Ο Νικηταράς, ο Χριστός και οι νεοέλληνες: μία ιστορία αλλιώτικη

Γράφει η Ραφαηλία Μπατζή, μέλος της Ε.Ο.Ν. Χαλκιδικής

 

Μια φορά και έναν καιρό κάπου στην Ελλάδα ήταν ένας παππούς που καθόταν μόνος στην πλατεία και κοιτούσε. Κοιτούσε και απορούσε. Κανείς δεν τον έβλεπε, μα εκείνος όλους τους έβλεπε, τους άκουγε, τους αισθανόταν, μα εκείνοι ούτε τον άκουγαν ούτε τον έβλεπαν, ούτε τον ένιωθαν. Αλλά παρέμενε εκεί και κάθε απόγευμα περπατούσε στην όση φύση απέμεινε από τις φωτιές και τις πολυκατοικίες και έπειτα καθόταν πάντα στο ίδιο σημείο. Είχε -βλέπετε- ωραία θέα, ήταν μέσα στο κέντρο, στην καρδιά της κοινωνίας. Καμμιά φορά λοιπόν ο παππούς αυτός, έκλαιγε. Ναι, έκλαιγε, λυπόταν τα εγγόνια του. Όλους εγγόνια τους θεωρούσε. Τους άκουγε να βρίζουν , να κοροϊδεύουν, να χτυπάει ο ένας τον άλλον, να κάνουν κακές πράξεις, όπως να πίνουν και να μεθάνε, να κάνουν ζημιές και να χλευάζουν. Άλλοτε άκουγε και έβλεπε τον κόσμο χαμένο στις σκέψεις του, να μην κοιτάει γύρω του, όλοι κοιτούσαν αυτό το μαραφέτι, όπως το λέγε. Δεν ήξερε ότι το έλεγαν κινητό στην γλώσσα τους. Έλληνας ήταν και αυτός αυτά τα ελληνικά δεν τα καταλάβαινε. Ένιωθε τις λέξεις να του πλακώνουν την καρδιά. Οι άνθρωποι ξεστόμιζαν βαριές κουβέντες, κουτσομπολιά και ανοησίες, και όλα αυτά χωρίς να τα καταλαβαίνουν, σαν να πάγωσε μαζί με την ματιά τους την τόσο σκοτεινή και η καρδιά και η γλώσσα τους . Έλεγε και ξανά λέγε ο παππούς: “Θεέ μου πως καταντήσαμε, από μωρά στην αμαρτία, αχ ας γίνει κάτι να αλλάξουν…”.

Και ύστερα τον έπιανε το παράπονο και ο καημός. Ονειρευόταν έναν κόσμο αλλιώτικο: τα παιδιά να παίζουν αμέριμνα, να μυρίζουν τα λουλούδια, να απολαμβάνουν το ηλιοβασίλεμα και με την ανατολή να είναι στο παιχνίδι, να είναι είναι όλα μαζί, κανένα να μην είναι μόνο του , να γελάνε, να είναι ελεύθερα. Το ίδιο ήθελε και για τους μεγάλους, να πηγαίνουν όλοι μικροί και μεγάλοι στην εκκλησία, να προσεύχονται, ύστερα οι οικογένειες να πηγαίνουν την βόλτα τους , να χαίρονται τον ήλιο, να δοξάζουν τον Θεό. Να μην είναι χωμένοι στο μαραφέτι και στις έγνοιες, να μιλούν με αγάπη, να ακούνε τον Θεό, να ανακαλύπτουν την ομορφιά που ο Θεός τούς χάρισε. Ονειρευόταν ο παππούς, λοιπόν, έναν κόσμο φωτεινό, με αγάπη, πίστη, χαρά, αλλά γύρω του έβλεπε αδικίες, φόνους, δυσκολίες, σκλαβιά , ανθρώπους άπληστους, να θέλουν να δείχνουν ότι περνάνε ωραία, αλλά στην πραγματικότητα να έχουν χάσει την ψυχή τους,  άνθρωποι των οποίων οι αμαρτίες δεν τους άφηναν να χαρούν την ζωή.

Εκείνο το απόγευμα, όμως, έκλαιγε ώρες, είχε δεί πιο πριν κάτι παιδιά να χτυπούν και να διώχνουν ένα άλλο, ενώ πιο δίπλα κάτι άντρες είχαν προσπεράσει τον άστεγο που ζητούσε νερό. “Πού πήγε η ανθρωπιά;” αναφώνησε. Είχε περάσει πολλά. Ένιωθε την δυστυχία, αφουγκραζόταν , συμπονούσε λέξεις που σήμερα τείνουν να χαθούν.
Ξαφνικά βλέπει έναν άνδρα, ψηλό, όμορφο. Από το φως δεν μπορούσε να τον δει, τον πλησίασε και του είπε:

-“Νικήτα μην στεναχωριέσαι, όλα θα φτιάξουν!”.
Ο Νικήτας , όπως έλεγαν τον παππού, εκστασιασμένος και γεμάτος απορία αλλά πάντα σε εγρήγορση του είπε :”Κύριε, λυπάμαι, και σκέφτομαι ότι για να φτιαχτεί ο κόσμος ξανά πρέπει να δοκιμαστεί ώστε να ανακαλύψει την ανθρωπιά του. Βλέπεις τι γίνεται…
Ο άνδρας απάντησε:

-“Νικήτα, τόσα χρόνια κάνω υπομονή και περιμένω να δω την αλλαγή τους , την προσπάθεια ή έστω την προαίρεση τους. Όμως αντ’ αυτού βλέπω αδικίες, κλεψιές , φόνους, κουτσομπολιά, φιλοχρηματία, πηγαίνουν σε μπαρ και πίνουν, πίνουν και δεν ξέρουν τι κάνουν. Εγώ τους πονάω, αλλά δεν με θέλουν. Ξέρω πως η ψυχή τους κατά βάθος γνωρίζει ότι δεν είναι ζωή αυτή, αλλά γλυκαίνονται από την αμαρτία.

Ο παππούς Νικήτας σιώπησε και άρχισε να κλαίει, και μέσα στα αναφυλητά είπε:

-“Εσύ είσαι Χριστέ μου, ήρθες από τον ουρανό για να με παρηγορήσεις, Θεέ μου Θεέ μου… Ναι, Νικήτα παιδί μου, εγώ είμαι, ο Θεός σου. Ήρθα να σε αγκαλιάσω και να σου πω πως τα παιδιά μου και οι απόγονοι σου θα περάσουν λίγο δύσκολα, για να βρουν την ανθρωπιά και την Πίστη τους, να με αναζητήσουν, γιατί εγώ τους έπλασα ελεύθερους και δεν μπορώ να τους αναγκάσω να με αγαπήσουν, μόνο να τους διδάξω αλλά και πάλι μόνο όταν το θελήσουν.
-“Χριστέ μου, εσύ ξέρεις, εσύ μας αγαπάς, μόνο εσύ ξέρεις πιο είναι το σωστό, εσύ ξέρεις τις ψυχές τους. Όμως, σε παρακαλώ ό,τι και αν γίνει να μην υποφέρουν πολύ. Δεν τον αντέχουν όπως εμείς τότε“.
-“Ναι Νικηταρά μου , δεν αντέχουν όπως εσείς τότε, εσείς είχατε την πίστη βαθειά ριζωμένη μέσα σας , σας ευλόγησα, σας βοήθησα, σας πόνεσα , και εν τέλει σας ξεκούρασα παίρνοντας σας στον παράδεισο.

-“Σε ευχαριστούμε, Θεέ μου. Τώρα πριν με πάρεις ξανά στον παράδεισο, θα σε παρακαλέσω, να τους δώσεις και την Πόλη, και αν θέλεις, Θεέ μου, να είμαστε και εμείς όσοι αγωνιστήκαμε, να τους δούμε και όλοι μαζί να Σε ευχαριστήσουμε, καμαρώνοντας τους. Γιατί πλέον θα είναι οι Έλληνες που ήταν, οι Έλληνες της Πίστεως και της Πατρίδος!
-“Ναι παιδί μου Νικήτα, σας αξίζει, να είστε δίπλα μου, να καμαρώσουμε μαζί το Έθνος των Ελλήνων, που θα έχει βρει την ανθρωπιά και την πίστη, τις οποίες δεν της έχασε αλλά της ξέχασε, γιατί ξέχασε εμένα!

-“Αμήν, Θεέ μου, συγχώρα με και εμένα τον αμαρτωλό!

-“Την ταπείνωση σου να είχαν, παιδί μου Νικήτα, εσύ στην ζωή σου αγωνίστηκες να μού μοιάσεις. Γι’ αυτό, ας ανέβουμε μαζί ακόμα μια φορά στον παράδεισο. Αρκετά επέστρεψες. Ήρθε η ώρα να ξεκουραστείς.

-“Σε ευχαριστώ Χριστέ μου. Ας γίνει το θέλημα σου.

Έτσι, οι δύο άνδρες, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός και ο παππούς Νικήτας, ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, έφυγαν μαζί για τον παράδεισο. Ο Χριστός για τον θρόνο του και ο Νικηταράς για να συναντήσει τους συναγωνιστές , τους φίλους τους ήρωες και τους Αγίους.

Αφιερώνω σε κάθε Έλληνα και Ελληνίδα ξεχωριστά αυτό το παραμύθι, ή μήπως δεν είναι παραμύθι; Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι οι ήρωες και οι Άγιοι ζουν ανάμεσα μας. Και ας μην τους βλέπουμε. Εκείνοι μας ακούνε, μας βλέπουν και μας νιώθουν. Μεταβιβάζουν στον Θεό κάθε μας πράξη. Ο Θεός έζησε, ζει και θα ζεί αιώνια μέσα μας , γύρω μας και δίπλα μας. Ο Παππούς Νικήτας στα μάτια του άστεγου είδε τον Χριστό. Σειρά μας, λοιπόν, να δούμε στα μάτια των συνανθρώπων μας, της Πατρίδος μας, τον Χριστό. Ήρθε η ώρα να μιμηθούμε τον Θεό μας και τους ήρωες μας, για να ξανά βρούμε την χαμένη μας πίστη, την χαμένη μας ανθρωπιά, την ξεχασμένη μας πατρίδα, την ξεχασμένη μας ψυχή.

Και να θυμάστε αδέλφια, ως Ε.Ο.Ν., ως Ορθόδοξοι, ως Έλληνες, έχουμε ιερή υποχρέωση να παλέψουμε για μια Ελλάδα ορθόδοξη και ελληνική, όπως της αξίζει. Δεν θα τους περάσει, ο Χριστός θα νικήσει!

Ο παππούς Νικήτας θα είναι περήφανος! 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Μία άποψη για το “Ο Νικηταράς, ο Χριστός και οι νεοέλληνες: μία ιστορία αλλιώτικη”

  1. Χρήστος

    Ευχαριστούμε ευλογημένη Ραφαηλία για το υπέροχο Αφήγημα σου.

    Η Ελλάδα δεν παράγει αυτοκίνητα, αλλά ακόμα βγάζει Αγίους… εδώ βρίσκεται η αξία της, στη ζωντανή Ορθόδοξη παράδοσή της.
    Είναι ζωντανή η παρουσία των Αγίων! Και όταν εμείς δεν τους βρίσκουμε, εκείνοι μας βρίσκουν!
    Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης.

    Και αυτό που γράφεις στο τέλος.

    Δεν θα τους περάσει, ο Χριστός θα νικήσει !

    Δύο άστρα δε θα σβήσουν ποτέ από το ουράνιο στερέωμα: Ο Χριστός και η Ελλάδα, εις πείσμα των αθέων και των απίστων!
    Μακάριστος Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης.

    Υ.Γ. και για αν θα ξαναπάρουμε την Πόλη. Αμήν και πότε.

Αφήστε ένα σχόλιο