Γράφει ο Πέτρος Ι. Νικολού, μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, Νομική ΕΚΠΑ
Ας τολμήσει κανείς να στρέψει τους όφθαλμούς του έμπροσθεν του καθρέφτου της τεταπεινωμένης του ψυχής, να αναμετρηθεί με το μπόϊ των προγόνων του και να αναλογιστεί με το χέρι στην καρδιά τί σχέση έχουμε μ’ εκείνους που κατέλειψαν μία Πατρίδα ελεύθερη για εμάς. Το κρατίδιο των εξωνημένων φραγκοπροσκυνημένων μερίμνησε αγαστώς, για να αφιχθούμε επιτυχώς στον απόπατο του εκβαρβαρισμού, της σηπτικής εξαλλαγής και της ριζικής αλλοτριώσεως σε τέτοιο σημείο, ώστε ο νεοέλλην εκλογεύς των κομμάτων των μαζικών εθνικών εκποιήσεων να μην αναγνωρίζει τίποτε το κοινό με τους δεδοξασμένους οπλαρχηγούς και καπεταναίους, οι οποίοι εναποθέτοντας πάσα ελπίδα στην Θεομάνα μας, το Ρόδον το αμάραντον, ήγειραν τα πεφυλαγμένα γιαταγάνια και τα καριοφίλια, για να αμυνθούν υπέρ όλων όσα η τουρκική σκλαβιά τούς είχε αποστερήσει, ήτοι Ελευθερία και γή πατρώα.
Η διαγενεακή αναντιστοιχία υπήρξε επί έτη στόχευση και σχεδίασμα του υπουργείου α-παιδευσίας, το οποίο ανέλαβε το σατανικό έργο μετασχηματισμού των σχολείων του Γένους σε αφελληνιστήρια εκμαυλισμού και υποδουλώσεως. Από τις στολισμένες με τις εικόνες των Αγίων και των Ηρώων μας αίθουσες των συγκεχωρημένων πατεράδων μας που μοσχοβολούσαν μπαρούτι και λιβάνι θυμίζουσες ναούς μηδενί στερουμένους των ιερών θυσιαστηρίων φτάσαμε στις εκσυγχρονιστικές χωματερές, οι οποίες ζέχνουν αναθυμιάσεις προστυχιάς, αθεΐας και φτηνού υποκριτικού αγαπουλισμού. Γενίτσαροι καθηγητές που θέλουν να μετατρέψουν με τη σειρά τους τα δικά μας παιδιά σε γενίτσαρους μαθαίνουν σε Ελληνόπουλα αμόλυντα με ψυχή εύθραυστη και συνείδηση εύπλαστη ότι η Εθνεγερσία του ‘21 ήτο ένα μύθευμα πεποικιλμένο, μία απάτη με ουτοπικό ρομαντισμό, μία ταξική πάλη ενάντια στην μπουρζουαζία για την μείωση των φόρων ή ότι οι Έλληνες πρόεβησαν σε ανείπωτα εγκλήματα πολέμου, για να εμφυσήσουν τύψεις, ενοχές και μίση στις καρδιές των παιδιών για την ταυτότητα και την κατάγωγή τους. Κατασυκοφάντησαν την ιστορία και τους αγώνιστές μας, ξήλωσαν από τις σχολικές τάξεις ό,τι παραπέμπει σε Χριστό και Ελλάδα και έπαυσε ο δάσκαλος να είναι σμιλευτής ψυχών, όπως γράφει ο Παλαμάς, ή έμψυχος νόμος και κανών αρετής, όπως μαρτυρεί ο Μέγας Βασίλειος, κι ως εκ τούτου η νεολαία ανεζήτησε πρότυπα, για να εμπνευστεί και δομήσει συμπεριφορά στην κάθε εκπορνευμένη και τον κάθε έκλυτο προαγωγό υποκουλτούρας. Σύμφωνα μάλιστα με τις διδασκόμενες φεμινιστικά αρρωστημένες θεωρίες, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος κι ο Νικηταράς, αν ζούσαν σήμερον, θα διεσύροντο στις τηλεοράσεις, το διαδίκτυο και τα εκπαιδευτήρια ως τοξικώς αρρενωποί, επικίνδυνοι για το πολίτευμα και την ελληνοτουρκική φιλία. Από τα σχολεία ήρχισε η διαπόμπευση όχι μόνο των προσωπικοτήτων, οι οποίες ηγήθησαν της Επαναστάσεως της πονεμένης Ρωμιοσύνης, αλλά και των αξιών από τις οποίες ενεφορούντο, προκειμένου να αμαυρωθεί το φρόνημα του μαχητή, να πνιγεί μέσα μας κάθε πόθος για λευτεριά, να συμβιβαστούμε με το καθεστώς υποτελείας μας στους εκάστοτε δυνάστες μας και να εξάρουμε την ραγιαδοσύνη μας ως προσόν και αρετή. Αν οι αρχηγοί μας τότε που καλούσαν το ρωμέϊκο ή να νικήσει υπό την κλαγγή των όπλων ή να αποθάνει κάτω από την Σημαία του Χριστού είχαν τα σκυφτά μυαλά ταύτης της προοδευτικής σαβούρας, η οποία σιτίζει τις πεινασμένες ψυχές των τέκνων του Έθνους με κοπριά χαμερπούς ενδοτισμού και γλοιώδους υποταγής, τα τρισεγγόνια τους ακόμη θα περνούσαν από το Μοριά και τη Ρούμελη, για να μαζέψουν τα δοσίματα, αγόρια για γενιτσάρους και κορίτσια για χαρέμια.
Ένα νέο παιδομάζωμα εφάμιλλο εκείνο της τουρκιάς πρό διακοσίων ετών συντελείται εις βάρος των σπόρων του δυστυχούς Ελληνισμού εντός μιάς χώρας, η οποία καμώνεται για την κατάντιά της ως προτεκτοράτου της εκφυλισμένης Δύσεως. Ο ανθρωπότυπος του προσκυνημένου μικροαστού που ιδιωτεύει αυταρέσκως, επικροτεί κάθε πολιτική εκχωρήσεως δικαιωμάτων του χάριν της με κάθε κόστος ασφαλείας και φυγοπονεί αενάως, χωρίς διάθεση να υπερασπιστεί τίποτε, ωχριά μπροστά στη λεβεντιά, την αρχοντιά και την θυσία εκείνων των παλληκαριών που δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα, όπως λέει ο Μακρυγιάννης, αλλά τούς θυμούνται ακόμα οι πέτρες και τα χώματα όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα. Ένας λαός ακατήχητος, αποίμαντος, αλειτούργητος, χωρίς καμμία αίσθηση του συνανήκειν, αλλά και εν πολλοίς με μία στρεβλή έννοια της Πατρίδος, η οποία δεν σχετίζεται μ’ εκείνη την οποία νοσταλγούσε ο Γέρος του Μοριά, ήτοι με κεφαλή της τον Σωτήρα Ιησού Χριστό κι όχι τους ανθρώπους, ως έλεγε, έχει απολέσει κάθε αξίωση να κομπορρημονεί για ένα παρελθόν, το οποίο κατ’ ουσίαν απηρνήθη και προσβάλλει με την αθεράπευτα απογοητευτική στάση του βίου του.
Το απεκάλυψε ο Άγιος Πορφύριος στους αγωνιστές του ‘21, όταν τούς συνήντησε άπαντες στην Άνω Ιερουσαλήμ : ο δρόμος, για να ομοιάσουμε οι παρούσες γενεές σ’ εκείνες που δοξάστηκαν με το στέφος της θυσιαστικής αγάπης για την Ελλάδα, είναι να εγερθούμε και να πολεμήσουμε ξανά κατά τον ίδιο τρόπο για τα λάβαρα της Πίστεως και της Πατρίδος, να σταυρωθούμε όπως σταυρώθηκαν κι αυτοί, να πιστεύσουμε στον Θεό, όπως πίστευσαν κι αυτοί, κι ωσαύτως θα αναστηθούμε συν Χριστώ ως Έθνος με σεβασμό στην πνευματική και μεταφύσική μας αποστολή.