Γράφει ο Διονύσιος Σ. Δραγώνας, Φοιτητής Νομικής NUP, Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ
Η υπόθεση Πολάκη έχει προσελκύσει την κοινή γνώμη περισσότερο από την καταδίκη του Νίκου Παπά για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. Ένα ακόμη πολιτικό πρόσωπο ακούει τους δικαστές με ομόφωνη απόφαση να τον καταδικάζουν για πράξεις του, ενώ βέβαια θα έπρεπε να είναι περισσότεροι αυτοί που θα κάθονταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ωστόσο ένεκεν της τηλεκατευθυνόμενης δικαιοσύνης τούτο το συναντάμε σπανίως. Και η δικαιοσύνη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί άλλως όταν δικαίως καταλαμβάνει θέσεις ντροπής στη παγκόσμια κατάταξη για την ανεξαρτησία της λόγω και του γεγονότος ότι ελίτ και θεσμικά πρόσωπα γνωρίζουν τις αποφάσεις των δικαστηρίων πριν καν αυτές εκδοθούν.
Το ερώτημα ένδον του ΣΥΡΙΖΑ είναι εάν δύνανται να υπάρξουν πρόσωπα και κατ΄ επέκταση φωνές σαν αυτή του Παύλου Πολάκη. Τα κόμματα και ιδίως αυτά που επιθυμούν την εκλογή τους, ως πρώτα ώστε να διακυβερνήσουν, συνηθίζουν να πραγματοποιούν ανοίγματα, ώστε να προσελκύσουν περισσότερους από το εκλογικό σώμα. Η υφιστάμενη κατάσταση το απαιτεί, εντούτοις απαιτείται η ύπαρξη φωνών που να στοχοποιούν δημοσιογράφους, καίτοι αυτοί είναι εμφανώς εξωνημένοι, και δικαστές, οι οποίοι εκδώσανε μία δικαστική απόφαση η οποία δημιούργησε αβυσσαλέα απαρέσκεια στον Ελληνικό λαό; Το ερώτημα αυτό θα απαντηθεί από τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα το οποίο ξεκίνησε, υποτίθεται ως αντισυστημικό και κατέληξε ως άθυρμα και έρεισμα των κάθε είδους ελίτ. Από την άσκηση δριμείας κριτικής κατά της τέως Καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, και τις πορείες προς την αμερικάνικη Πρεσβεία, μέχρι και τα σκισίματα μνημονίων, κατέληξε να απέχει παρασάγγας από τον προεκλογικό του εαυτό.
Τα κελεύσματα που δέχονται οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι ατελεύτητα, ωστόσο ατελεύτητη διακυβέρνηση ενός κόμματος θα έχουμε, όταν αυτό σταθεί φραγμός στα σχέδια των αδυσώπητων Ευρωπαίων, κωφεύοντας έτσι κάθε εντολή, η οποία δεν εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο. Όπως φαίνεται τούτο απαιτεί ανδρεία και θάρρος, στοιχεία που ελλείπουν από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θέλει να αποτελέσει μεν τροχοπέδη του κυβερνώντος κόμματος, όχι όμως να φέρει μία ουσιαστική αλλαγή, καθότι τα συστημικά κόμματα αδυνατούν στο έπακρο να υψώσουν ανάστημα κατά των ξένων ολιγαρχών.
Τα τρία μεγαλύτερα κόμματα μεσούσης της προεκλογικής περιόδου ωσάν να είναι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι πραγματοποιούν μετάγραφες προσώπων -ενδεχομένως συνάμα και ιδεών- ώστε να μειώσουν τα ποσοστά των αντιπάλων τους και κυρίως να αυξήσουν τα δικά τους. Το μέγα άνοιγμα της Νέας Δημοκρατίας προς το κέντρο δεν έγινε καθ’ όλα αποδεκτό, αφού τοπικοί παράγοντες, όπως πληροφορούμαστε, εναντιώθηκαν έντονα πάνω σε υποψηφιότητες, οι οποίες δεν έμοιαζαν τόσο για κεντρώες αλλά περισσότερο για κεντροαριστερές. Η αλλοίωση της κομματικής ταυτότητας και η παρέκκλιση από τις αρχές ενός κόμματος, όπως αυτές ορίζονται στο καταστατικό του, δεν είναι πάντοτε καλοδεχούμενες, αφού μόνη η διακυβέρνηση δεν συγκινεί συλλήβδην τα μέλη ενός κόμματος. Ωσαύτως, μεγάλο μέρος ακόμη και των μονίμων ψηφοφόρων ενός κόμματος δεν επιθυμούν τη συγκυβέρνηση με ένα άλλο κόμμα, καθ’ ότι έτσι θα ήταν αδύνατη η υπεισέλευση σε πιστή εφαρμογή του προγράμματος του ενός κόμματος.
Από την άλλη μεριά, το εκλογικό σύστημα και η αμφισβήτηση του κύρους των κομμάτων, της αξιοπιστίας τους και τέλος το περιβόητο «καλό» που δύναται να φέρουν εις τον τόπο μας μειώνει τα ποσοστά τους με αρκετούς νεοδημοκράτες να λένε «ψήφισε καλύτερα ΠΑΣΟΚ». Συγκεκριμένα, αυτό ειπώθηκε την Καθαρά Δευτέρα από έναν εκλογικό αντιπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας σε μία αναποφάσιστη κεντροαριστερή, η οποία μισεί το κυβερνών κόμμα. Είναι ηλίου φαεινότερον, πως και μετά την εθνική τραγωδία, που μετρήσαμε δεκάδες θύματα ένεκεν των εγκληματικών αμελειών της νυν, της τέως και των πρώην κυβερνήσεων η Νέα Δημοκρατία μήτε στις πρώτες, όπως έχει ήδη αποδεχθεί, μήτε και ενδεχομένως στις δεύτερες θα καταφέρει να κυβερνήσει αυτοδύναμη. Όθεν, ως βέλτιστο κοινοβουλευτικό αποκούμπι θεωρείται το ΠΑΣΟΚ, το οποίο αποτελεί ένα συστημικό κόμμα και το πιο συγγενικό σε θέματα προγράμματος με τον κυβερνών κόμμα.
Τελειώνοντας, φαίνεται κατάδηλα πως τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία έχουν ως στόχο να βρουν την ατζέντα που θα χαροποιήσει τους περισσότερους μη ενδιαφερόμενοι τόσο εάν οι πολιτικές αυτές θα φέρουν ευημερία ή θα συνεχίσουν το ζοφερό κλίμα, που επικρατεί εν Ελλάδι. Μετά και τις δεύτερες εκλογές ουδέν κόμμα θα είναι ασύμβατο, αφού οι Υπουργικές θέσεις αποτελούν το δέλεαρ κάθε βουλευτή των τριών μεγάλων κομμάτων. Μέχρι τις εκλογές όμως το παιχνίδι θα δοθεί στο κέντρο με επικοινωνιακά τερτίπια, ήτοι μεθόδους ακατανόητες για έναν συρφετό.