Τις παραβολές τις χρησιμοποιεί ο Χριστός, για να μας δείξει τον δρόμο προς την σωτηρία, πώς να γίνουμε σιγά σιγά καλύτεροι χριστιανοί, με σκοπό να γευτούμε με όλη μας την ψυχή την Αιώνιο Ζωή.
Έτσι, στη σημερινή ευαγγελική περικοπή από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο κεφάλαιο 16 στίχοι 19-31 υπήρχαν δύο άνθρωποι τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο ένας ήταν ο «Λάζαρος ο πλούσιος», ο οποίος ήταν πάμπλουτος, ό,τι ήθελε το έπαιρνε, εκμεταλλευόταν ακόμα και τους συνανθρώπους και τούς έκανε υπηρέτες του, ενώ δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τους φτωχούς συμπολίτες του. Κατέληξε με τόσα χρήματα να αγαπά εκείνα και τον εαυτό του παρά τον Θεό : «Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἄνθρωπος δὲ τὶς ἢν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς.»
Από την άλλη, υπήρχε ένας άντρας ηλικιωμένος, ο «Λάζαρος ο φτωχός». Πάμφτωχος ών έτρωγε μόνο ό,τι έπεφτε από τα φαγητά του πλουσίου. Μέχρι και τα σκυλιά του έγλυφαν τις πληγές από τα πόδια του, όπως αναφέρει και το Ευαγγέλιο «ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ».
Ο θάνατος ήρθε και στους δύο, διότι όπως αναφέρει και η νεκρώσιμη ακολουθία «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος». Όταν επέρχεται ο θάνατος, επέρχεται, όμως, σε όλους. Ο Χριστός θέλει να δει τον εσωτερικό μας πλούτο και όχι τον εξωτερικό μας.
Ο Λάζαρος ο φτωχός κατέληξε εις την άνω Ιερουσαλήμ, στον γλυκό παράδεισο, όπως λέγει το Ευαγγέλιο της ημέρας : «Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ». Ο Λάζαρος ο πλούσιος, όμως, κατέληξε εις το Άδη. Καιγόταν όλο του το σώμα και ζήτησε από τον Αβραάμ να στείλει τον ενάρετο φτωχό να του δώσει λίγο νερό. Τίποτα σπουδαίο μόνο λίγο νερό, για να βρέξει λίγο το στόμα του, διότι τα χείλη του ήταν ξερά από τις φλόγες της κολάσεως που τον περιστοίχιζαν («Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· Πάτερ ‘Ἀβραάμ, ἐλέησον μὲ καὶ πέμψον Λάζαρον, ἵνα βάψη τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.») , αλλά ο πατέρας Αβραάμ αποκρίθηκε στον Λάζαρο με ένα « Θυμήσου» ! Μεγάλη λέξη, η οποία θύμισε έτσι στον πλούσιο ότι είχε τα πάντα, δεν του έλειπε τίποτα, σε αντίθεση με τον φτωχό, ο οποίος δεν είχε τίποτα. Μπορεί να ήταν ζητιάνος, αλλά είχε κάτι πολύ σημαντικό, κάτι πολύ παραπάνω από τα χρήματα και τις σαρκικές ηδονές , που δεν κατείχε ο πλούσιος. Ήταν η βαθειά του πίστη. Η πίστη ΣΩΖΕΙ!
Παρατηρούμε σε αυτό το κομμάτι του ευαγγέλιο : «Ἐρωτῶ οὖν σέ, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφοὺς- ὅπως διαμαρτυρῆται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας – ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.» Μίαν αντίθεση, η οποία δείχνει τον αμαρτωλό πλούσιο να αδιαφορεί εν ζωή για όλους, αλλά την υστάτη και δύσκολη στιγμή θυμήθηκε τα αδέλφια του και προσπαθεί να πείσει τον Αβραάμ να στείλει τον πιστό Λάζαρο στα αδέλφια του, για να μετανοήσουν, για να μην οδηγηθούν και εκείνα με την σειρά τους στην ίδια θέση, αλλά ο Αβραάμ του αποκρίθηκε ότι πρέπει ακολουθούν τον λόγο των προφητών και του Μωυσέως. Μόνο τότε μπορούν να οδηγηθούν στην Αιώνια Ζωή.
Διαβάζοντας αυτή την παραβολή θα πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος όταν έχει πολλά χρήματα και αδιαφορεί για το κοινό καλό και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι ο εαυτός του και τα σαρκικά πάθη, χάνει αυτόματα την Βασιλεία των Ουρανών, αλλά, αν μοιάσουμε και έχομεν ως πρότυπο ζωής, ως υπόδειγμα, τον Λάζαρο τον φτωχό, τότε μπορούμε να οδηγηθούμε εις τον γλυκύτατο παράδεισο.
Αμήν!