Σαν σήμερα το 1829 οι πρώτοι Έλληνες «πάτησαν» στην Αυστραλία
Η ελληνική κοινότητα στην Αυστραλία είναι μια από τις μεγαλύτερες κοινότητες στον κόσμο, καθώς αριθμεί περίπου 400.000 Έλληνες, εκ των οποίων τα 93.740 γεννήθηκαν στην Ελλάδα, σύμφωνα με την απογραφή του ’16.
Στην μεγάλη αυτή χώρα τα πρώτα ελληνικά πόδια «πάτησαν» μια μέρα σαν σήμερα το 1829, όταν 7 ναυτικοί από την Ύδρα μεταφέρθηκαν στην Αυστραλία για να εκτίσουν ποινή για πειρατεία που τους επιβλήθηκε από βρετανικό ναυτικό δικαστήριο.
Πρόκειται για τους Γεώργιο Βασιλάκη, Γκίκα Βούλγαρη, Γεώργιο Λαρίτσο, Αντώνη Μανώλη, Δαμιανό Νίνη, Νικόλαο Παπανδρέα και Κωνσταντίνο Στρομπόλη.
Έτσι έφτασαν οι 7 Έλληνες στην Αυστραλία
Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1829), σύμφωνα με τον ιστορικό και πρώην πρεσβευτή της Αυστραλίας στην Ελλάδα, Χιού Γκίλκριστ, οι επτά ναύτες ήταν μέλη του πληρώματος του πλοίου «Herakles» , το οποίο, τον Ιούλιο του 1827, επιτέθηκε στο βρετανικό πλοίο «Alceste».
Το «Alceste» που ήταν της Βρετανικής Αυτοκρατορίας έπλεε από τη Μάλτα με προορισμό την Αλεξάνδρεια και αναχαιτίστηκε από το ελληνικό σκάφος «Herakles» βόρεια των ακτών της Λιβύης.
Το πλήρωμα εισέβαλε στο «Alceste» και αφαίρεσε μέρος του φορτίου της. Τα λάφυρα ήταν πιπέρι, είδη ναυσιπλοΐας και βοηθητικά είδη, σχοινιά και θείο, όπως γράφει το hcwa.org
Δύο μέρες αργότερα συνελήφθησαν από το βρετανικό πλοίο «Gannet», που περιπολούσε νότια της Κρήτης. Οι 7 Έλληνες δικάστηκαν στη Μάλτα, κρίθηκαν ένοχοι, με τρεις από αυτούς να καταδικάζονται σε θάνατο.
Ακολούθησαν έντονες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις αμφισβήτησης της δικαστικής απόφασης και με παρέμβαση του Γεωργίου Κουντουριώτη (Υδραίος καραβοκύρης και πολιτικός κατά την Επανάσταση του 1821) στο Λονδίνο, οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ποινές εξορίας στην Αυστραλία.
Η μεταφορά στην Αυστραλία
Κάπως έτσι ξεκίνησε το υπερπόντιο ταξίδι για τους πρώτους Έλληνες που θα έφταναν στην Ωκεανία. Το βρετανικό πλοίο «Norfolk» μετέφερε συνολικά 192 παραβάτες, κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο, στην Αυστραλία για να εκτίσουν τις ποινές τους. Εκείνη την εποχή η χώρα των καγκουρό χρησιμοποιούνταν ως βρετανική ποινική αποικία, όπου μεταφέρονταν εγκληματίες που είχαν καταδικαστεί για παραβάσεις του νόμου.
Το ταξίδι στην Αυστραλία, ήταν ένα είδος τιμωρίας από μόνο του, καθώς διαρκούσε περίπου 100 μέρες. Το «Norfolk» απέπλευσε από το λιμάνι του Speedhead στη νότια Αγγλία στις 29 Μαΐου 1829.
Οι διαταγές ήταν να πλεύσουν στη Βαλέτα της Μάλτας, για να παραλάβουν 201 Βρετανούς κατάδικους και να κατευθυνθούν στην Αυστραλία.
Οι κρατούμενοι στο πλοίο «Norfolk», όπως αναφέρει το greekreporter, ήταν από διάφορες χώρες, όπως η Βρετανία, η Μάλτα, η Ελλάδα και η Τζαμάικα.
Οι 7 Έλληνες ναυτικοί δεν μιλούσαν αγγλικά και κρατήθηκαν στο δεύτερο αμπάρι του πλοίου, όπου βίωσαν τις φρικτές καιρικές συνθήκες του τεράστιου υπερειρηνικού ταξιδιού.
Η επιστροφή από την Αυστραλία στην Ελλάδα
Έπειτα από διπλωματικές και άλλες κυβερνητικές ενέργειες, το 1837 οι 7 ναυτικοί έλαβαν την απόλυτη χάρη και η Αυτοκρατορική Κυβέρνηση συμφώνησε να καλύψει το κόστος της επιστροφής τους στην Αγγλία, ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Δύο από αυτούς ο Αντώνης Μανώλης και ο Γκίκας Βούλγαρης αποφάσισαν να παραμείνουν στη βρετανική αποικία, ενώ οι άλλοι πέντε Γεώργιος Βασιλάκης, Γεώργιος Λαρίτσος, Δαμιανός Νίνης, Νικόλαος Παπανδρέας και Κωνσταντίνος Στρόμπολης επέστρεψαν στην Ελλάδα.
Ο Μανώλης έκανε οικογένεια στην Αυστραλία κι έγινε αγρότης. Ο τάφος του υπάρχει ακόμα στη Νέα Νότια Ουαλία στο χωριό Πίκτον, περίπου 100 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Σίδνεϊ.
Γνωστός ως «Antonios Manolis» , είναι καταγραμμένος σαν «Αντώνιος του Μανώλη» στα επίσημα έγγραφα του αυστραλιανού κράτους.
Πέρασε τα δύο τρίτα της ζωής του στην περιοχή του Γουολοντίλι και αναπαύεται στο Κοιμητήριο του Άνω Πίκτον από το 1880.
Οι επόμενοι Έλληνες στην Αυστραλία
Οι επόμενοι Έλληνες που έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή στην Αυστραλία ήταν επίσης ναυτικοί που εγκατέλειψαν τα πλοία τους στα αυστραλιανά ύδατα όταν άκουσαν για την ανακάλυψη χρυσού στην ήπειρο της Ωκεανίας.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους μετανάστες από την Ελλάδα είδαν την παραμονή τους στη νέα χώρα ως προσωρινή, με σκοπό να επιστρέψουν τελικά στην πατρίδα τους και τις οικογένειές τους. Αυτός ήταν ο λόγος που ελάχιστες γυναίκες είχαν ταξιδέψει μαζί τους.
Τον Μάιο του 1898 μπήκε στο Σίδνεϊ ο θεμέλιος λίθος για την πρώτη Ελληνορθόδοξη Εκκλησία στην Αυστραλία. Ο Ναός ήταν αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα.
Στην Μελβούρνη το 1900 ιδρύθηκε η πρώτη αποκλειστικά ελληνόφωνη Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Το 1901, η Αυστραλιανή Απογραφή κατέγραψε 878 Αυστραλούς πολίτες που γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Πολλοί Ελληνοαυστραλοί ήταν ιδιοκτήτες ή υπάλληλοι σε καταστήματα και εστιατόρια, ενώ άλλοι δούλευαν σε ορυχεία, χωράφια ή εργοστάσια.
Ο αριθμός των Ελλήνων στην Αυστραλία έφτασε τους 2.000 το 1911 και η πρώτη ελληνόφωνη εβδομαδιαία εφημερίδα κυκλοφόρησε το 1913.
Μέχρι το 1947, ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία έφτασε τις 12.000. Η ελληνική μετανάστευση στην Αυστραλία συνέχισε να αυξάνεται, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1950 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η αυστραλιανή κυβέρνηση παρείχε βοήθεια σε δεκάδες χιλιάδες Έλληνες.
Η πιο σημαντική ροή μεταναστών από τη χώρα μας σημειώθηκε τη δεκαετία του 1960, τόσο για οικονομικούς λόγους (ανεργία), όσο και για πολιτικούς καθώς η Χούντα των Συνταγματαρχών έσφιγγε τον κλοιό γύρω από την Ελλάδα από το 1967 και έπειτα.
Μελβούρνη η 7η πολυπληθέστερη «ελληνική» πόλη στον κόσμο
Πλέον, η ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας είναι μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές κοινότητες στον κόσμο. Το 2021, 424.750 άτομα δήλωσαν πως έχουν ελληνική καταγωγή (είτε αποκλειστικά, είτε σε συνδυασμό με άλλη καταγωγή).
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η Μελβούρνη είναι η έβδομη μεγαλύτερη ελληνική πόλη (όσον αφορά τον ελληνόφωνο πληθυσμό) στον κόσμο, πίσω από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, την Πάτρα, τη Λευκωσία και τη Λεμεσό.
Γεγονός πάντως είναι ότι η ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης είναι ο μεγαλύτερος ελληνόφωνος πληθυσμός εκτός Ελλάδας και Κύπρου. Η Μελβούρνη έχει έξι αδελφές πόλεις, εκ των οποίων η τρίτη, η Θεσσαλονίκη, ιδρύθηκε το 1984. Αυτή η συμβολική σχέση αναγνωρίζει τη μεγάλη και δυναμική ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης και συμβάλλει στην ενίσχυση των πολλών ομοιοτήτων μεταξύ αυτών των δύο μεγάλων λιμενικών πόλεων.