«Kαλή τύχη, αδέρφια!»

Γράφει ο Γιάννης Κουριαννίδης, Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»

 

Πόσοι είναι πια αυτοί οι «γνωστοί στις Αρχές», που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, σκοτώνουν, ληστεύουν και βιάζουν ανενόχλητοι σε ολόκληρη την Ελλάδα; Με βάση ποιους νόμους αποφυλακίζονται για να συνεχίζουν την εγκληματική τους δραστηριότητα, ενώ είχαν φυλακιστεί και μάλιστα με βαριές ποινές; Και ο Σύρος δράκος των Εξαρχείων και οι Αλβανοί πιστολέρο στο Γκάζι, αλλά και δεκάδες άλλοι ποινικοί βαριάς εγκληματικότητας ανήκουν σε αυτές τις περιπτώσεις. Να μη μιλήσουμε φυσικά και για τους χιλιάδες Ρομά σε όλη την Ελλάδα, οι οποίοι ανενόχλητοι προβαίνουν σε κάθε είδους παραβατική συμπεριφορά, που όχι σπάνια οδηγεί ακόμη και στον θάνατο τόσο τους ίδιους όσο και αθώους ανθρώπους (ο μικρός Μάριος μέσα στην αυλή του σχολείου του, στις Αχαρνές, πριν από μερικά χρόνια, αλλά και ο άδικος θάνατος του αστυνομικού πριν από λίγες ημέρες, κατά την καταδίωξη στον Ασπρόπυργο, είναι δύο μόνο χαρακτηριστικές περιπτώσεις).

Όση αγανάκτηση και αν προκαλούν τα περιστατικά αυτά, που δίπλα σε αυτά της λεγόμενης «οπαδικής βίας» δημιουργούν ένα γενικευμένο αίσθημα θλίψης για την κοινωνία μας, δεν παύουν να ιεραρχούνται σχετικά χαμηλά από τους πολίτες στα προβλήματα της καθημερινότητάς τους. Και αυτό γιατί κατά βάθος πιστεύουν ότι δεν ανήκουν καν στα προβλήματα της καθημερινότητας, όπως είναι λ.χ. η ακρίβεια, το κυκλοφοριακό, τα απορρίμματα, η στάθμευση, τα αδέσποτα κ.λπ. Όταν όμως το πρόβλημα αυτό χτυπήσει και τη δική μας πόρτα, τότε εμφανίζεται μπροστά μας σε όλη την τραγικότητά του.

Πόσες φορές, άραγε, ο Κρητικός πατέρας από τα Μάλια μπορεί να σκέφτηκε ότι ένας Αλβανός αλήτης θα σήκωνε το όπλο μέσα στον δρόμο για να πυροβολήσει εν ψυχρώ τα δύο παιδιά του; Προφανώς ούτε μία! Ο ίδιος θα είχε αγανακτήσει ίσως για την κακοποίηση της μικρής Μυρτώς από τον Πακιστανό παραλίγο δολοφόνο της ή για την εν ψυχρώ δολοφονία του άτυχου Νικόλα στου Φιλοπάππου ή της Ελένης στη Ρόδο ή του Άλκη και του Μιχάλη έξω από τα γήπεδα των αγαπημένων τους ομάδων, αλλά όλα αυτά γρήγορα ξεχάστηκαν όταν έσβησαν τα φώτα από τις κάμερες και έμειναν μόνον οι δικοί τους άνθρωποι να βιώνουν για πάντα τον πόνο τους. Ευτυχώς, δεν ενώθηκε μαζί τους και ο δικός του πόνος. Ευτυχώς…

Αυτό το «ευτυχώς», όμως, γίνεται πια όλο και πιο σπάνιο. Σε μια Πολιτεία όπου η μετονομασία του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως σε… Προστασίας του Πολίτη ακούγεται ως ανέκδοτο, όπου η ατιμωρησία της παραβατικής συμπεριφοράς ευυπόληπτων μελών της αποτελεί άλλοθι μιμητισμού και όπου οι κοινωνικές αξίες καταρρέουν η μία μετά την άλλη στη συνείδηση των πολιτών της, τα περιστατικά αυτά, εκτός από ολοένα συχνότερα, θα γίνονται όλο και τραγικότερα.

Και όσο αυτή η κοινωνία «μπολιάζεται» με ανθρώπους που είναι φορείς ενός εντελώς διαφορετικού συστήματος αξιών τόσο περισσότερο συγκρουσιακή θα είναι η συμβίωση μεταξύ των μελών της. Δεν θα είναι καν «συμβίωση», δεν θα είναι καν «κοινωνία», αφού και για τους δύο όρους απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη ενός κοινώς αποδεκτού συστήματος αξιών, με τους κανόνες του οποίου πορεύεται ανελικτικά μια κοινωνική ομάδα.

Όσο οι κυβερνήσεις αδιαφορούν για τις επιπτώσεις των πολιτικών τους ή, ακόμη χειρότερα, όταν επιδιώκουν την καταστροφή συνεκτικών δεσμών της κοινωνίας, το «ευτυχώς» θα αποτελεί επιδίωξη και κατάκτηση ατομικότητας, μέχρι να εκλείψει εντελώς μαζί με τη συλλογική συνείδησή μας.

Καλά Χριστούγεννα, λοιπόν, και… «καλή τύχη, αδέρφια!».

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο