν μαζικά στον τουρκικό στρατό για πολιτικούς-ιδεολογικούς λόγους. Όσοι το έπραξαν εκκινούσαν από άλλου τύπου σκοπιμότητες, τις οποίες όταν εκπλήρωναν επέστρεφαν στην ελληνική πλευρά. Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, η επιλήψιμη δράση μιας μικρής μερίδας στρατιωτικών δεν δικαιολογεί την απαξίωση όλων των πολεμιστών του ’21, αλλά και συλλήβδην του ελληνικού πληθυσμού της εποχής, που επιχειρείται εσχάτως. Το ότι η στρατηγική κάποιων περιελάμβανε επαφές με τον αντίπαλο δεν συνεπάγεται πως όλοι οι ήρωες ήταν μισθοφόροι, ούτε πολύ περισσότερο ότι δεν είχαν συναίσθηση της ελληνικότητάς του. Αντίθετα, η απόφαση να πάρει κανείς τα όπλα και να βγει στα βουνά, διακινδυνεύοντας καθημερινά το κεφάλι του εν μέσω της Τουρκοκρατίας, αποτελούσε από μόνη της ρήξη με τον κατακτητή και ένα βήμα για την διεκδίκηση της ατομικής και της συλλογικής ελευθερίας.

Ο αμφιλεγόμενος Βαρνακιώτης, για παράδειγμα, αφού πολέμησε, μουδιασμένα αρχικά, με τους επαναστάτες, προσχώρησε στους Τούρκους, μισθοφόρος των οποίων υπήρξε και προεπαναστατικά. Η προσχώρηση φαίνεται πως έγινε κατόπιν εντολής της κυβέρνησης, αλλά ο Βαρνακιώτης στην συνέχεια αρνήθηκε να επανέλθει στην ελληνική πλευρά. Όσο ήταν στο οθωμανικό στρατόπεδο ενίοτε μεταβίβαζε πληροφορίες στους Έλληνες, πολλοί από τους οποίους ήταν πρώην μέλη των σωμάτων του και συγγενείς του. Τελικά, επί Καποδίστρια ξαναγύρισε στην Επανάσταση. Αντίστοιχα, ο Γώγος Μπακόλας μετά από ηρωικές μάχες προσχωρεί στο τουρκικό στρατόπεδο, παρεξηγημένος από ότι φαίνεται με τις κατηγορίες που του αποδίδονταν για προδοσία (για τον Μπακόλα, βέβαια, έχουν γραφτεί πάρα πολλά, συχνά αντικρουόμενα). Ουσιαστικά κινούμενος από έναν ιδιόμορφο κώδικα τιμής προδίδει την Επανάσταση θέλοντας να ξεπλύνει μια άδικη κατηγορία περί προδοσίας!

Ενδεικτική είναι και η περίπτωση του οπλαρχηγού Ανδρέα Σιαφάκα (ή Σαφάκα). Ο συγκεκριμένος αρχικά συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση. Στην συνέχεια στο πλαίσιο οργανωμένης στρατηγικής των οπλαρχηγών της Ανατολική Στερεάς μπήκε στην διαδικασία των καπακιών. Όταν, όμως, οι άλλοι καπετάνιοι, αφού ανασυντάχθηκαν, επανήλθαν βάση σχεδίου στον πόλεμο με τους Τούρκους, αυτός συνέχισε να αμφιταλαντεύεται μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Αν και δεν είναι ξεκάθαρος ο ακριβής σκοπός του, σύντομα πολλοί Έλληνες, με πρώτο τον Καραϊσκάκη, έχασαν την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Τελικά, οι Τούρκοι, οι οποίοι, επίσης, δεν είχαν πιστέψει την υποταγή του, τον κυνήγησαν, παρότι βρίσκονταν σε καπάκια, και τον σκότωσαν. Συνέλαβαν, επίσης, κάποιους συντρόφους του και τους μετέφεραν στα Ιωάννινα για να τους εκτελέσουν. Το πιο αξιοπρόσεκτο γεγονός, το οποίο αναφέρει ο Γούδας, είναι ότι καθώς βάδιζαν προς την αγχόνη οι συναγωνιστές του Σιαφάκα τραγουδούσαν στίχους του Ρήγα Βελεστινλή. Εν ολίγοις, αυτοί που βρέθηκαν στο τουρκικό στρατόπεδο, θεωρούσαν πώς οι πράξεις τους, αλλά και ο θάνατός τους, κινούνταν στα πλαίσια του Απελευθερωτικού Αγώνα, που συμβόλιζε ο Ρήγας.

Εν κατακλείδι, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα, αν ο Καραϊσκάκης πρόδωσε την Επανάσταση, είναι κατηγορηματικά όχι. Ας κρατήσουμε, λοιπόν, τις μεγάλες στιγμές του Ήρωα και ας τον αναδείξουμε ως πραγματικό πρότυπο για τις επόμενες γενιές, όπως αληθινά του αρμόζει.

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο