Κορνέλιος Κοντρεάνου και «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ» – Ο μυστικισμός του υπερεθνικισμού

Κωνσταντίνος Τσοπάνης

Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων.

Γεννημένος στις 13 Σεπτεμβρίου του έτους 1889 στο Ιάσιο της Μολδαβίας, ο Κορνέλιος Ζέλεα Κοντρεάνου (1899-1938) έμελλε να σημαδεύσει με την σύντομη παρουσία του μια από τις πλέον ταραγμένες περιόδους της νεώτερης πολιτικής ιστορίας της χώρας του, εκείνη του μεσοπολέμου. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής της γερμανικής γλώσσας και ένθερμος οπαδός του Εθνικισμού, ενός εθνικισμού που εξέθρεψαν υπέρμετρα οι απροσδόκητες επιτυχίες της Ρουμανίας μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο.

Τον Αύγουστο του 1916, τρεις μόλις ημέρες μετά την είσοδο της Ρουμανίας στον Α΄Π.Π., την οποία τρέμοντας από συγκίνηση είχε ακούσει να αναγγέλλουν οι καμπάνες των εκκλησιών της Μολδαβίας, ο νεαρός Κορνέλιος, ωθούμενος από μια υπέρμετρη πατριωτική έξαρση εγκατέλειψε την οικογένεια του, και διασχίζοντας πεζός ολόκληρη την Μολδαβία έως τα Καρπάθια, έφτασε στο σύνταγμα με το οποίο πολεμούσε ο πατέρας του ως έφεδρος αξιωματικός. Τότε ήταν δεκαέξι ετών, τα δεκαεπτά τα συμπλήρωσε στο μέτωπο. Καθώς όμως ο πόλεμος δεν είχε νικηφόρο έκβαση για τα ρουμανικά στρατεύματα ο συνταγματάρχης Πιπερέσκου, διοικητής του συντάγματος στο οποίο ανήκε ο πατέρας του δεν ήθελε πια να φέρει την ευθύνη του εφήβου που βάδιζε μαζί με το σώμα χωρίς να έχει καταταγεί. Κατά συνέπεια ο πατέρας του, που είχε ήδη τραυματισθεί, υποχρεώθηκε να τον στείλει πίσω στο σπίτι. Ο Κορνέλιος Κοντρεάνου αφού παρέδωσε το τουφέκι και τις φυσιγκιοθήκες επέστρεψε απογοητευμένος στην οικογένεια του. Έτσι έληξε το πρώτο πατριωτικό ξέσπασμα εκείνου ο οποίος, μέσα σε λίγα χρόνια, θα δημιουργούσε μια από τις πιο ασυνήθιστες κινήσεις της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη. Ο πόλεμος ήταν για αυτόν η εμπειρία μιας σύντομης σύρραξης -μόλις δύο μηνών- που περιορίστηκε πραγματικά στην ασήμαντη ρουμάνικη επίθεση στα όρια της Τρανσυλβανίας.

Με όλα ταύτα, το συμβάν αυτό τον σημάδεψε για το υπόλοιπο της ζωής του. Λίγο αργότερα, την 1 Σεπτεμβρίου του 1917, εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή Πεζικού του Μποτοσάνι με την ελπίδα να τελειώσει έγκαιρα τις σπουδές του για να επιστρέψει στο μέτωπο. Οι αυταπάτες του όμως διασκορπίστηκαν εκ νέου. Τέσσερις μήνες αργότερα, η Ρουμανία φάνηκε υποχρεωμένη να κλείσει ανακωχή με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ο Κοντρεάνου δεν θα είχε πια την ευκαιρία να συμμετέχει στον Μεγάλο Πόλεμο. Τον Ιούλιο του έτους 1918 αποφοίτησε, μαζί με την τάξη του, από την Στρατιωτική Σχολή με τον βαθμό του υπολοχαγού. Ο πόλεμος όμως στον οποίο ήθελε να δοξαστεί είχε ήδη τελειώσει και όπως σχολίασε και ο ίδιος με λύπη, «η ειρήνη διασκόρπισε στα σπίτια τους τα παιδία που ήταν έτοιμα να πεθάνουν για την πατρίδα!».

Το 1919 εγγράφηκε στην Νομική Σχολή του πανεπιστημίου του Ιασίου με σκοπό να γίνει δικηγόρος και το 1922 πήγε στην Ιένα για μεταπτυχιακές σπουδές. Ομιλούσε ήδη τέλεια την Γερμανική γλώσσα και μπορούσε να δημιουργήσει μια λαμπρή δικηγορική καριέρα. Όμως το ανήσυχο πνεύμα του δεν ήταν δυνατόν να περιοριστεί στα στενά πλαίσια του δικηγορικού επαγγέλματος. Έτσι στράφηκε στην πολιτική από πολύ νωρίς. Από τα φοιτητικά του χρόνια συμμετείχε στην ανικομμουνιστική κίνηση του εργάτη Κωνσταντίν Πάνκου στην οποία έδωσε νέα πνοή και το 1923 ίδρυσε τον «Σύνδεσμο Εθνικής Χριστιανικής Άμυνας» πείθοντας ταυτοχρόνως τον πανεπιστημιακό καθηγητή Αλέξανδρο Κούζα να αναλάβει την προεδρεία του νέου σχηματισμού. Το επόμενο έτος ίδρυσε την νεανική οργάνωση «Αδελφοί του Σταυρού» η οποία με την εθνικιστική ιδεολογική της τοποθέτηση έτυχε ευρείας απήχησης σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της νεολαίας. Η προσωπική του φήμη αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε όταν στις 13 Ιουνίου του 1924 νυμφεύεται την Έλενα Ιλινόϊου στο παραμυθένιο γάμο του συμμετείχαν πάνω από εκατό χιλιάδες άτομα φορώντας παραδοσιακές στολές. Ο γάμος του κινηματογραφήθηκε για προπαγανδιστικούς κυρίως σκοπούς.

Όμως την ίδια στιγμή τόσο τα ανάκτορα όσο και η κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα είχαν αρχίσει να ανησυχούν από την παρουσία του στην πολιτική ζωή. Ο βασιλιάς Κάρολος Β΄, που είχε γίνει στόχος του Κοντρεάνου λόγω των ατασθαλιών του, και τα κόμματα που έβλεπαν να χάνουν σχεδόν όλη την Μολδαβία από την εκλογική τους πελατεία άρχισαν να μην βλέπουν με καλό μάτι τις εξελίξεις. Η κυβέρνηση διέταξε την καταστροφή της κινηματογραφικής ταινίας καθώς και όλων των αντιγράφων της. Την καταστροφή ανέλαβε και διεκπεραίωσε με επιτυχία το υπουργείο Εσωτερικών. Από αυτήν την στιγμή αρχίζουν και οι πρώτες διώξεις εναντίον του Κοντρεάνου. Από το 1925 και για δύο περίπου χρόνια ο πολιτικός κόσμος της Ρουμανίας θα «γλιτώσει» από την παρουσία του μιας και εκείνος φεύγει με την σύζυγο του για την Γκρενόμπλ της Γαλλίας όπου εκπονεί στο εκεί πανεπιστήμιο το διδακτορικό του στην Νομική επιστήμη.

Η ίδρυση της Σιδηράς Φρουράς.

Στις 24 Ιουνίου του έτους 1927, επιστρέφοντας στην χώρα ίδρυσε μαζί με μια ομάδα άλλων νεαρών φοιτητών στο Ιάσιο της Μολδαβίας τη «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ» που από το 1930 έγινε γνωστή με την επωνυμία «Σιδηρά Φρουρά». Η αλλαγή της ονομασίας κατέστη αναγκαία λόγω του ότι το 1929 η οργάνωση κηρύχτηκε εκτός νόμου από την κυβέρνηση. Και οι δύο ονομασίες της καταδεικνύουν τον στρατιωτικό χαρακτήρα της οργάνωσης. Επρόκειτο για μια εθνικιστική οργάνωση νέων, με άκρως στρατιωτική δομή, η οποία ήταν βασισμένη στα πρότυπα της εθνικοσοσιαλιστικής νεολαίας του Χίτλερ. Ο ίδιος ο γερμανομαθής ιδρυτής της άλλωστε, ποτέ δεν έκρυψε, όχι μόνο τον θαυμασμό του αλλά και την αφοσίωση του στον Γερμανό ηγέτη. Καθ’ όλη την διάρκεια της δράσης του ποτέ δεν έπαυσε να βρίσκεται σε συχνή επαφή με το ναζιστικό κόμμα. Ήδη από τις 9 Φεβρουαρίου του 1920 είχε δημοσιεύσει στο Ιάσιο το «Πιστεύω του Χριστιανικού Εθνικοσοσιαλισμού». Την ιδεολογία της Σιδηράς Φρουράς την στήριξε σε τρεις θεμελιώδεις άξονες: τον εθνικισμό, την Ορθοδοξία και τον αντισημιτισμό. Έθεσε δε από την αρχή ως στόχο της την «με κάθε μέσον προστασία του έθνους και της θρησκείας». Ο ίδιος, ως ιδρυτής της, ανακηρύχθηκε ισόβιος αρχηγός με τον τίτλο του «Καπιτάν». Σκοπός του δεν ήταν να δημιουργήσει ένα επιπλέον κόμμα του αστικό-δημοκρατικού πολιτικού στερεώματος της εποχής του, αλλά μια στρατιωτική οργάνωση μαχητών έτοιμη για πόλεμο και για θάνατο.

Ο Αρχηγός.

Υπέρτατος και αδιαμφισβήτητος αρχηγός ο ίδιος, καλλιέργησε την απεριόριστη προσωπολατρία καθώς και την τυφλή πειθαρχία. «Να έρθουν στις γραμμές μας εκείνοι που πιστεύουν απεριόριστα. Να μείνουν έξω εκείνοι που έχουν αμφιβολίες», έγραφε ο Κοντρεάνου στο βιβλίο του «Για τους Λεγεωνάριους». Όσον αφορά τώρα τον ίδιο τον Κοντρεάνου επρόκειτο για μια χαρισματική προσωπικότητα της οποίας ο πολιτικός λόγος και τα πιστεύω εξέφραζαν έναν ακραίο εθνικισμό. Ως ικανός χειριστής του λόγου ήξερε να παρασύρει και να πείθει. Το ευειδές παρουσιαστικό του μάλιστα τον βοηθούσε πολύ σε αυτό. Λεπτός, μελαχρινός με λατινικά μεσογειακά χαρακτηριστικά είχε το προφίλ του ηγέτη και ήξερε καλά να δημιουργεί και να χειρίζεται τις εντυπώσεις. Στην επαρχία εμφανιζόταν έφιππος και φορώντας την παραδοσιακή ενδυμασία της χώρας του φάνταζε στα μάτια του αγροτικού πληθυσμού σαν τον μυθικό τους πρίγκιπα, τον Φατ Φρουμός, που θα λύτρωνε το γένος του από τις αδικίες και τα βάσανα και θα το οδηγούσε ξανά σε ημέρες προγονικής δόξας. «Ήταν σαν τον ίδιο τον Αρχάγγελο! αναφώνησε έκπληκτη μια γριά καθώς τον αντίκρισε έφιππο και ευθυτενή μπροστά στην εκκλησία ενός χωριού την στιγμή που ετοιμαζόταν να μιλήσει στον κόσμο.», έγραψε όλο θαυμασμό κάποιος Εβραίος που έτυχε σε μια από τις συγκεντρώσεις της Σιδηράς Φρουράς. Στην πρωτεύουσα όμως, εγκατέλειπε την φολκλόρ περιβολή και εμφανιζόταν ντυμένος με ένα λιτό κοστούμι έχοντας την κόμη του επιμελώς ατημέλητη. Το περιεχόμενο των λόγων του ωστόσο ήταν πάντοτε το ίδιο. Μιλούσε πάντα για την «Ανάσταση της φυλής» και τον «μεγάλο προορισμό του χριστιανικού έθνους» που για να σταθεί άξιο της αποστολής του έπρεπε «να μείνει μακριά από την αθεΐα και να αποβάλλει από τους κόλπους του κάθε προδότη». Τα λόγια του σαγήνευαν το πλήθος που ως επί το πλείστον είχε ενστερνισθεί την ιδεολογία του εθνικισμού.

Οι λόγοι που εξέθρεψαν την δεδομένη περίοδο, αυτόν τον ακραίο εθνικισμό στην Ρουμανία ήσαν πολλοί. Κύριο ρόλο όμως, όπως είπαμε και στην αρχή, έπαιξαν οι ανέλπιστες επιτυχίες της χώρας με το τέλος του Α΄Π.Π. Η χώρα μετά από δύο έτη αμφιβόλου ουδετερότητας, αποφάσισε πιεζόμενη από την τσαρική Ρωσία καθώς και από την Ιταλία, να μπει στον Μεγάλο Πόλεμο στις 15 Αυγούστου 1916. Τα στρατεύματα της πέρασαν τα σύνορα στα Καρπάθια και άρχισαν να προωθούνται στην περιοχή της Τρανσυλβανίας, η οποία τότε βρισκόταν στα χέρια της Αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας. Ακολούθησαν μια σειρά ήττες που έφεραν την χώρα στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Μ’ όλα ταύτα μετά την λήξη του πολέμου η Ρουμανία λόγω της, έστω και σύντομης συμμετοχής της, σε αυτόν με την πλευρά των νικητών απέκτησε το δικαίωμα να παρακαθίσει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Εξήλθε μάλιστα από αυτές, την άνοιξη του έτους 1918 με τη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου, με τα μεγαλύτερα οφέλη από κάθε άλλη εμπλεκόμενη χώρα της Χερσονήσου του Αίμου. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι όχι μόνον είχε βγει νικήτρια από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά είχε τριπλασιάσει την εδαφική της επικράτεια, σε βάρος μάλιστα της άλλοτε κραταιάς Αυστροουγγαρίας και της Σοβιετικής Ένωσης, και είχε διπλασιάσει τον πληθυσμό της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, βρέθηκε το 1919, με εντολή των συμμάχων της, να έχει καταλάβει ακόμα και την Βουδαπέστη καταλύοντας το κράτος των παραδοσιακών της εχθρών, των Μαγυάρων.

Η «Μεγάλη Ρουμανία» από το 1920, – όπως την ονόμαζαν οι εθνικιστές θυμίζοντας το Grossdeutschland– αποτελούνταν από μια συσσώρευση αστρονομικών ποσών, αλλά και από την ένωση της χώρας με τις επαρχίες που διεκδικούσε για μακρά χρονικά διαστήματα και οι οποίες μέχρι τότε ήταν στα χέρια αυτοκρατοριών που διαλύθηκαν: η Βεσσαραβία, αποσπασμένη από την Ρωσία, και η Τρανσυλβανία, η Βουκοβίνα και το Βανάτο, κληρονομημένα από την Αυστρο-Ουγγαρία. Στην σύντομη περίοδο των δύο ετών, η μικρή χώρα, ανεξάρτητη μόλις από το 1877, έγινε με μιας μια δύναμη την οποία έπρεπε όλοι να υπολογίζουν στον χώρο της μεσανατολικής Ευρώπης και της Χερσονήσου του Αίμου. Δηλαδή σε έναν χώρο όπου οι διαλελυμένες αυτοκρατορίες, αντικαταστάθηκαν από ένα πλήθος νέων ανεξαρτήτων κρατών.

Από την άλλη, παρόλη την ευφορία της νίκης και την άμετρη συσσώρευση πλούτου στο Βουκουρέστι, που λόγω αυτής ακριβώς της χλιδής του είχε φτάσει να αποκαλείται «Παρίσι των Βαλκανίων», υπήρχε μια έντονη αίσθηση του κινδύνου που ελλόχευε στον Βορρά. Η επαναστατημένη, κομμουνιστική πλέον Σοβιετική Ένωση απειλούσε πολλαπλώς την ευημερούσα ημιφεουδαρχική και αστική κοινωνία του Ρουμανικού βασιλείου. Οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες που κατέφθαναν καθημερινά από την Σοβιετική Ένωση έκαναν όχι μόνον τους ευγενείς και τους αστούς αλλά και μεγάλο μέρος του λαού να ανατριχιάζει από φόβο με τις διηγήσεις τους για τα όσα συνέβαιναν πίσω από τα σύνορα. Αλλά και επίσημα οι Σοβιετικοί έγειραν διεκδικήσεις για τις πέραν του ποταμού Προύθου ρουμανόφωνες περιοχές της Μολδαβίας, που με το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου είχαν περιέλθει στην κυριαρχία των Ρουμάνων. Επίσης οι ίδιοι Σοβιετικοί με την προσπάθεια «εξαγωγής της επανάστασης» απειλούσαν και πολιτικά πια «εκ των ένδον» την καθεστηκυία τάξη της χώρας. Χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής ήταν το γεγονός ότι σε μια απεργία στα εργοστάσια «Νικολίνα» στο Ιάσιο, το 1919, οι απεργοί αντικατέστησαν την εθνική τους σημαία με το σφυροδρέπανο. Ο εχθρός ήταν διττός, εθνικός και ιδεολογικός.

Ο κίνδυνος λοιπόν που εκπροσωπούσε, για πολλούς Ρουμάνους, η γειτονική τους Σοβιετική Ένωση έκανε ώστε όλο και περισσότεροι να ακούνε τα κηρύγματα του Κοντρεάνου με συμπάθεια. Εκείνος πάλι, απευθυνόμενος κυρίως στον ανήσυχο φοιτητικό κόσμο αλλά και σε κάθε είδους πολιτικά και εθνικά δυσαρεστημένους και εκμεταλλευόμενος κατάλληλα την πολιτική σήψη και παρακμή της χώρας του κατάφερε να προσελκύσει στις τάξεις της οργάνωσης του αρκετούς συμπατριώτες του, νέους αλλά και μεγαλύτερους στην ηλικία, οι οποίοι είχαν απογοητευθεί από την σύγχρονή τους πολιτική πραγματικότητα. Έτσι ανάμεσα στους οπαδούς του κατάφερε να συγκαταλέξει προσωπικότητες όπως ο επιφανής καθηγητής φιλοσοφίας του πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου Νάε Ιονέσκου, ο διεθνούς φήμης θρησκειολόγος Μίρτσεα Ελιάντε, ο επίσης διεθνούς φήμης φιλόσοφος Εμίλ Γκιοράν, ο μεγάλος λογοτέχνης Βίρτζιλ Γκεοργκίου και άλλοι. Επίσης τα κηρύγματά του βρήκαν μεγάλη απήχηση στις τάξεις του στρατού και πολλοί στρατιωτικοί έγιναν μέλη της Σιδηράς Φρουράς. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον Φαναριώτη στρατηγό και ήρωα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, Γεώργιο Καντακουζηνό-Γκρανιτσέρου ο οποίος έμεινε πιστός στην Σιδηρά Φρουρά μέχρι τον θάνατο του, καθώς και τον κατοπινό πρωθυπουργό, στρατάρχη Ίων Αντωνέσκου.

Η ιδεολογία. Ένας υπερεθνικιστικιστός μυστικισμός.

Η κινδυνολογία όμως δεν αρκούσε για τον Κοντρεάνου. Για να έχει μέλλον η προσπάθειά του ήθελε να στηρίξει την οργάνωση του σε πολύ πιο σταθερές βάσεις. Έγκαιρα κατάλαβε ότι προκειμένου να δημιουργήσει πιστούς-φανατικούς οπαδούς τού χρειαζόταν και μια μεταφυσική αναφορά, μια πίστη. Έθεσε λοιπόν την οργάνωση του υπό την προστασία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και της έδωσε έναν βαθύ θρησκευτικό χαρακτήρα. Χρησιμοποίησε τον Χριστιανισμό μετατρέποντας τον σε ιδεολογία, αλλά και αυτό δεν του έφτανε. Έτσι δημιούργησε έναν ιδιότυπο ορθόδοξο μυστικισμό ενώνοντας δύο θεμελιωδώς αντίθετες ιδεολογίες. Αυτή του Εθνικισμού που στην βάση της είχε την απόρριψη και την εκμηδένιση του αντιπάλου και εκείνη του Χριστιανισμού που αντιθέτως βασίζεται στην αγάπη, στην αλληλοκατανόηση, την ειρήνευση και την συγχώρεση. Επρόκειτο για μια αθέλητη παρανόηση ή για μια αίρεση; Κανείς δεν ξέρει. Το γεγονός ήταν ότι το δημιούργημά του απέδωσε καρπούς. Μέσα από το βιβλίο του: «Για τους Λεγεωνάριους», κήρυττε έναν έντονο μεσσιανισμό. Μιλούσε για την βεβαιότητα της Ανάστασης που ακολουθεί την σταύρωση, για την φως της ημέρας που πάντα διαδέχεται τα σκοτάδια της νύχτας και για την τελική νίκη και την σωτηρία που πάντα έρχεται ως αποτέλεσμα και άνωθεν επιβράβευση των αγώνων κάθε πιστού χριστιανού.

Στηριζόμενος σε αυτόν τον ιδιότυπο ορθόδοξο μυστικισμό κατόρθωσε να μετατρέψει τους Λεγεωνάριους σε ένα είδος χριστιανού ασκητή στρατιώτη, κάτι παρόμοιο με τους ιππότες των Σταυροφοριών. Οι Λεγεωνάριοι εγκαθίσταντο για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε στρατόπεδα της Σιδηράς Φρουράς οργανωμένα με βάση τις στρατιωτικές δομές όπου ζούσαν ασκητική και λιτή ζωή, τηρούσαν αυστηρή πειθαρχία και εργάζονταν ανιδιοτελώς προς όφελος της Λεγεώνας. Ο Κοντρεάνου στην πραγματικότητα δημιουργούσε ένα στρατό που είχε καταφέρει να τον πείσει ότι ο αγώνας τους είχε μεταφυσική χροιά αφού, όπως πίστευαν, πολεμούσαν για την εφαρμογή του θεϊκού σχεδίου στον κόσμο. Για την επικράτηση της αρετής έναντι της αμαρτίας, της πίστης έναντι της αθεΐας. Άρα, η μετά θάνατον σωτηρία τους ήταν δεδομένη ως ανταπόδοση του αγώνα τους σε αυτήν τη ζωή. Έτσι, τους μετέτρεψε σε πειθήνια όργανά του που ήσαν έτοιμα όχι μόνο να πολεμήσουν αλλά και να πεθάνουν, χωρίς δισταγμό, για τα ιδανικά τους και για τον αρχηγό τους. Στο μέλλον θα αποδείκνυαν πολλές φορές αυτήν τους την ετοιμότητα.

Η επίσημη Εκκλησία αντιδρώντας στην διαστρέβλωση της διδασκαλίας της, είχε αποκηρύξει, δια στόματος του πολιτικοποιημένου πατριάρχη Μύρωνος Κριστέα, τον ιδιόρρυθμο «ορθόδοξο εθνικοσοσιαλισμό» του Κοντρεάνου καθώς και την Σιδηρά Φρουρά. Με εντολή του ίδιου του πατριάρχη απαγορευόταν η είσοδος τους στις εκκλησίες. Ο πατριάρχης όμως βρισκόταν πολύ μακριά από το λαϊκό συναίσθημα και όσο ο εποφθαλμιών τον πρωθυπουργικό θώκο αρχιερέας απεκύρησσε την Σιδηρά Φρουρά όλο και περισσότεροι κληρικοί εισέρχονταν στις τάξεις της. Ο Κοντρεάνου στην στάση του πατριαρχείου απέναντί του απαντούσε με τα λόγια του Μπερδιάγεφ: «Η τραγωδία της Ιστορίας συνίσταται εις το εξής: Ο αληθινός Χριστιανισμός δεν μπορεί να βασιλεύσει στη γη διότι την εξουσία του κόσμου τούτου την έχουν οι ψευτο-χριστιανοί.» Οι Λεγεωνάριοι με τον φανατισμό του νεοφώτιστου ακολουθούσαν τυφλά την μυστικιστική διδασκαλία τού αρχηγού τους αγνοώντας προκλητικά την επίσημη Εκκλησία.

Εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο. Μια αιματηρή πορεία.

Η εποχή του μεσοπολέμου, για την Ρουμανία όπως και για όλες τις Βαλκανικές χώρες, ήταν μια εποχή εναλλασσόμενων δικτατοριών και πολιτικής αστάθειας, που οι αλλεπάλληλες δολοφονίες «την έπνιξαν στο αίμα». Αυταρχικές και δικτατορικές κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη. Σε αυτήν ακριβώς την εποχή έκανε την εμφάνιση της στο πολιτικό σκηνικό και η Σιδηρά Φρουρά διεκδικώντας με δυναμικό τρόπο μια θέση στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας. Ο ίδιος ο Κοντρεάνου είχε πει : «σε μια φασαρία όπου όλοι μιλούν και κανείς δεν ακούει κανέναν, αν θες να τραβήξεις την προσοχή, ρίξε μια πιστολιά». Κατά τον ίδιο τρόπο η Σιδηρά Φρουρά έδινε το πολιτικό της παρόν με πολύ δυναμικές και πολλές φορές αιματηρές διαδηλώσεις καθώς και με ακραία εθνικιστικιστικά συνθήματα. Η πολιτική της παρουσία ήρθε σαν μία αντίδραση στα «προδοτικά» μέτρα των κυβερνώντων τους οποίους απειλούσε με εκτέλεση. Τα μέλη της ήταν οργανωμένα με στρατιωτικό τρόπο ανά διμοιρίες και τηρούσαν τυφλή πειθαρχία προς τους ανωτέρους τους. Έτσι μπορούσαν να δρουν συντονισμένα και αποτελεσματικά. Σκοπός της ήταν «η σωτηρία της πατρίδας» και εχθροί της όλοι οι ξένοι που ζούσαν στην χώρα, από τους Εβραίους εμπόρους της Μολδαβίας μέχρι τους Φαναριώτες αριστοκράτες και λογίους που είχαν πλέον εκρουμανισθεί. Εχθροί τους ακόμα ήταν οι κομμουνιστές. Αυτοί όμως έρχονταν σε δεύτερη μοίρα αφού το κράτος τους είχε ήδη στραγγαλίσει. Από 2.000 μέλη που αριθμούσε κόμμα το 1922 έπεσε στα 1500 το 1931 και στα 1000 την εποχή του Β΄παγκοσμίου πολέμου. Αλλά και το ίδιο το Ρουμανικό κομμουνιστικό κόμμα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα όργανο της Μόσχας. Υπακούοντας στα κελεύσματά της και εξυπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα έπαιρνε αντεθνικές θέσεις. Με δύο αποφάσεις του δεν αναγνώριζε την ένωση των νεοαποκτηθέντων μετά τον πόλεμο εδαφών και ζητούσε είτε την αυτονόμηση τους (1928, αυτονόμηση της Δοβρουτσάς που πριν ανήκε στην Βουλγαρία), είτε την αποδοσή τους και πάλι στους πρώην κατόχους τους (1933, επιστροφή της Μπουκοβίνας στην Σοβιετική Ένωση). Κατόπιν αυτών, όπως είναι εύκολα κατανοητό, η απήχηση του στις μάζες ήταν μηδαμινή. Επιπλέον, από το 1924 το κράτος το είχε θέσει εκτός νόμου διότι αρνείτο να αναγνωρίσει την ένωση της Βεσσαραβίας με την Ρουμανία. Ο Κοντρεάνου λοιπόν, σε αντίθεση με τον Χίτλερ δεν είχε να αντιμετωπίσει στην πορεία του προς την εξουσία, το εμπόδιο μιας ισχυρής αριστεράς.

Στις εκλογές του Ιουλίου του 1932 και μετά από αλλεπάλληλους πολιτικούς αγώνες και εκλογικές μάχες, ο Κορνέλιος Κοντρεάνου κατάφερε, με το κόμμα «Όλα για την Πατρίδα», να κερδίσει πέντε έδρες στο Κοινοβούλιο. Ακολούθησε μια θριαμβευτική είσοδος και παρέλαση των Λεγεωναρίων από όλη την χώρα στην έκπληκτη πρωτεύουσα. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1937 το κόμμα του πήρε ένα μεγάλο αριθμό ψήφων και ήρθε δεύτερο σε δύναμη στο Βουκουρέστι και τρίτο στην υπόλοιπη επικράτεια. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη πολιτική νίκη που σημείωσε η Σιδηρά Φρουρά στην ιστορία της. Ο Κοντρεάνου σε συνέντευξη τύπου έσπευσε αμέσως να δηλώσει πως ήταν εναντίον των μεγάλων Δυτικών Δημοκρατιών και των Βαλκανικών Συνεργασιών και ότι δεν είχε καμμία εκτίμηση στην Κοινωνία των Εθνών. Τάχθηκε υπέρ της Ρώμης και του Βερολίνου και εναντίον του Μπολσεβικισμού, υποσχόμενος ότι μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες από την κατάληψη της εξουσίας θα συμμαχούσε με τον Άξονα μπαίνοντας στον πόλεμο. Πιο σαφής δεν μπορούσε να γίνει.

Τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, όπως ήταν φυσικό, δεν είδαν με καλό μάτι αυτούς τους «ανατροπείς του συστήματος» και την εκλογική επιτυχία τους και αντέδρασαν λαμβάνοντας μέτρα εναντίον τους. Η κυβέρνηση τους είχε κηρύξει παρανόμους, σαν οργάνωση, από τις 10 Δεκεμβρίου του 1933. Η κυβερνητική αυτή απόφαση τέθηκε σε ενέργεια ξανά και ακολούθησε το κλείσιμο των πολιτικών γραφείων της Σιδηράς Φρουράς καθώς και μια ατελείωτη σειρά συλλήψεων και δολοφονιών. Τα μέλη της Λεγεώνας άρχισαν να ζουν σε κατάσταση σχεδόν παρανομίας. Μετά από αυτή την τροπή των πραγμάτων και την φυλάκιση αρκετών επιφανών στελεχών της Λεγεώνας, πολλοί από τους Λεγεωνάριους ζήτησαν καταφύγιο στην τότε Ναζιστική Γερμανία. Ο Χίτλερ τους δέχτηκε και άρχισε την εκπαίδευση τους σε διάφορα στρατόπεδα ώστε να δρούσαν την κατάλληλη στιγμή. Ο Χίμλερ μάλιστα τους έθεσε υπό την άμεση προστασία του έως την πτώση του Ναζισμού.

Κάποιοι άλλοι Λεγεωνάριοι, τον Νοέμβριο του 1936, μετά από παραίνεση του Κοντρεάνου, έφυγαν για την Ισπανία όπου έλαβαν μέρος στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό του Φράνκο. Δύο από αυτούς, τον επόμενο Ιανουάριο έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Ο Φράνκο τους τίμησε δεόντως αποδίδοντάς τους μεταθανάτια το παράσημο του «Πολεμικού Σταυρού» και στήνοντας τους μνημείο στο πεδίο που έπεσαν, στην Μαζανταχόντα. Αλλά και στην Ρουμανία η Λεγεώνα τίμησε με αλλεπάλληλες θρησκευτικές τελετές και εγκωμιαστικούς λόγους την «θυσία των ηρωικών μαχητών της στην Ισπανία». Τα μέλη της οργάνωσης ζώντας τους διωγμούς είχαν ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε από πρότυπα ηρώων και μαρτύρων. Και η οργάνωση φρόντισε να χρησιμοποιήσει κατάλληλα το θάνατο των δύο Λεγεωναρίων στο Ισπανικό μέτωπο ώστε να τονώσει το ηθικό των υπολοίπων.

Το τέλος του Κοντρεάνου.

Η βαθιά μεταφυσική πίστη και βεβαιότητα των Λεγεωναρίων τούς έκανε να ξεπερνούν τον φόβο του θανάτου και να είναι έτοιμοι να θυσιαστούν με αυταπάρνηση, όποτε τους το ζητούσαν. Και αφού δεν φοβόταν να πεθάνουν οι ίδιοι πολύ περισσότερο δεν δίσταζαν να αφαιρέσουν την ζωή από οποιονδήποτε αντίπαλο, τον οποίον η οργάνωση χαρακτήριζε «εχθρό» ή «προδότη». Έτσι, στο τέλος, δεν δίστασαν να δολοφονήσουν ακόμα και τον διακεκριμένο Φαναριώτη ακαδημαϊκό Νικολάε Ιόρκα, σημαντικό στέλεχος του δεξιού πολιτικού χώρου και πρωθυπουργό. Τα αντίποινα εκ μέρους του κράτους ήταν ακόμα αιματηρότερα. Ο ίδιος ο Κοντρεάνου και αρκετοί Λεγεωνάριοι που συνελήφθησαν μαζί του στις 17 Απριλίου του 1938 έπεσαν θύματα αυτών των αντιποίνων. Δολοφονήθηκαν την νύχτα της 29 προς 30 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, μέσα στην φυλακή της Ζιλάβα όπου και ενταφιάστηκαν. Αυτό ήταν το άδοξο τέλος του «Καπιτάν» αλλά όχι και της Λεγεώνας.

Ως αντίποινα για την δολοφονία του Κοντρεάνου ακολούθησε στις 21 Σεπτεμβρίου του έτους 1939 η δολοφονία από εννέα Λεγεωναρίους του υπεύθυνου για την δολοφονία του «Καπιτάν», βασιλικού πρωθυπουργού, στρατηγού Αρμάνδου Καλινέσκου. Νέος αρχηγός της Σιδηράς Φρουράς ανέλαβε ο καθηγητής μαθηματικών Χόρια Σίμα, από την Τρανσυλβανία. Αυτός, αντίθετα με τον Κοντρεάνου, ήταν μια προσωπικότητα λιγότερο χαρισματική και πολύ πιο φανατική.

Οι αντίπαλοι του Κοντρεάνου πίστεψαν ότι δολοφονώντας τον παράνομα θα απαλλάσσονταν μια για πάντα από αυτόν και το κίνημα του. Έκαναν λάθος. Η Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ παρότι είχε πληγεί καίρια δεν είχε πει τον τελευταίο της λόγο. Αντιθέτως είχε ακόμα μεγάλη πορεία μπροστά της. Δύο χρόνια αργότερα θα καταλάμβανε και την εξουσία της χώρας και θα άνοιγε τα σύνορα της Ρουμανίας για να εισέλθουν τα Γερμανικά στρατεύματα. Ο στρατάρχης Αντωνέσκου μάλιστα, τον οποίον αυτή έφερε στην εξουσία, θα ενέπλεκε την χώρα στον Β΄Π.Π. εισβάλλοντας στην Σοβιετική Ένωση μαζί με τους Γερμανούς. Αλλά και μετά την πτώση του Αντωνέσκου και την αλλαγή στρατοπέδου από την Ρουμανία, τα μέλη της Λεγεώνας σχηματίζοντας τρείς μεραρχίες πεζικού θα συνέχιζαν να πολεμούν μαζί με τους Γερμανούς μέχρι την οριστική πτώση του Χίτλερ την Άνοιξη του 1945.

Πεθαίνοντας πρόωρα ο Κοντρέανου δεν κατάφερε να τιμωρήσει τους πολιτικούς της πατρίδας του οι οποίοι όπως έλεγε ο ίδιος: «φιλούσαν παλαιότερα ανενδοίαστα το χέρι των Φαναριωτών με το καφτάνι και κατόπιν υπήκουαν πειθήνια στις εντολές των ξένων», καθώς και να πραγματοποιήσει το ονειρό του που ήταν να βγάλει την πατρίδα του από την ουδετερότητα και να μπει στον πόλεμο με το μέρος του Χίτλερ. Ο διάδοχος του όμως, με περισσότερο φανατισμό συνέχισε την προσπάθειά του και τελικά πέτυχε το στόχο τους με καταστροφικές ωστόσο για την χώρα τους συνέπειες.

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο