Καταραμένο πράγματι πάθος είναι η έπαρση, που αποτελείται από τη σύνθεση δύο κακών, της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας. Από αυτά, η υπερηφάνεια αρνείται την Αιτία της αρετής και της φύσεως, ενώ η κενοδοξία και τη φύση και αυτή την αρετή τις κάνει νόθες. Γιατί τίποτε δεν κάνει ο υπερήφανος κατά το θέλημα του Θεού, και τίποτε δεν κάνει κατά φύση ο κενόδοξος.
Είναι ιδίωμα της υπερηφάνειας να αρνείται ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός της αρετής και της φύσεως. Και ιδίωμα της κενοδοξίας να δέχεται διακρίσεις στη φύση των ανθρώπων ώστε να υποτιμά ορισμένους. Φυσικό γέννημά τους είναι η έπαρση, που είναι σύνθετη έξη κακίας και περιέχει θεληματική άρνηση του Θεού και άγνοια της φυσικής ισοτιμίας όλων.
Η έπαρση είναι μείγμα υπερηφάνειας και κενοδοξίας. Δείχνει καταφρόνηση στο Θεό κατηγορώντας βλάσφημα την πρόνοιά Του, ενώ έχει αλλοτρίωση προς τη φύση, που την κάνει όλα τα φυσικά να τα μεταχειρίζεται παρά φύση, ώστε να καταστρέφει με αυτή τη κακή χρήση την ωραιότητα της φύσεως.
Εκείνος που δε διαβαίνει νοερά προς την εσωτερική πνευματική και θεία ωραιότητα που κρύβεται στο γράμμα του Νόμου, αυτός δημιουργεί τη φιλήδονη σχέση της προαιρέσεως, δηλαδή την προσκόλληση στα κοσμικά και τη φιλοκοσμία, καθώς η μάθησή του βασίζεται μόνο στα λόγια.
Οι Άγιοι έφτασαν να γίνουν αγαθοί και φιλάνθρωποι, σπλαχνικοί και οικτίρμονες, και έπεισαν τους εαυτούς των να έχουν την ίδια διάθεση αγάπης προς όλο το ανθρώπινο γένος. Με την αγάπη αυτή έγιναν κάτοχοι για όλη τους τη ζωή του πιο εξαιρετικού απ’ όλα τα αγαθά, δηλαδή της ταπεινώσεως, η οποία φυλάει τα αγαθά και καταστρέφει τα κακά. Και έτσι δεν κυριεύτηκαν από κανέναν από τους πειρασμούς που τους ενοχλούσαν, ούτε από τους εκούσιους που είναι στην εξουσία μας, ούτε από τους ακούσιους που δεν είναι στο χέρι μας. Αυτό το πέτυχαν με το να καταμαραίνουν με την εγκράτεια τις επαναστάσεις των εκουσίων πειρασμών, και με το να αποκρούουν τους ακούσιους με την υπομονή.
~ Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, ΤΟΜΟΣ Β’, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ)