Γράφει ο Γιάννης Κουριαννίδης, δημοτικός σύμβουλος «Θεσσαλονίκη Πόλη Ελληνική»*
Μιλώντας για οικονομία, θα πρέπει να συμφωνήσουμε εξαρχής σε κάτι: Ότι η λειτουργία αυτή μιας κοινωνίας αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των μελών της αλλά και του κοινωνικού συνόλου. Αποτελεί, δηλαδή, μέσον και όχι αυτοσκοπό. Υπό την οπτική αυτή ένα κράτος δεν είναι αποδεκτό να εφαρμόζει πρακτικές και δόγματα ενός απόλυτου φιλελευθερισμού, που γεννά και καλλιεργεί τον νόμο της ζούγκλας, συνθλίβοντας την κοινωνική συνεργασία, ούτε όμως και μαρξιστικά δόγματα που καταστέλλουν την ιδιωτική πρωτοβουλία και μαζί της τα όποια κίνητρα του ανθρώπου για την ικανοποίηση των προσωπικών φιλοδοξιών και επιδιώξεών του.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία κατέδειξαν την αλήθεια αυτή. Τα ευρωπαϊκά κράτη, εκχωρώντας τη διαμόρφωση της εθνικής οικονομικής πολιτικής τους στο διευθυντήριο των Βρυξελλών, βρέθηκαν ανίκανα να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση, αναγκασμένα να υπακούσουν σε οδηγίες κάποιων τεχνοκρατών και εντολοδόχων ενεργειακών κολοσσών, που εκτίναξαν και συντηρούν ακόμη στα ύψη τις τιμές της ενέργειας.
Το εθνικό συμφέρον, φυσικά, επιτάσσει την επιδίωξη της αυτάρκειας σε κάθε τομέα της οικονομίας. Στην πατρίδα μας, όμως, μόνον αυτό δεν συμβαίνει, και δυστυχώς όχι μόνο στον ενεργειακό τομέα.
Η αγροτική παραγωγή, λ.χ., που θα μπορούσε να αποτελέσει την πραγματικά «βαριά βιομηχανία» της πατρίδας μας, οδηγήθηκε σκόπιμα και συστηματικά στον αφανισμό, αρχικά με τις περίφημες «επιδοτήσεις» και την απόσυρση της παραγωγής στις χωματερές και στη συνέχεια με τις ανέξοδες αλλά και καταστροφικές έριδες μεταξύ των «αγροτοπατέρων» για την ηγεσία στον κατακερματισμένο και φθίνοντα αγροτικό κόσμο. Η εγκατάλειψη ζωτικών για την ελληνική οικονομία καλλιεργειών, όπως τα δημητριακά, τα καπνά, τα ζαχαρότευτλα κ.ά., οδήγησε στην εισαγωγή τεραστίων ποσοτήτων για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών και σε φυσικά τεράστια ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων. Παράλληλα, οι ελλείψεις στις ανάγκες για ζωοτροφές και η αύξηση των εισαγωγών έπληξαν και τον κτηνοτροφικό κλάδο, αφού κατέστησε ασύμφορη τη λειτουργία πολλών κτηνοτροφικών μονάδων.
Θυσία υπέρ τουρισμού
Αντίστοιχα συνέβησαν και στην αλιεία και στον ενεργειακό κλάδο, καταλήγοντας πλέον να θεωρούμε «βαριά βιομηχανία» μας τον τουρισμό! Καθόλου τυχαίο βεβαίως, αφού η πορεία αυτή της οικονομίας μας είχε προσχεδιαστεί και είχε διατυπωθεί εύγλωττα και με σαφήνεια από έναν σοσιαλιστή πρωθυπουργό, τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ερχόμενος στην Ελλάδα το 1988 μετά τη συνάντηση του στο Νταβός με τον τότε Τούρκο πρόεδρο Τουργκούτ Οζάλ, και ενώ όλοι οι δημοσιογράφοι του ζητούσαν μία δήλωση σχετικά με τη συμφωνία που είχαν συνυπογράψει για την έναρξη διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών, αυτός προέβη στη δήλωση «η Ελλάδα πρέπει να γίνει χώρα παροχής υπηρεσιών»!
Από εκείνη τη στιγμή μπήκαν οι βάσεις για την εκθεμελίωση των όποιων παραγωγικών δομών της χώρας μας, επλήγη μεθοδευμένα και ύπουλα η παραγωγική δυναμική μας, γέμισαν οι πόλεις και η περιφέρεια της Ελλάδας με τραπεζικά καταστήματα, ασφαλιστικά γραφεία, καταστήματα κινητής τηλεφωνίας, χρηματιστηριακούς συμβούλους και διάφορες άλλες παρασιτικές και αντιπαραγωγικές επιχειρήσεις και αποπροσανατολίστηκε επαγγελματικά η νεολαία, καθοδηγούμενη σε μη παραγωγικούς τομείς και εξωθούμενη ουσιαστικά και συστηματικά στην οικονομική μετανάστευση.
Μονόδρομος
Η επιστροφή σε ένα εθνοκεντρικό μοντέλο ανάπτυξης αποτελεί πλέον μονόδρομο. Τα ιδιωτικά κεφάλαια φυσικά και είναι ευπρόσδεκτα σε μια τέτοια προοπτική, εφόσον όμως είναι πραγματικά παραγωγικά, επενδύονται δηλαδή στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην παραγωγή και αντιμετώπιση των όποιων κοινωνικών αναγκών. Το παρασιτικό κεφάλαιο που αποσκοπεί απλώς στην κερδοσκοπία και στη συσσώρευση πλούτου δεν το έχουμε ανάγκη. Η επίγνωση αυτής της αναγκαιότητας είναι η μόνη που μπορεί να επαναφέρει στην Ελλάδα όλο το ανθρώπινο δυναμικότης, που σήμερα συνεισφέρει στην ανάπτυξη άλλων χωρών.
*Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Δημοκρατίας, χθες στις 15/2/2023