«Ο θάνατος του Νέου, ο θάνατος του Ωραίου, ο θάνατος του Αντρείου»
Ο ακατάβλητος εκαταβλήθη, το πλατάνι ελύγισε, ο άλυσσος εμαράθη. Η σεμνότης σκύβει ευσεβώς το κεφάλι, η γενναιότης χαμηλώνει ομαλώς τα βλέφαρα και η πραότης κατεβάζει ευδιακρίτως τους ώμους, ούτως ώστε ο ξανθός Αρχάγγελος της Λευτεριάς, ο εύμορφος ήρως της επικής Ε.Ο.Κ.Α., ο άριστος μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, Πέτρος Γιάλλουρος, με μια του δρασκελιά, να διαβεί τα εγκόσμια και φορτωμένος μ’ ένα αδιάβρωτο σακί, γεμάτο από το ανεξίτηλο κι αδιάκοπο απαύγασμα του αδιαμφισβήτητου κλέους, της αναλλοίωτης υστεροφημίας και των εθνοφελών πεπραγμένων του, να πλαγιάσει στην αιώνια και ανάντη κλίνη του, αναπαύοντας τα ώτα του με το πιο γλυκό κι απαλό νανούρισμα, εκπορευόμενο από τις τελευταίες λέξεις που ξέφυγαν από το έρκος των δικών του οδόντων: «Πεθαίνω, φέρτε γιατρό. Ζήτω η Ένωσις…».
~ Αθάνατος! ~