Κωνσταντῖνος Τσοπάνης
Δρ. Ἱστορίας καὶ Φιλοσοφίας τῶν Θρησκειῶν
Τριάντα δύο συναπτὰ ἔτη παρῆλθαν ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ σταλινικοῦ δικτάτορα τῆς πρώην Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καὶ τὴν ἐκτέλεση τοῦ ὀλέθριου ζεύγους Νικολάε καὶ Ἔλενας Τσαουσέσκου. Μολονότι τὸ νερὸ ποὺ κύλησε ἔκτοτε στὸ αὐλάκι τοῦ χρόνου δὲν εἶναι πάρα πολὺ καὶ παρ’ ὅτι τὰ γεγονότα στὴ συλλογικὴ μνήμη εἶναι ἀκόμα σχεδὸν «νωπά», ἡ κυριαρχοῦσα στὸν ἑλλαδικὸ ἀλλὰ καὶ στὸν εὐρύτερο δυτικό-εὐρωπαϊκὸ χῶρο, ἀριστερὴ διανόηση καὶ ἱστοριογραφία ξεκίνησε ἤδη τὴ φαλκίδευση τῆς σύγχρονης Ἱστορίας καὶ προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείσει πὼς τὸ ζεῦγος τῶν στυγνῶν καὶ αἱμοσταγῶν τυράννων τῆς Ρουμανίας, ἀδίκως καταδικάσθηκε καὶ κακῶς ἐκτελέσθηκε. Σὲ πεῖσμα τῆς φαλκίδευσης της ὅμως, ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα εἶναι ἐντελῶς διαφορετική.
Μετὰ θάνατον ἔξωθεν «ἀποκατάσταση» τῶν τυράννων
Ἤδη ἀπὸ τὸ 1990 ἕνας δημοσιογράφος ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται ἐκεῖνες τίς ἡμέρες τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1989 στὴ Ρουμανία, ὁ Gerald de Selys, ἀνταποκριτὴς τῆς βελγικὴς τηλεοράσεως, δημοσίευσε στὶς Βρυξέλλες ἕνα βιβλίο σχετικὰ μὲ τὸ θέμα, μὲ τίτλο: «Media mensonges» (Τὰ ψέμματα τῶν media). Σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο του ἀναφέρεται στὸ «σκανδαλῶδες θέατρο τῆς σφαγῆς τῆς Τιμισοάρα». Κατὰ τὴ γνώμη τοῦ συγγραφέως, ἐκεῖνες τίς ἡμέρες ἔγινε μία ἄνευ προηγουμένου χειραγώγηση τοῦ Τύπου, ἐνῶ ἡ ἀπάτη αὐτὴ δὲν καταγγέλθηκε παρὰ μόνον σὲ μικρὸ βαθμό, ἐνῶ οὔτε ἡ τηλεόραση ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ ἐφημερίδες δὲν ζήτησαν ποτὲ συγνώμη γιὰ τὰ ψέμματα ποὺ διέδωσαν.
Τὸ ἴδιο ἔτος, 1990, στὸ Παρίσι κυκλοφόρησε ἕνα ἀκόμα βιβλίο ἐπάνω σε αὐτὸ τὸ θέμα μὲ τίτλο: «Un mesongne gros comme le siecle. Roumanie, historie d’une manipulation» (Ἕνα ψέμμα μεγάλο ὅσο ἕνας αἰῶνας. Ρουμανία, ἡ ἱστορία μίας χειραγώγησης.), γραμμένο ἀπὸ τὸν Michel Castex. Ὁ συγγραφέας ξενάγησε στοὺς τόπους ποὺ ἐξελίχθηκαν τὰ γεγονότα, μία ὁμάδα Γάλλων δημοσιογράφων τοῦ Γαλλικοῦ Πρακτορείου Εἰδήσεων (AFP), στοὺς ὁποίους ἀνάλυσε ἐπιτόπου τὰ γεγονότα τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1989. Ὁ ἴδιος κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἐπρόκειτο «γιὰ μία ἀξιοσημείωτη καὶ ἄνευ προηγουμένου παραπλάνηση, ἡ ὁποία μόλυνε τὰ δυτικὰ μέσα ἐνημερώσεως», καὶ ποὺ εἶχε ὡς πηγὲς μὴ ἔγκυρες πληροφορίες, βάσει τῶν ὁποίων ἀποδίδοντο ὅλες οἱ φρικτὲς καὶ ἀδιανόητες πράξεις στὸν Τσαουσέσκου. Ὁ κομμουνιστὴς δικτάτορας παρουσιαζόταν ἀπὸ τὰ δυτικοευρωπαϊκὰ μέσα ἐνημερώσεως σὰν ἕνας παρανοϊκὸς καὶ αἱμοδιψὴς τύραννος, καὶ κατὰ συνέπειαν ἡ ἐκθρόνιση του ἔπρεπε νὰ ὑποστηριχθεῖ ἀπὸ τὴ διεθνῆ κοινὴ γνώμη προκειμένου νὰ ἀπαλλαγεῖ ἡ Ρουμανία ἀπὸ τὸν δυνάστη της.
Τίς ἴδιες ἢ παρόμοιες θέσεις ἔχουν λάβει καὶ ἄλλα βιβλία, κυρίως ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς κεντροαριστεράς, ποὺ κυκλοφοροῦν στὴ Δύση καὶ ἀναφέρονται στὰ αἱματηρὰ γεγονότα τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1989. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔντυπα ἔχοντας ὡς κύριο σκοπὸ νὰ φαλκιδεύσουν τὴν Ἱστορία, μειώνοντας παραλλήλως τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς ἐξέγερσης τοῦ Ρουμάνικου λαοῦ καὶ ἐκμηδενίζοντας τὸ πνεῦμα θυσίας ὅλων ἐκείνων τῶν νέων ἀνθρώπων ποὺ ἔδωσαν τὴν ἴδια τους τὴ ζωή, βγαίνοντας στοὺς δρόμους τῶν πόλεων καὶ ἀπαιτῶντας τὴν ἐκδίωξη ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Ἐρυθροῦ τυράννου.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολὺ νωρίτερα εἶχε ἀρχίσει ἡ ὑπονόμευση τοῦ Τσαουσέσκου, ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς κομμουνιστὲς συντρόφους του. Τὰ Δυτικὰ μέσα ἐνημερώσεως εἶχαν παρουσιάσει μὲ ἐνθουσιασμὸ τίς μεταρρυθμίσεις ποὺ εἶχε ἐγκαινιάσει στὴν τότε Σοβιετικὴ Ἕνωση ὁ Γκορμπατσὼφ μὲ τὸ ὄνομα «Glasnost» (Διαφάνεια) καὶ «Perestroika» (Ἀναγέννηση) καὶ τίς ὁποῖες ἤθελε νὰ ἐπιβάλλει καὶ στὶς ὑπόλοιπες χῶρες τοῦ τότε ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ. Ἡ ἀντίσταση τοῦ Τσαουσέσκου ἀπέναντι στὴν πολιτική του Γκορμπατσὼφ ὁδήγησε τὰ δυτικὰ μέσα ἐνημερώσεως, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἡγέτες τῆς Δύσεως νὰ λάβουν μία πολὺ σκληρὴ στάση ἀπέναντι στὸν δικτάτορα τῆς Ρουμανίας. Σὲ ἀντίθεση μὲ τίς δεκαετίες τοῦ 1960 καὶ 1970, ὅταν ἡ Δύση ἐπικροτοῦσε καὶ ἐγκωμίαζε «τὴν ἀνεξάρτητη στάση τοῦ Βουκουρεστίου ἔναντι τῆς Μόσχας», ἀπὸ τὸ 1985, ὅταν ἦρθε ὁ Γκορμπατσὼφ στὴν ἐξουσία τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως καὶ ξεκίνησε τὸν ἄμεσο διάλογο μεταξὺ Μόσχας καὶ Οὐάσιγκτον, ὁ ρόλος τοῦ Τσαουσέσκου στὴ διεθνῆ πολιτικὴ σκηνὴ ἐμφανιζόταν ὅλο καὶ πιὸ ἀρνητικός. Μὲ τὸν καιρό, οἱ ἐπικρίσεις ἐπικεντρώθηκαν στὴν ἐσωτερικὴ πολιτικὴ ποὺ ἐφήρμοζε τὸ ζεῦγος Τσαουσέσκου καὶ κυρίως στὴ βάρβαρη καταπίεση τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ὅπως αὐτὰ περιγράφονται στὴν «Τελικὴ Πράξη» τῆς Συνόδου γιὰ τὴν Ἀσφάλεια καὶ τὴ Συνεργασία στὴν Εὐρώπη, ποὺ εἶχε ὑπογραφεῖ στὸ Ἐλσίνκι τὸ 1975.
Ὁ ἴδιος ὁ Τσαουσέσκου ἔδωσε βῆμα γιὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν γιὰ στυγνὴ καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων στὴ χώρα ποὺ δυνάστευε, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ 1981 καὶ μετά, προκειμένου αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του νὰ καταστοῦν ἀπόλυτοι δικτάτορες τῆς χώρας καὶ νὰ μπορέσουν νὰ κληροδοτήσουν ἀπρόσκοπτα τὴν ἡγεσία στὰ παιδιά τους, ἀποφάσισε νὰ ἀποπληρώσει μὲ μιᾶς ὅλο τὸ ἐξωτερικὸ χρέος τῆς χώρας. Πετυχαίνοντας κάτι τέτοιο σίγουρα θὰ κατόρθωνε νὰ εἶναι πιὸ ἀνεξάρτητος ἀπέναντι στὶς διεθνεῖς πιέσεις, ἀλλὰ προκειμένου νὰ κατορθώσει τὴν ἄμεση ἀποπληρωμὴ τοῦ ἐξωτερικοῦ χρέους καὶ νὰ ἀποκτήσει τὸ ἀπαραίτητο γιὰ αὐτὸν τὸν σκοπὸ συνάλλαγμα, ἐντατικοποίησε τίς ἐξαγωγὲς ρουμανικῶν προϊόντων πρὸς τρίτες χῶρες, γεγονὸς ποὺ ἀπομύζησε ἐντελῶς τὴν ἐθνικὴ οἰκονομία καὶ ἔριξε πάρα πολὺ τὸ ἐπίπεδο ζωῆς τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ. Μέχρι σήμερα οἱ Ρουμάνοι θυμοῦνται μὲ πικρὸ χαμόγελο τὸ ἀνέκδοτο ποὺ κυκλοφοροῦσε ἐκεῖνες τίς ἡμέρες στὴ χώρα καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο, τὰ ρουμάνικα κοτόπουλα μπορεῖ νὰ ἐξάγονταν ὁλόκληρα στὴ Γερμανία, ἀλλὰ ἄφηναν στὴ χώρα τὸ κάτω μέρος τῶν ποδιῶν τους μὲ τὰ νύχια, γιὰ νὰ τὰ φᾶνε οἱ Ρουμάνοι σὰν «σούπα κοτόπουλο», ἐπειδὴ ἦταν κοτόπουλα «σοσιαλιστὲς καὶ πατριῶτες»! Τὴν ἴδια περίοδο, κάποια ἡμέρα βγῆκε ὁ μάγειρας ἑνὸς ρουμάνικου ἐμπορικοῦ πλοίου, ποὺ εἶχε δέσει καὶ ξεφόρτωνε σὲ κάποιο δυτικό-γερμανικὸ λιμένα, προκειμένου νὰ ἀγοράσει κρέας γιὰ νὰ μαγειρέψει γιὰ τὸ πλήρωμα. Φτάνοντας ὅμως στὴ γερμανικὴ ἀγορὰ διαπίστωσε ὅτι μὲ τὰ χρήματα ποὺ τοῦ εἶχαν δώσει γιὰ νὰ ψωνίσει δὲν μποροῦσε ἔπ’ οὐδενὶ νὰ ἀγοράσει κρέας. Πλήρως ἀπογοητευμένος, πλησίασε τὸν Γερμανὸ κρεοπώλη καὶ δείχνοντάς του τὰ λίγα μάρκα ποὺ κρατοῦσε, τὸν ρώτησε πόσα κόκκαλα μποροῦσε νὰ πάρει μὲ αὐτά, προκειμένου νὰ μαγειρέψει μία κατ’ εὐφημισμὸν «κρεατόσουπα» ἢ πιὸ σωστὰ κοκκαλόσουπα. Τότε ὁ Γερμανὸς τὸν ρώτησε πολὺ φυσικά: «Πόσα σκυλιὰ ἔχετε;», κι ὁ Ρουμάνος μάγειρας ἀπήντησε: «Δεκαπέντε». «Φτάνουν», τοῦ εἶπε ὁ Γερμανὸς καὶ τοῦ ἔδωσε μία μεγάλη νάϊλον σακούλα γεμάτη κόκκαλα γιά τα ….. σκυλιά. Ἐδῶ τὰ σχόλια περιττεύουν.
Αὐτὴ ἡ δραματικὴ οἰκονομικὴ κατάσταση στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει ὁ Ρουμανικὸς λαός, ὅπως ἦταν φυσικὸ δὲν πέρασε ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὰ δυτικοευρωπαϊκὰ μέσα ἐνημερώσεως τὰ ὁποῖα δὲν ἔπαυαν, ἀπὸ τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, νὰ παρουσιάζουν μὲ ἐκτενεῖς ἀναφορὲς τίς ἐλλείψεις τροφίμων, προϊόντων πρώτης ἀνάγκης, θερμάνσεως, ἠλεκτρικοῦ ρεύματος κ.λ.π. τίς ὁποῖες ὑφίστατο ἕνας ὁλόκληρος λαὸς χωρὶς νὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαμαρτυρηθεῖ. Οἱ ἀτελείωτες οὐρὲς ἀνθρώπων ποὺ περίμεναν γιὰ ὧρες μέσα στὸ χιόνι γιὰ νὰ πάρουν λίγο γάλα ἢ μερικὰ γραμμάρια ζάχαρη, ἔκαναν συχνὰ τὸν γῦρο ὅλου τοῦ κόσμου. Θορυβημένο τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς τῆς χώρας ἀπὸ αὐτὲς τίς σκηνὲς ποὺ δυσφήμιζαν τὴν εἰκόνα τοῦ «ἐρυθροῦ παραδείσου», τὴν ὁποία πάσχιζε νὰ δείχνει πρὸς τὰ ἔξω, ἔλαβε τόσο καταπιεστικὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα φάνηκαν σκληρὰ ἀκόμα καὶ στὸν συνηθισμένο στὴν καταπίεση ἀνατολικοευρωπαϊκὸ κόσμο.
Ἡ ἄριστα ὀργανωμένη μυστικὴ ἀστυνομία τοῦ καθεστῶτος, ἡ δυσώνυμη Σεκουριτάτε (Securitate), ἄρχισε νὰ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα καὶ οἱ συλλήψεις «ἀντεπαναστατῶν» καὶ «ἀντιδραστικῶν στοιχείων» ἔγιναν πλέον καθημερινὸ φαινόμενο, θυμίζοντας τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς ἐπιβολῆς τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στὴ χώρα, τὴ δεκαετία 1945-1955. Τότε δηλαδὴ ποὺ ἕνα κόμμα μὲ 800 μέλη προσπαθοῦσε καὶ πέτυχε, μὲ τὴ βοήθεια τῶν Σοβιετικῶν τεθωρακισμένων τοῦ Σοβιετικοῦ στρατοῦ κατοχῆς νὰ ἐπιβληθεῖ σὲ ἕναν λαὸ ἄνω τῶν εἴκοσι ἑκατομμυρίων. Ὅπως τότε, ἔτσι καὶ τώρα, οἱ φυλακὲς ξεχείλισαν ἀπὸ κρατουμένους ἐνῶ πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς διανοουμένους ἢ ἐπωνύμους ποὺ εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ νὰ ἀποτολμήσουν ἔστω καὶ μία μικρὴ κριτικὴ ἐναντίον τοῦ καθεστῶτος Τσαουσέσκου, ὁδηγοῦνταν σὰν «φρενοβλαβεῖς» στὰ ψυχιατρεῖα γιὰ ἄμεση θεραπεία. Στὴν πραγματικότητα, ὑπὸ τέτοιες συνθῆκες τρομοκρατίας ποὺ θύμιζαν ἐποχὴ Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, στὰ ἀλήθεια θὰ πρέπει νὰ ἦταν κάποιος τρελλός, ἢ ἀπολύτως ἀπελπισμένος γιὰ νὰ τολμήσει νὰ ἀρθρώσει ἐπικριτικὸ λόγο ἐναντίον τοῦ ζεύγους τῶν κομμουνιστῶν δικτατόρων, καθὼς καὶ τῆς πολιτικῆς ποὺ ἐφάρμοζαν. Ἐξάλλου ὁ ἴδιος ὁ δικτάτορας εἶχε δηλώσει, μὲ τὸ γνωστὸ θράσος τοῦ νεόπλουτου ποὺ τὸν διέκρινε, ὅτι: «μόνο ἕνας τρελλὸς δὲν θὰ ἀναγνώριζε τίς μεγάλες ἐπιτυχίες ποὺ εἶχε σημειώσει ἡ χώρα στὴ νέα ἐποχὴ τοῦ Σοσιαλισμοῦ!» Κι ὅλα αὐτὰ μπροστὰ σὲ ἕναν λαὸ ποὺ πεινοῦσε…
Οἱ ὄψιμοι Ἀριστεροὶ δυτικοευρωπαῖοι ἀπολογητὲς τοῦ αἱματοβαμμένου καθεστῶτος Τσαουσέσκου, θεωρῶντας πλέον ὅτι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἡ συλλογικὴ μνήμη ἔχει ξεθωριάσει ἀρκετὰ καὶ ἄρα μποροῦν νὰ ποῦν ὅτι θέλουν, προσπαθοῦν ἐπαναλαμβάνοντας τὰ ψέμματα τους νὰ τὰ καταστήσουν «συλλογικὴ ἱστορικὴ μνήμη». Ἔτσι, δηλώνουν τώρα ὅτι «σύμφωνα μὲ ἔρευνες ποὺ ἔγιναν μετὰ τὸ 1989 στὰ ψυχιατρεῖα τῆς Ρουμανίας, διαπιστώθηκε ὅτι μόνο ἐλάχιστες ἑκατοντάδες ἀντικαθεστωτικῶν εἶχαν ἐγκλειστεὶ γιὰ σωφρονισμὸ στὰ ψυχιατρεῖα τῆς χώρας καὶ ὄχι χιλιάδες ὅπως φημολογεῖτο τότε.» Φυσικὰ δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ ἀριθμοὺς «νοσηλευθέντων» ἀντικαθεστωτικῶν, ἀφοῦ κάτι τέτοιο θὰ πρόσβαλλε τὴ μνήμη καὶ τοὺς ἀγῶνες τους. Θὰ θέλαμε νὰ ὑπενθυμίσουμε μόνο σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὄψιμους «ἐρευνητὲς τῆς Ἱστορίας» ὅτι ἡ καταπίεση καὶ οἱ διωγμοὶ δὲν παίρνουν ἀρνητικὴ χροιὰ μόνο ὅταν γίνονται «μαζικὰ καὶ σὲ ποσότητες», ἀλλὰ ὅταν ἀφοροῦν τὴν καταπάτηση τῶν δικαιωμάτων ἔστω καὶ λίγων ἀνθρώπων.
Μία ἄλλη φαεινὴ ἰδέα τὴν ὁποία εἶχε τὸ ὀλέθριο ζεῦγος Τσαουσέσκου, ἤδη ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1960, καὶ τὴν ὁποία ἄρχισε νὰ τὴν ἐφαρμόζει μία δεκαετία ἀργότερα, ἦταν ἡ «συστηματοποίηση τῶν ἀγροτικῶν οἰκισμῶν», ὅπως ὀνόμασε τὴν καταστροφὴ τῶν παραδοσιακῶν χωριῶν τῆς ἐπαρχίας. Τὸ σχέδιο ἦταν νὰ γκρεμιστοῦν ὅλοι οἱ παραδοσιακοὶ οἰκισμοὶ τῆς ὑπαίθρου, ὅλα τὰ χωριὰ δηλαδή, καὶ στὴ θέση τους νὰ ἀναγερθοὺν νέα «ἀγροτοβιομηχανικὰ κέντρα», οἱ κάτοικοι τῶν ὁποίων θὰ ἀπολάμβαναν ὅλες τίς ἀνέσεις τῶν σύγχρονων ὑποδομῶν, κεντρικὴ θέρμανση, ἀποχέτευση, ἀσφαλτόστρωση ὅλων τῶν ὁδῶν κλπ. κλπ. Βεβαίως, ὅλα αὐτὰ ὡς σχέδια εἶχαν ἴσως τὴ γοητεία τους καὶ γιατί ὄχι, πιθανῶς νὰ εἶχαν ἐκπονηθεῖ καὶ μὲ τίς ἄριστες τῶν προθέσεων, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅμως ὅτι γίνονταν γιὰ κάποια γερμανικὰ ἢ ἑλβετικὰ χωριά. Ὅταν ὅμως οἱ ἀγρότες τῆς ρουμανικῆς ἐπαρχίας δὲν εἶχαν οὔτε τρακτέρ, ἀλλὰ ὄργωναν μὲ τὰ ἄλογα καὶ θέριζαν μὲ τὸ δρεπάνι, τὸ μόνο ποὺ δὲν χρειάζονταν ἦταν νὰ τοὺς γκρεμίσουν τοὺς παραδοσιακοὺς οἰκισμούς τους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κτισθεῖ, σὲ περασμένες ἐποχὲς ποὺ ἡ χώρα γνώριζε οἰκονομικὴ εὐμάρεια, μὲ τρόπο ὥστε νὰ ἀνταποκρίνονται στὶς ἀνάγκες τῆς οἰκιακῆς οἰκονομίας τῶν ἀγροτῶν. Αὐτοὺς τοὺς οἰκισμοὺς θέλησαν νὰ τοὺς ἀντικαταστήσουν μὲ ὀκταόρωφες πολυκατοικίες ποὺ πολλὲς φορές, ἀπὸ σύλληψη κάποιου διαστροφικοῦ νοὸς μᾶλλον, – ἀφοῦ δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε ἄλλη ἑρμηνεία σὲ τέτοιους παραλογισμούς – , εἶχαν κοινὲς τουαλέτες καὶ μπάνια μόνο στὸ ἰσόγειο! Ἄρα ὁ ἔνοικος τοῦ ὀγδόου ὀρόφου ἔπρεπε νὰ ἀνεβοκατεβαίνει ἄπειρες σκάλες γιὰ νὰ πάει στὴν τουαλλέτα. Ἄν προλάβαινε…..
Παρ’ ὅλα ταῦτα, τὸ σχέδιο «σοσιαλιστικῆς ἀναδόμησης» τῆς ἐπαρχίας τέθηκε σὲ ἐφαρμογὴ τὴ δεκαετία τοῦ 1980 καὶ οἱ πρῶτες ζῶνες, οἱ ὁποῖες δέχθηκαν τὰ «εὐεργετήματα» του, δὲν ἦταν ἄλλες ἀπὸ τίς μειονοτικὲς περιοχὲς τῆς Τρανσυλβανίας ποὺ κατοικοῦσαν Οὑγγρικοὶ καὶ Γερμανικοὶ πληθυσμοί, ἀπομεινάρια τῆς ἄλλοτε Αὐστρο-οὑγγρικῆς αὐτοκρατορίας. Πολὺ πονηρά, τὸ σχέδιο «σοσιαλιστικῆς ἀναδόμησης» τῆς ἐπαρχίας ἦταν φτιαγμένο ἔτσι ὥστε νὰ ἔχει ὡς κύριο «παράπλευρο» ἀποτέλεσμα τὴν ἐθνικὴ κάθαρση τῶν περιοχῶν αὐτῶν, κάτι ποὺ ἐπιθυμοῦσε διακαῶς ὁ κομμουνιστὴς δικτάτορας. Ἄς μὴν ξεχνᾶμε ἐξάλλου ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ «ἔκανε ἐξαγωγὴ» στὴ Γερμανία, Ρουμάνων γερμανικῆς καταγωγῆς γιὰ χίλια δολάρια καὶ στὸ Ἰσραὴλ Ρουμάνων ἑβραϊκῆς καταγωγῆς γιὰ δυὸ χιλιάδες δολάρια τὸ κεφάλι. Τόσο εἶχε κοστολογήσει τίς «ἄδειες ἐξόδου» ἀπὸ τὸν κομμουνιστικό του παράδεισο, ὁ κατὰ τὰ ἄλλα διεθνιστὴς Τσαουσέσκου.
Ἐδῶ ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι λίγα χρόνια πρίν, σὲ μία περιοδεία τοῦ Τσαουσέσκου στὴν Τρανσυλβανία, ὁ τότε οὑγγρικῆς καταγωγῆς δήμαρχος τῆς πόλης τοῦ Κλούζ, πιστεύοντας στὸν «διεθνισμὸ» ποὺ κήρυττε τὸ κομμουνιστικὸ κόμμα καὶ θέλοντας νὰ ἐπωφεληθεῖ τῆς εὐκαιρίας γιὰ νὰ διεκδικήσει τὰ ἐθνικά του δίκαια, προσεφώνησε «τὸν σύντροφο Γενικὸ Γραμματέα» στὰ οὑγγρικά. Ἐξαγριωμένος ὁ Τσαουσέσκου, καθήρεσε ἐπὶ τόπου τὸν αἱρετὸ δήμαρχο τῆς πόλεως καὶ τοποθέτησε στὴ θέση του κάποιο κομματικὸ ἀνδρείκελο. Ἔκτοτε στὸ μυαλό του στριφογύριζε ἡ ἰδέα τῆς καταστροφῆς τῶν οἰκισμῶν ποὺ ἦταν ἀμιγῶς οὑγγρικοὶ ἢ γερμανικοὶ καὶ τὸ «ἀνακάτεμα» τῶν κατοίκων τους μὲ ρουμανικοὺς πληθυσμοὺς στὰ μεγάλα «ἀγροτοβιομηχανικὰ κέντρα» ποὺ σχεδίαζε.
Καθὼς τὰ μηχανήματα κατεδαφίσεως ἄρχισαν τὸ καταστροφικό τους ἔργο, οἱ κάτοικοι τῶν περιοχῶν ἀντιστάθηκαν ὅσο μποροῦσαν καὶ διαμαρτυρήθηκαν θέτοντας σὲ κίνδυνο τὴν ἴδια τους τὴ ζωή. Οἱ εἰκόνες μὲ τίς μπουλντόζες νὰ κατεδαφίζουν τὰ χωριὰ τῆς Τρανσυλβανίας, ἔκαναν γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὸν γῦρο τοῦ κόσμου ξεσηκώνοντας τὴ γενικευμένη ἀντίδραση καὶ κατακραυγὴ τοῦ ἐλεύθερου κόσμου. Στὴ Γαλλία, τὸ Βέλγιο ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς χῶρες, συστάθηκαν ὀργανώσεις πολιτῶν μὲ σύνθημα: «Σῶστε τὰ ρουμάνικα χωριά!» Μία πολιτισμικὴ καταστροφὴ μεγάλων διαστάσεων λάμβανε χώρα στὴν Τρανσυλβανία μὲ ἐντολὴ τοῦ στυγνοῦ δικτάτορα καὶ ὁ ραδιοσταθμὸς «Ἐλεύθερη Εὐρώπη», ποὺ ἐξέπεμπε ἀπὸ τὸ Βερολῖνο, μετέδιδε ἀγωνιώδεις ἐκκλήσεις ἀνθρώπων ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ σώσουν τὰ σπίτια τους καὶ κραυγὲς ἀπελπισίας ἀγροτῶν ποὺ ἔβλεπαν τὸ βιός τους νὰ σαρώνεται κάτω ἀπὸ τίς ποδιὲς τῶν μηχανημάτων κατεδάφισης. Αὐτὲς οἱ εἰδήσεις ἀλλὰ καὶ οἱ δραματικὲς εἰκόνες εἶχαν τὸ μεγαλύτερο ψυχολογικὸ ἀντίκτυπο στὸ δυτικὸ κόσμο ποὺ πλέον καταδίκαζε ἄνευ δισταγμοῦ τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς Τσαουσέσκου. Ἐπιπλέον ἄρχισαν νὰ ἀσκοῦνται μεγάλες πιέσεις πρὸς τὸν δικτάτορα ἀπὸ τίς κυβερνήσεις τῆς Γερμανίας, τῆς Οὑγγαρίας ἀλλὰ καὶ ἄλλων χωρῶν προκειμένου νὰ σεβαστεῖ ἐπιτέλους τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ἡ σημερινὴ εὐρωπαϊκὴ ἀριστερά, ἔχοντας πάλι «διεξάγει ἔρευνες», μᾶς πληροφορεῖ μέσῳ τῶν ἐντύπων της ὅτι «δὲν καταστράφηκαν παρὰ μόνο μιὰ δεκάδα χωριῶν καὶ πὼς κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν οὑγγρικὸ ἢ γερμανικό». Ξεχνᾷ ὅμως νὰ πεῖ ὅτι τὸ καθεστὼς Τσαουσέσκου κατέρρευσε λίγους μῆνες ἀργότερα, ἀφ’ ὅτου εἶχε θέσει σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο του περὶ «σοσιαλιστικῆς ἀναδόμησης» τῆς ἐπαρχίας, κι ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ τὸ σχέδιο αὐτὸ δὲν ἔλαβε τίς ὁλοκληρωτικὲς διαστάσεις τίς ὁποῖες προέβλεπε, ἀλλὰ σταμάτησε στὴν καταστροφὴ μερικῶν χωριῶν μόνο.
Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν ὁ ἀναγνώστης ὅλα αὐτά, μπορεῖ νὰ καταλάβει σε τί κατάσταση βρισκόταν ἡ χώρα τὸ ἔτος 1989, τὸ πιὸ καταστροφικὸ γιὰ τὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Μετὰ ἀπὸ μακρὰ περίοδο ὑποταγῆς στὴ δύναμη τῶν Σοβιετικῶν ὅπλων, οἱ λαοί, ποὺ ἑκόντες ἄκοντες βρέθηκαν στὸ πίσω μέρος τοῦ «Σιδηροῦ Παραπετάσματος», ἄρχισαν σχεδὸν συντονισμένα νὰ ἀποζητοῦν τὴν ἐλευθερία τους. Τὸ Ἰανουάριο τοῦ 1989 τὸ κοινοβούλιο τῆς Οὑγγαρίας, ποὺ πρώτη εἶχε ἀμφισβητήσει τὴ Σοβιετικὴ ἐπικυριαρχία τὸ 1956 πληρώνοντας το ἀκριβὰ τότε, ἐνέκρινε τὸν κομματικὸ πλουραλισμὸ καὶ ἀποφάσισε νὰ διεξάγει ἐλεύθερες ἐκλογές. Τὸν Μάρτιο τοῦ ἰδίου ἔτους ὑπόγραψε μιὰ συμφωνία μὲ τὸν ΟΗΕ βάση τῆς ὁποίας δὲν θὰ παρέδιδε πλέον τοὺς πολιτικοὺς πρόσφυγες στὶς χῶρες προελεύσεως τους. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ἦταν ἕνα μεγάλο μέρος Ἀνατολικό-γερμανῶν νὰ περάσουν τὰ σύνορα της ὡς «τουρίστες» ἀναζητῶντας στὴν πραγματικότητα μιὰ διέξοδο φυγῆς πρὸς τὴν τότε Δυτικὴ Γερμανία καὶ τὴν Αὐστρία. Τὸν Ἰούνιο τοῦ ἰδίου ἔτους, ἐνῶ στὴν πλατεῖα Τιὲν Ἄν Μὲν τοῦ Πεκίνου μερικὲς χιλιάδες φοιτητὲς διαδήλωναν ἐναντίον τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος τῆς χώρας τους, στὴν Πολωνία ἡ «Ἀλληλεγγύη» κέρδιζε τίς ἐκλογὲς καὶ τὸν Αὔγουστο ἕνας ἀπὸ τοὺς ἡγέτες της, ὁ Θαδαίους Μαζοβιέτσκι, γινόταν ὁ πρῶτος δημοκρατικὰ ἐκλεγμένος πρωθυπουργὸς μετὰ ἀπὸ πενῆντα χρόνια.
Τὸν Σεπτέμβριο ξεσποῦν στὴ «Λαϊκὴ Δημοκρατία τῆς Βουλγαρίας» οἱ πρῶτες ἀντικομουνιστικὲς διαδηλώσεις. Οἱ διαδηλωτὲς ἀπαιτοῦν ἐκδημοκρατισμὸ τῆς χώρας. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ ὅταν ἕνα μῆνα μετά, τὸν Ὀκτώβριο, ἐπισκέπτεται ὁ Γκορμπατσώφ τὴν Ἄν. Γερμανία. Ὁ σκληροπυρηνικὸς Ἔρικ Χόνεκερ ποὺ θέλει πάσῃ θυσίᾳ νὰ διαλύσει τοὺς διαδηλωτὲς καὶ νὰ κρατήσει τὴ θέση του ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν διαλλακτικότερο Ἔγκον Κρέντς. Τὸ κόμμα κάνει ἀγωνιώδεις προσπάθειες νὰ διατηρηθεῖ στὴν ἐξουσία. Τελικὰ στὶς 9 Νοεμβρίου, γκρεμίζεται τὸ τεῖχος του Βερολίνου καὶ μαζί του καταρρέουν καὶ οἱ ἐλπίδες τῶν κομμουνιστῶν γιὰ πολιτικὴ ἐπιβίωση. Τὴν ἴδια περίοδο στὴν Βουλγαρία ὁ Τεοντὸρ Ζίφκωφ χάνει ἀναίμακτα τὴν ἐξουσία ἀντικαθισταμένος ἀπὸ τὸν Πέταρ Μλαντένωφ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τίς πρῶτες καὶ ἀνέλπιστες, ἐν πολλοῖς, ἀλλαγὲς ἕνας ἀέρας ἐλευθερίας ἀρχίζει νὰ πνέει στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Ὅλα ἔδειχναν ὅτι ἔρχεται μιὰ νέα ἐποχὴ καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς παλαιᾶς ἐπιβάλλετο νὰ ἀποσυρθοῦν. Στὴν ἀποχώρηση τῆς παλαιᾶς φρουρᾶς θὰ συμπεριληφθεῖ τελικὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γκορμπατσώφ, μολονότι εὐνόησε αὐτὴν τὴν ἀλλαγή. Στὴν συνάντηση του μάλιστα μὲ τὸν Ἀμερικανὸ Πρόεδρο Τζὼρτζ Μποὺς τὸν πρεσβύτερο, ποὺ ἔλαβε χώρα στὴν Μάλτα, στὶς 2-3 Δεκεμβρίου 1989, ἀποφάσισε τὴ δημιουργία κατάλληλων πολιτικῶν συνθηκῶν στὸν ἀνατολικὸ Συνασπισμὸ μὲ σκοπὸ τὴ διεξαγωγὴ ἐλευθέρων ἐκλογῶν. Θέλοντας ἐπιπλέον νὰ δείξει τὴν καλή του προαίρεση στὴ σύνοδο τῶν κρατῶν – μελῶν τοῦ Συμφώνου της Βαρσοβίας, ποῦ ἔλαβε χώρα στὴν Μόσχα στὶς 4 Δεκεμβρίου, υἱοθέτησε μιὰ διακήρυξη, τὴν ὁποία συνυπέγραφαν καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη, βάση τῆς ὁποίας καταδικαζόταν ἡ εἰσβολὴ στὴν Τσεχοσλοβακία τὸ 1968. Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν θὰ σώσει τὸν Γκορμπατσὼφ ἀπὸ τὴν μοιραία του πτώση.
Σὲ αὐτὴν τὴ σύνοδο, ὁ Γκορμπατσὼφ ἄρχισε νὰ πιέζει τὸν Νικολάε Τσαουσέσκου νὰ παραιτηθεῖ. Ἐπρόκειτο γιὰ τὸν τελευταῖο σκληροπυρηνικὸ κομμουνιστὴ ἡγέτη τοῦ Συμφώνου της Βαρσοβίας ποὺ ἔστεκε ἀκόμα καλὰ στὰ πόδια του, ἢ τοὐλάχιστον ἔτσι ἔδειχνε. Ἐκεῖνος μὲ τὴ σειρά του δὲν ἐννοοῦσε νὰ δεχθεῖ μὲ τίποτε μιὰ τέτοια προοπτική. Μιὰ μακρὰ ἁλυσίδα ἐγκλημάτων τὸν κρατοῦσε γερὰ δεμένο μὲ τὴν ἐξουσία. Ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἐὰν ἔχανε τὴν ἐξουσία, τα ἑκατομμύρια τῶν θυμάτων του θὰ ἀπαιτοῦσαν ὡς ἐλάχιστη ἱκανοποίηση τὴ φυσική του ἐξόντωση. Στηριγμένος στὴν πανίσχυρη μυστικὴ ἀστυνομία του, τὴ Σεκουριτάτε, ἀποφάσισε νὰ ἀμυνθεῖ μέχρι τέλους. Ὅμως τὸ ἴδιο ἀποφασισμένοι νὰ τὸν «ἐκθρονίσουν» ἦταν καὶ οἱ μέχρι ἐχθὲς σύντροφοι καὶ συνοδοιπόροι του.
Κατὰ τὴ λήξη τῆς Συνόδου τοῦ Συμφώνου στὴν Μόσχα, συνέβῃ τὸ ἀκόλουθο περιστατικὸ τὸ ὁποῖο ἦταν χαρακτηριστικὸ γιὰ τὴν περαιτέρω ἐξέλιξη τῶν γεγονότων: ὁ Τσαουσέσκου ἐμποδίσθηκε τεχνηέντως νὰ σταθεῖ στὴν πρώτη σειρὰ γιὰ τὴν καθιερωμένη ἀναμνηστικὴ φωτογραφία τῶν κομμουνιστῶν ἡγετῶν. Ἔτσι πέρασε στὴ δεύτερη σειρὰ καὶ καθὼς ἦταν κοντὸς στὸ ἀνάστημα δὲν φαινόταν καθόλου. Οἱ σύντροφοί του, τοῦ ἔδιναν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ μήνυμα ὅτι ἡ ἐξουσία του εἶχε πιὰ «τελειώσει». Τελικὰ κατάφερε νὰ φανεῖ ἔστω καὶ ἀπὸ τὴ δεύτερη σειρὰ στηριζόμενος ἀπὸ δυὸ ἄνδρες τῆς Σεκουριτάτε ποὺ στέκονταν δίπλα του καὶ τὸν σήκωναν ἀπὸ τὰ χέρια στὸν ἀέρα! Ἐμφάνιση τόσο γελοῖα ὅσο καὶ τραγικὴ ποὺ προμηνοῦσε ὅμως τὰ ὅσα δυσάρεστα θὰ ἐπακολουθοῦσαν. Μόνο ποὺ οἱ ὑπόλοιποι σύνεδροι δὲν τὸ ἀντελήφθησαν. Ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους εἶχε σημάνει γιὰ τὸν Τσαουσέσκου. Ὁ καιρὸς δὲν εἶχε πιὰ ὑπομονή.
Στὶς 15 Δεκεμβρίου 1989, τέσσερις ἡμέρες μετὰ τὴν ἐγκατάσταση τῆς πρώτης μὴ κομμουνιστικῆς κυβέρνησης στὴν πολύπαθη Πράγα τῆς Τσεχοσλοβακίας, στὴν Τιμισοάρα τῆς Ρουμανίας ἄναψε ἡ σπίθα μιὰ ἐπανάστασης ἡ ὁποία θὰ ἐξελίσσετο στὸν πιὸ αἱματηρὸ λαϊκὸ ἀγῶνα γιὰ τὴν πτώση ἑνὸς κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στὴν Εὐρώπη.
Τιμισοάρα. Ἡ σπίθα τῆς ἐπαναστάσεως.
Ἡ πολιτικὴ ἀλλαγὴ στὴν Οὑγγαρία ἐπηρέασε ἄμεσα καὶ τὴ Ρουμανία. Εἰδικὰ στὶς παραμεθόριες ρουμανικὲς περιοχὲς ὅπου τὸ μαγυαρικὸ στοιχεῖο εἶναι ἔντονο καὶ ποὺ οἱ κατεδαφίσεις ὁλοκλήρων οἰκιστικῶν ζωνῶν ἦταν ὑπὸ ἐξέλιξη, εἶχαν ὡριμάσει οἱ συνθῆκες γιὰ μιὰ ἐξέγερση. Στὴ χιονισμένη καὶ παγωμένη Τιμισοάρα τῆς Βόρειας Τρανσυλβανίας, ἕνας προτεστάντης ἱερέας οὑγγρικῆς καταγωγῆς δίνει τὸ ἔναυσμα τῆς ἐξεγέρσεως μὲ ἕνα κήρυγμα του ἐναντίον τῶν ἀθέων. Στὶς 15 Δεκεμβρίου τοῦ 1989, οἱ κομμουνιστικὲς ἀρχὲς τὸν θέτουν σὲ κατ’ οἶκον περιορισμὸ ἐπιδιώκοντας νὰ τὸν τρομοκρατήσουν καὶ νὰ θέσουν τέρμα στὴν ἀντικομμουνιστική του δραστηριότητα. Ὁ ἱερέας αὐτὸς ὀνομάζεται Λάζλο Τόκες καὶ θὰ γίνει πασίγνωστος καὶ πρωτοπόρος τῆς ἐπαναστάσεως μολονότι πρὸς στιγμὴν τρομοκρατεῖται. Φοβισμένος καλεῖ τοὺς διακόσους περίπου ἐνορῖτες του, ποὺ κύκλωσαν τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὸν προστατεύσουν, νὰ «διαλυθοῦν ἤρεμα καὶ νὰ μὴν δώσουν ἄλλες ἀφορμὲς νὰ κατηγορηθεῖ γιὰ αντι ἀντικομμουνιστικὴ δράση». Τὸ φυτίλι τῆς ἐξεγέρσεως ὅμως ἔχει ἤδη ἀνάψει.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ πρωὶ περίπου 1500 πολῖτες περικυκλώνουν τὴν τοπικὴ νομαρχία φωνάζοντας «Ἐλευθερία!» καὶ «κάτω ὁ Τσαουσέσκου»! Μόνο ὅσοι ἔζησαν στὸ καθεστὼς ἐκεῖνο μποροῦν νὰ καταλάβουν τί ἀπίστευτο θάρρος χρειαζόταν κάποιος γιὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖ ἐναντίον τοῦ πανίσχυρου καὶ αἱμοσταγοῦς δικτάτορα. Οἱ τοπικὲς ἀρχὲς μόλις ξεπερνοῦν τὴν πρώτη ἔκπληξη προσπαθοῦν μὲ βίαια μέτρα καταστολῆς νὰ ἐπαναφέρουν τὴν τάξη. Ἀκολουθοῦν σκληρὲς σκηνὲς βίας μεταξὺ ἀστυνομίας, πολιτοφυλακῆς καὶ διαδηλωτῶν ποὺ ἐπεκτείνονται σὲ ὅλην τὴν πόλη. Καθ’ ὅλην τὴ διάρκεια τῆς νύχτας γίνονται δεκάδες συλλήψεις.
Παρ’ ὅλον τὸν τρόμο ποὺ πλανάτο στὴν πόλη ἀπὸ τὰ αὐστηρὰ κατασταλτικὰ ἀστυνομικὰ μέτρα, τὴν ἑπομένη ἡμέρα, στὶς 17 Δεκεμβρίου, ἀρκετὲς χιλιάδες πολῖτες συρρέουν στὸ κέντρο διαδηλώνοντας ἐναντίον τοῦ καθεστῶτος. Τὸ κράτος ἀντιδρᾷ καὶ τεθωρακισμένα ὀχήματα τοῦ στρατοῦ καὶ τῆς ἀστυνομίας κάνουν τὴν ἐμφάνιση τους καὶ κλείνουν τοὺς δρόμους. Τὸ κόμμα μὲ τὴ σειρά του καλεῖ τὰ μέλη του νὰ ὑπερασπιστοῦν τὸ καθεστώς. Ἔτσι, τὸ ἀπόγευμα ἀρχίζει ἡ σφαγή. Καλὰ ὁπλισμένα μέλη τοῦ κόμματος, ἐπιτίθενται ἐναντίον τῶν ἄοπλων διαδηλωτῶν. Φοροῦν στρατιωτικὲς στολὲς καὶ πυροβολοῦν ἀδιακρίτως ἐπάνω στὰ πλήθη μὲ ἀποτέλεσμα ἡ πλατεῖα τῆς Ὄπερας νὰ πνιγεῖ στὸ αἷμα. Πάνω ἀπὸ ἑκατὸ πολῖτες κάθε ἡλικίας πέφτουν νεκροί. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ περίμεναν οἱ κομμουνιστές. Ὁ λαὸς ἀντὶ νὰ κλειστεῖ τρομοκρατημένος στὰ σπίτια του ξεχύνεται ἀπελπισμένος στοὺς δρόμους καὶ οἱ ἀρχὲς χάνουν τελείως τὸν ἔλεγχο τῆς καταστάσεως. Τὰ ἐπεισόδια συνεχίζονται μέχρι τίς 19 Δεκεμβρίου καὶ στὶς ὀδομαχίες πέφτουν ἀμέτρητοι νεκροὶ καὶ τραυματίες. Παρὰ τὴν ἀπαγόρευση πληροφορήσεως ἀπὸ τὰ κρατικὰ μέσα, τὰ μόνα μέσα ἐνημέρωσης ποὺ διέθετε ἡ χώρα, τὰ νέα σχετικὰ μὲ τὴν ἐξέγερση τῆς Τιμισοάρας κάνουν τὸν γῦρο τῆς χώρας ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, ἀρκετὰ διογκωμένα πολλὲς φορές. Μιὰ γενικὴ ἀνησυχία ἀρχίζει νὰ ἐπικρατεῖ σὲ ὅλην τὴ χώρα. Ἡ γενίκευση τῆς ἐξεγέρσεως εἶναι πλέον ζήτημα χρόνου.
Αὐτὲς τίς κρίσιμες γιὰ τὴν ἐξουσία του στιγμές, ὁ «πιὸ ἀγαπημένος γυιός τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ» βρίσκεται σὲ ταξίδι στὸ Ἰρὰν μὲ σκοπὸ νὰ ἀγοράσει χαλιὰ γιὰ τὸ νεόδμητο παλάτι του. Μαθαίνει ἐκεῖ τὰ νέα καὶ μέχρι νὰ ἐπιστρέψει ἐσπευσμένα ἀναλαμβάνει νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἔκρυθμη κατάσταση ἡ σύζυγος του. Ἡ Ἔλενα Τσαουσέσκου διατάζει νὰ βομβαρδιστεῖ ἡ πόλη καὶ νὰ ἐξαφανιστεῖ ἀπὸ τὸν χάρτη. Εἶναι ὁ μόνος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἐκείνη, «ἡ πιὸ μορφωμένη γυναῖκα τῆς χώρας» ὅπως αὐτοδιαφημιζότανε, μολονότι ἀμφισβητεῖτο ἀκόμη καὶ τὸ ἐὰν εἶχε ἀποφοιτήσει ἀπὸ Δημοτικὸ σχολεῖο, νόμιζε ὅτι μποροῦσε νὰ καταστείλει τὴν ἐξέγερση. Καλεῖ ὅλες τίς δυνάμεις τοῦ κράτους νὰ τὴν στηρίξουν. Πρὸς μεγάλη της ἀπογοήτευση ὅμως ἡ πολεμικὴ ἀεροπορία, μπροστὰ στὸ θηριῶδες τῆς ἀποφάσεως ἀρνεῖται νὰ ἐκτελέσει τὴν ὠμὴ διαταγή της καὶ μόνο ὁ τότε ὀρθόδοξος πατριάρχης, Θεόκτιστος, σπεύδει μὲ μιὰ δήλωση του νὰ σταθεῖ στὸ πλευρό της. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ Τσαουσέσκου θὰ ἀναζητήσει καὶ ὁ ἴδιος ἄσυλο στὸ Παρίσι. Ὅταν ἡ κυβέρνηση Ἰλιέσκου θὰ τὸν ἐπαναφέρει στὸν θρόνο του θὰ ἀναγκαστεῖ κάτω ἀπὸ τὴν γενικὴ κατακραυγὴ νὰ ζητήσει δημόσια συγνώμη ἀπὸ τὸν ρουμανικὸ λαὸ γιὰ τὴν πλήρη ὑποταγή του στὴ θέληση τοῦ δικτάτορα, γιὰ τὴ σιωπηρὴ συναίνεση του στὸ γκρέμισμα ναῶν καὶ μονῶν ποὺ πολλὲς φορὲς ἀποτελοῦσαν ἀρχιτεκτονικὰ μνημεῖα, ὅπως ἡ μονὴ Μπρανκοβεάνου στὸ Βουκουρέστι, καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα. Ἡ ἐπιστροφή του ὅμως στὸν θρόνο καὶ ἡ παραμονὴ του ἐκεῖ ἕως τὸν θάνατο του, φανερώνει ὅτι στὴ Ρουμανία, μὲ τὴν κυβέρνηση Ἰλιέσκου ἔγινε ἁπλῶς μιὰ «ἀλλαγὴ φρουρᾶς» στὴν ἡγεσία τοῦ Κράτους καὶ τίποτε περισσότερο.
Μετὰ τὴν ἀποτυχημένη προσπάθεια τῆς γυναίκας τοῦ Τσαουσέσκου νὰ καταστείλει τὴν «ἀνταρσία», καὶ ἔχοντας ἤδη ἐπιστρέψει ὁ ἴδιος στὴν πρωτεύουσα, ὁ δικτάτορας ἀναλαμβάνει νὰ καταπνίξει ἐκεῖνος τὴν ἐξέγερση. Πιὸ ἤρεμος ὁ ἴδιος ὁ Τσαουσέσκου ἐπιχειρεῖ πρῶτα ἀπὸ ὅλα νὰ τὴν περιορίσει στὴν παραμεθόρια πόλη τῆς Τιμισοάρας. Τὸ βράδυ τῆς 20ης Δεκεμβρίου ἐμφανίζεται στὴν τηλεόραση μαζὶ μὲ τὰ πιὸ σημαντικὰ στελέχη τοῦ κόμματος καὶ προσπαθεῖ νὰ καθησυχάσει τὸν λαὸ καταδικάζοντας ταυτοχρόνως τὴν «δράση τῶν χούλιγκανς (sic) στὴν Τιμισοάρα ποὺ σκοπὸ ἔχουν τὴν ἀνατροπὴ τοῦ Σοσιαλισμοῦ μὲ τὴ βοήθεια ξένων κέντρων τόσο τῆς Ἀνατολῆς ὅσο καὶ τῆς Δύσης». Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης, 21η Δεκεμβρίου, στέλνει τραῖνα μὲ ἐργάτες – τοὺς γνωστοὺς «ἀνθρακωρύχους φρουροὺς τοῦ Κομμουνισμοῦ» – ὁπλισμένους μὲ ρόπαλα στὴν Τιμισοάρα μὲ σκοπὸ νὰ «φρονηματίσουν» τους ἐξεγερθέντες. Σὲ πεῖσμα τοῦ δικτάτορα ὅμως οἱ ἐργάτες μόλις φτάνουν στὴν πόλη ἑνώνονται μέ τους ἐξεγερθέντες. Οἱ κομμουνιστικὲς ἀρχὲς ἐγκαταλείπουν τὴν πόλη καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῆς ἐξεγέρσεως μιλοῦν στὰ πλήθη ἀπὸ ἕνα μπαλκόνι τῆς πλατείας της Ὄπερας. Ἡ πόλη βρίσκεται ἐξ’ ὁλοκλήρου στὰ χέρια τῶν ἐπαναστατῶν. Ἡ πορεία τῶν πραγμάτων πλέον διαγράφεται καθαρά.
Τὸ Βουκουρέστι ἐπαναστατεῖ.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς 21ης Δεκεμβρίου ἡ ἐπανάσταση ξεσπᾷ μέσα στὴν ἴδια τὴν πρωτεύουσα. Μπροστὰ στὸ ξενοδοχεῖο Ἰντερκοντινένταλ ὅπου μένουν ὅλοι οἱ ξένοι, χιλιάδες νέοι καὶ μαθητὲς λυκείου στήνουν ὁδοφράγματα καὶ φωνάζουν «Κάτω ὁ Τσαουσέσκου!», «Κάτω ὁ κομμουνισμός!». Ἡ Σεκουριτάτε ἀναλαμβάνει ἀμέσως δράση καὶ στὶς 4 τὸ ἀπόγευμα λίγο πιὸ πέρα, μπροστὰ στὴ «Σάλα Ντάλλες», οἱ πρῶτοι νεκροὶ μαθητὲς πέφτουν στὸ ὁδόστρωμα χτυπημένοι ἀπὸ σφαῖρες τῶν ἀσφαλιτῶν ποὺ πυροβολοῦσαν μέσα ἀπὸ τοὺς ὑπονόμους. Στὶς 11,45 τὸ βράδυ τεθωρακισμένα ὀχήματα σπᾶνε τὸ ὁδόφραγμα τοῦ ξενοδοχείου καὶ ὁ στρατὸς ποὺ ἀκολουθεῖ ἀνοίγει πῦρ. Δεκάδες θυμάτων βάφουν μὲ τὸ αἷμα τους τὴν ἄσφαλτο. Μερικοὶ σταυροὶ στέκουν ἕως σήμερα σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀδιάψευστοι μάρτυρες τῆς θυσίας τῶν νέων γιὰ τὴν ἐλευθερία. Πολλοὶ διαδηλωτὲς καταφεύγουν στὸ Πανεπιστήμιο ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ὁδόφραγμα καὶ ἄλλοι στὸ κοντινὸ παλάτι τῆς φαναριώτικης οἰκογένειας Σούτσου. Οἱ τραυματίες μεταφέρονται στὸ ἀπέναντι νοσοκομεῖο, χτισμένο πρὶν ἕναν αἰῶνα ἀπὸ μιὰ φαναριώτισσα πριγκήπισσα Μαυροκορδάτου. Κάποιοι παραβιάζουν τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας τοῦ νοσοκομείου, ποὺ γιὰ ἀρκετὲς δεκαετίες ἦταν κλειστή, γιὰ νὰ τοποθετήσουν ἐκεῖ τοὺς πρώτους νεκρούς. Μιὰ ἔκπληξη τοὺς περιμένει καθὼς βλέπουν κάτω ἀπὸ τὴν γιὰ πολλὰ χρόνια κλειστὴ πόρτα τοῦ ναοῦ, σωροὺς ἀπὸ κέρματα. Οἱ ἀσθενεῖς μὴ μπορῶντας νὰ μποῦν νὰ προσευχηθοῦν στὴν ἐκκλησία ἔριχναν κρυφὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τοῦ διωγμοῦ, κάτω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀντὶ γιὰ τὸ κερὶ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνάψουν, χρήματα.
Τὰ ἐπεισόδια ἐπεκτείνονται σὲ ὅλην τὴν πόλη καὶ τὸ Βουκουρέστι μετατρέπεται σὲ ἕνα θέατρο πολέμου. Σκοπὸς τῆς Σεκουριτάτε, ποὺ πυροβολεῖ ἀθέατη ἀπὸ στέγες καὶ ὑπονόμους ὅποιον κυκλοφορεῖ στὸν δρόμο, εἶναι καὶ πάλι νὰ ἐνσπείρει τὸν τρόμο. Σὲ ἀπάντηση οἱ διαδηλωτὲς ζητοῦν τὴν ἐκτέλεση τοῦ Τσαουσέσκου. Φωνὲς ὅπως «Θάνατος στὸν δικτάτορα!» καὶ «Κάτω ὁ κομμουνισμός!» φτάνουν μέχρι καὶ τὸ παλάτι του. Ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε συνηθίσει γιὰ χρόνια νὰ δέχεται μόνο ἐνορχηστρωμένες ἐπευφημίες, ἀκούει ἔκπληκτος ξαφνικὰ τὰ πλήθῃ νὰ φωνάζουν τὸ σύνθημα: «Κάτω ὁ τσαγκάρης!». Ὁ ἴδιος εἶχε ξεκινήσει τὴ ζωή του σὰν βοηθὸς σὲ ὑποδηματοποιεῖο. Μετὰ ἀπὸ μισὸν αἰῶνα δόξας ὅμως δὲν περίμενε ὅτι κάποιος θὰ θυμόταν τὴν ταπεινή του καταγωγή. Μπλεγμένος βαθιὰ σὲ ραδιουργίες καὶ πολιτικὲς δολοπλοκίες καὶ ὁ ἴδιος, ἀρχίζει νὰ ὑποψιάζεται μιὰ σκευωρία γύρω ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση. Ὄχι δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀποδοκιμάζει ὁ λαός του, «ἡ ἐργατιά του», μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Κάποια συνωμοσία κρύβεται πίσω ἀπὸ ὅλα αὐτά. Πεπεισμένος πλέον γιὰ τὴν συνωμοσία ἀναζητᾷ τοὺς συνωμότες. Πρῶτο θῦμα του εἶναι ὁ ὑπουργὸς Ἐθνικῆς Ἀμύνης, στρατηγὸς Βασίλε Μίλεα, ὁ ὁποῖος βρίσκεται δολοφονημένος στὸ γραφεῖο του, στὸ κτίριο τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Κομμουνιστικοῦ κόμματος. Ἔχει πυροβοληθεῖ στὸ στῆθος ἀπὸ μικρὴ ἀπόσταση. Ὁ Τσαουσέσκου τὸν κατηγορεῖ δημοσίως ὅτι συνωμότησε μὲ τοὺς Σοβιετικοὺς προκειμένου νὰ κάνει πραξικόπημα καὶ νὰ τὸν ἀνατρέψει καὶ ἀποδίδει τὸν θάνατο του σὲ αὐτοκτονία.
Τὸ πρωὶ τῆς 22ας Δεκεμβρίου κηρύσσεται στὴ χώρα κατάσταση ἐκτάκτου ἀνάγκης. Στὶς 10 ἡ ὥρα ὁ ἐκφωνητὴς τῆς κρατικῆς τηλεοράσεως, Τζεόρτζε Μαρινέσκου, διαβάζει τὸ ἀνακοινωθὲν τοῦ δικτάτορα. Μέσῳ αὐτοῦ τίθενται σὲ ἐπιφυλακὴ ὅλες οἱ στρατιωτικὲς μονάδες καὶ οἱ δυνάμεις ἀσφαλείας τῆς χώρας καὶ καλοῦνται τὰ μέλη τοῦ κόμματος νὰ ὑπερασπιστοῦν μὲ γενναιότητα τὸ καθεστώς. Ὁ Τσαουσέσκου καλεῖ τοὺς ἐργάτες καὶ τοὺς ἀγρότες νὰ «κλείσουν τὰ αὐτιά τους στὶς σειρῆνες τῶν προδοτῶν τῆς πατρίδας καὶ νὰ μείνουν πιστοὶ στὴν ἐπανάσταση». Μιλᾷ ἀνοιχτὰ γιὰ μιὰ συνωμοσία ἡ ὁποία ἐνσπείρει φῆμες γιὰ ἐξέγερση καὶ προκαλεῖ ταραχὲς στὸ κράτος. Ἐνημερώνει τὸν λαὸ γιὰ «Οὕγγρους καὶ Σοβιετικοὺς πράκτορες ποὺ εἰσῆλθαν ὡς τουρίστες στὴ χώρα μὲ τὴ συνεργασία ντόπιων προδοτῶν καὶ μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν ἀνατροπή του». Δὲν παύει δέ, νὰ ἐπαναλαμβάνει ἕως τέλους ὅτι ἐὰν χάσει ὁ ἴδιος τὴν ἐξουσία ἡ χώρα θὰ διαμελισθεῖ! Μὲ δύο λόγια εἶχε πιστέψει στὰ ἀλήθεια ὅτι ἦταν ὁ «σωτῆρας»… ἐδῶ τὰ σχόλια περιττεύουν.
Στὶς 11 ἡ ὥρα λαμβάνει χώρα μιὰ συνεδρίαση στὰ Γραφεῖα τοῦ Κόμματος, ποὺ βρίσκονταν ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Βασιλικὸ Παλάτι, τὸ ὁποῖο ἔχει μετατραπεῖ πλέον σὲ μουσεῖο, καὶ στὴν ὁποία προεδρεύει ὁ ἴδιος. Ταυτοχρόνως καὶ μὲ σκοπὸ νὰ δείξει σὲ ὅλους ὅτι χαίρει τῆς λαϊκῆς ὑποστηρίξεως, διοργανώνει στὴν τεράστια πλατεῖα μπροστὰ ἀπὸ τὸ Βασιλικὸ Παλάτι μιὰ συγκέντρωση ἐργατῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάζονται νὰ μεταβοῦν ὁμαδικῶς ἐκεῖ ἀπὸ τὰ ἐργοστάσια ποὺ δουλεύουν. Αὐτὴ ἡ συγκέντρωση στὴν ὁποία κυριαρχοῦν οἱ φωτογραφίες τοῦ «πρώτου ἐργάτη» καὶ τῆς γυναίκας του θὰ εἶναι μοιραία γιὰ τὸν δικτάτορα. Ἐκεῖ θὰ κάνει καὶ τὴν τελευταία δημόσια ἐμφάνιση του. Βγαίνει μόνος του στὸ μπαλκόνι τοῦ κτιρίου τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Κόμματος καὶ ἀπευθύνεται στὰ πλήθη. Μόλις ποὺ προλαβαίνει νὰ πεῖ: «Ἀγαπητοὶ σύντροφοι σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν παρουσία σας» καὶ οἱ ἀποδοκιμασίες ξεσποῦν ἔντονες. Πανικοβάλλεται καὶ προσπαθῶντας νὰ σταματήσει τὴν ἀντίδραση τοῦ πλήθους τάζει ἄμεση αὔξηση ὅλων τῶν μισθῶν κατὰ ἑκατὸ λέϊ τὸν μῆνα. Τὸ ποσὸν εἶναι ἀστρονομικὸ γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς. Ὁ λαὸς ὅμως ποὺ χρόνια τώρα κρυώνει καὶ πεινᾷ δὲν ἀκούει πλέον τίς ὑποσχέσεις τοῦ δικτάτορα ποὺ διαθέτει μέχρι χρυσῆ ζυγαριὰ γιά το σκυλάκι του. Τὸ συγκεντρωμένο πλῆθος ἀντὶ νὰ καθησυχασθεῖ φωνάζει μὲ περισσότερη μανία «θάνατος στὸν τύραννο!» καὶ ὁ Τσαουσέσκου τρομοκρατημένος καταφεύγει στοὺς πιστούς του συνεργάτες γιὰ νὰ τὸν σώσουν. Ἐκεῖνοι τὸν ὁδηγοῦν στὴν ταράτσα τοῦ κτιρίου καὶ σὲ λίγο ἕνα ἑλικόπτερο ἀπογειώνεται μεταφέροντας αὐτὸν καὶ τὴ γυναῖκα του στὸ ἐξωτερικό. Τὴν ἴδια ὥρα, τὰ γραφεῖα τοῦ Κόμματος, τὸ ὁποῖο γιὰ δυόμισι δεκαετίες τὸ εἶχε διοικήσει μὲ σιδηρᾶ πυγμή, ἔπεφταν στὰ χέρια τῶν διαδηλωτῶν. Στὴν ἴδια πλατεῖα τὸ Βασιλικὸ Παλάτι καθὼς ἡ Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη ἔχουν ἤδη παραδοθεῖ στὶς φλόγες. «-Βίκτωρα τὸ νοῦ σου στὰ παιδιά!» φωνάζει φεύγοντας ἡ «πρώτη συντρόφισσα» ἀπευθυνόμενη στὸν ὑφυπουργὸ Ἐθνικῆς Ἀμύνης καὶ ἔμπιστο τοῦ Τσαουσέσκου, στρατηγὸ Βίκτωρ Ἀθανάσιο Στανκουλέσκου. Ἦταν ὁ μόνος ποὺ πίστευε ὅτι δὲν θὰ τοὺς πρόδιδε ποτέ. Φεύγουν μὲ αὐτὴν τὴν πλάνη καὶ ἡ πορεία πρὸς τὸ μοιραῖο ἀρχίζει.
Ἀντὶ ἐξωτερικοῦ, τὸ στρατόπεδο τῆς Τιργκόβιστε.
Ἡ Τιργκόβιστε εἶναι μιὰ πολίχνη λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ Βουκουρέστι ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν μὲ τὸ ἐξελληνισμένο ὄνομα «Τιργοβίστιον» εἶχε γνωρίσει μεγάλη φήμη ὡς ἕδρα τοῦ Φαναριώτη μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας καὶ ὡς πρώτη πρωτεύουσα τῶν Πριγκηπάτων. Τὸ 1989 ἡ φήμη της αὐτὴ εἶχε λησμονηθεῖ τελείως καὶ ἡ ἴδια εἶχε μεταμορφωθεῖ σὲ ἕνα ἥσυχο προάστιο, σχεδόν, τοῦ Βουκουρεστίου. Τὰ γεγονότα τοῦ Δεκεμβρίου ὅμως τὴν ἀνέσυραν ξανὰ ἀπὸ τὴν ἀφάνεια δίνοντας της μιὰ νέα θέση στὴ σύγχρονη ἱστορία. Στὸ στρατόπεδο αὐτῆς τῆς μικρῆς πόλεως μετέφερε τελικὰ τὸ ἑλικόπτερο τὸ ζεῦγος Τσαουσέσκου καὶ ὄχι στὸ ἐξωτερικό. Ἐκεῖ ἔμελλε νὰ τελευτήσουν καὶ τίς ἡμέρες τους. Ἀμέσως μόλις ἀποβιβάστηκαν στὴν Τιργκόβιστε παρεδόθησαν σὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀλεξιπτωτιστῶν καὶ ἐφυλάσσοντο ἄγρυπνα νύχτα καὶ ἡμέρα. Τὴν ἡμέρα τοὺς φρουροῦσαν στὸ στρατόπεδο, ἐνῶ τὴν νύχτα τοὺς μετέφεραν σὲ ἕνα τεθωρακισμένο ὄχημα μεταφορᾶς προσωπικοῦ, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν νὰ ἀνατινάξουν ὁποιαδήποτε στιγμή.
Στὴν ἀρχὴ ὁ Τσαουσέσκου πίστευε ὅτι ἁπλῶς τὸν φρουροῦσαν. Τὸ ἀκόλουθο γεγονὸς ὅμως ἔγινε ἡ αἰτία νὰ καταλάβει τὴν πραγματική του κατάσταση: ὁ διοικητὴς τοῦ στρατοπέδου, συνταγματάρχης Ἀντρέϊ Κεμένιτσι, ἀνησύχησε ἀπὸ τὴν διάδοση στὴν πόλη τοῦ νέου ὅτι ὁ Νικολάε καὶ ἡ Ἔλενα Τσαουσέσκου βρίσκονταν στὸ στρατόπεδο του. Φοβούμενος ὅτι θὰ προσπαθήσουν νά τοῦ τοὺς πάρουν, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφερθοῦν προσωρινὰ καὶ οἱ δύο κρατούμενοι στὸ Βουκουρέστι. Τὸ προεδρικὸ ζεῦγος ξεκίνησε φρουρούμενο καὶ μὲ τὴ διαταγὴ νὰ μὴν τοὺς ἀφήσουν νὰ πλησιάσουν στὸ παράθυρο τοῦ αὐτοκινήτου. Μολονότι ἦταν ξεκάθαρο ὅτι στοὺς δρόμους τὸ πλῆθος ἐξέφραζε τὴ χαρά του γιὰ τὴν πτώση τοῦ Τσαουσέσκου, αὐτός, ἀποκομμένος ἐντελῶς ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν «λαό του», τὴν «ἐργατιά του» γιὰ νὰ τὴν πείσει γιὰ τὸ «δίκιο» του. Πίστευε ἀκράδαντα, ἀκόμα καὶ τότε, ὅτι ὁ λαὸς εἶναι μαζί του καὶ σὲ ὅλην τὴν ἐξέγερση δὲν ἔβλεπε παρὰ μόνο μιὰ καλὰ στημένη συνωμοσία. Κάποια στιγμή, ὁ Τσαουσέσκου ἐξέλαβε ἐσφαλμένως τὸ σύνθημα τοῦ πλήθους ποὺ φώναζε: «Ὁ Τσαουσέσκου δὲν ὑπάρχει πιά!», ὡς ἐπευφημία πρὸς τὸν ἴδιον τόν ὁποῖον πίστεψε ὅτι ἀναζητοῦσαν φωνάζοντας: «Ποὺ εἶναι ἐπιτελοῦς ὁ Τσαουσέσκου;» (1) Ἀμέσως πετάχτηκε στὸ παράθυρο γιὰ νὰ μιλήσει στὸ πλῆθος. Ὁ ἀξιωματικὸς ποὺ εἶχε ἐπιφορτισθεῖ μὲ τὴν φρούρηση του, (τὸ ὄνομα του πέρασε ἤδη στὴν λήθη) προσπάθησε νὰ τὸν σταματήσει. Ὁ Τσαουσέσκου ἀντιστάθηκε. Τότε ἐκεῖνος γιὰ νὰ κάνει σεβαστὴ τὴν ἐντολὴ ποὺ τοῦ εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τὸν διοικητή του χτύπησε μὲ τὴν γροθιά του τὸ γεροντικὸ πρόσωπο τοῦ δικτάτορα. Τὸ χτύπημα τοῦ ἀξιωματικοῦ ἦταν τόσο δυνατὸ ὥστε τὸ πρόσωπο τοῦ Τσαουσέσκου γέμισε αἵματα. Ἀμέσως ἐπέστρεψαν στὸ στρατόπεδο τῆς Τιργκόβιστε ὅπου τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε καὶ ἀπὸ ἄλλους ἀξιωματικούς, ποὺ ἀμίλλωντο σὲ ζῆλο τοῦ πρώτου. Στὸ στρατόπεδο τῆς Τιργκόβιστε, ὁ γέροντας καὶ ἀσθενὴς Νικολάε Τσαουσέσκου χτυπήθηκε τόσο δυνατὰ ἀπὸ ἀνθρώπους πού μέχρι ἐχθὲς ἔστεκαν προσοχὴ μπροστά του, ὥστε ἀρκετὲς φορὲς τὸν πῆραν τὰ αἵματα. Ὡς γνωστὸν δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται κι οἱ ἔνστολοι μόνον ἐξαίρεση δὲν ἀποτελοῦν σὲ αὐτὸν τὸν κανόνα.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπότομη συνειδητοποίηση τῆς πραγματικότητος ὁ πρώην δικτάτορας προσπάθησε νὰ ἀνακτήσει τὴν ἐλευθερία του μὲ κάθε τρόπο. Ὑποσχέθηκε στοὺς φρουρούς του χιλιάδες δολλάρια καθὼς καὶ ὅποια θέση ἤθελαν στὸν στρατό, ἀλλὰ ὅλες του οἱ προσπάθειες ἀπέβησαν μάταιες.
Ἐν τῷ μεταξύ, στὸ Βουκουρέστι ἐμφανίστηκε στὴν κρατικὴ τηλεόραση μιὰ ὁμάδα ποὺ αὐτοτιτλοφορεῖτο «Μέτωπο Ἐθνικῆς Σωτηρίας», τῆς ὁποίας τὰ μέλη, ὡς «ἀρχηγοὶ τῆς ἐπανάστασης», διεκδίκησαν τὴν ἡγεσία τῆς χώρας. Ἐπρόκειτο γιὰ ὑψηλόβαθμα στελέχη τοῦ καταρρέοντος κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος ποὺ προσπαθοῦσαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ παραμείνουν στὴν ἐξουσία. Πολὺ μπερδεμένοι καὶ οἱ ἴδιοι, ἐξήγγειλαν στὴν ἀρχὴ ὅτι τὸ καθεστὼς θὰ παραμείνει κομμουνιστικὸ ἀλλὰ θὰ ἀποκτήσει «ἀνθρώπινο πρόσωπο» σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τῆς Περεστρόϊκα, καὶ περίμεναν ὡς ἀναπότρεπτη τὴν εἰσβολὴ τῶν Σοβιετικῶν. Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι δόθηκε καὶ σχετικὴ ἐντολὴ σὲ ὅλους τοὺς διοικητὲς τῶν μονάδων τῶν συνόρων νὰ μὴν ἐμποδίσουν ὁποιαδήποτε κίνηση τῶν Σοβιετικῶν στρατευμάτων νὰ εἰσέλθουν στὴν χώρα. Τελικά, ἡ φορὰ τῶν γεγονότων ἦταν τέτοια ποὺ οὔτε τὸ καθεστὼς ἔμεινε κομμουνιστικό, οὔτε οἱ Σοβιετικοὶ χρειάστηκε νὰ εἰσβάλλουν. Ἡ διαταγὴ ὅμως αὐτὴ ἔδωσε ὑπόσταση στὰ σενάρια τοῦ Τσαουσέσκου περὶ συνωμοσίας καὶ πραξικοπήματος, ποὺ εἶχε ὡς μοναδικὸ σκοπὸ τὴν ἀνατροπή του καὶ στηρίζετο στὴν βοήθεια ξένων παραγόντων.
Μεταξὺ τῶν ἡγετικῶν μελῶν τοῦ «Μετώπου Ἐθνικῆς Σωτηρίας» συγκαταλέγονταν οἱ Ἴον Ἰλιέσκου, (κατοπινὸς πρόεδρος) Νικολάε Μιλιτάρ, Σίλβιου Μπρουκάν, (ὁ ὁποῖος εἶχε εἰσβάλει στὴν Ρουμανία μαζὶ μὲ τὰ Σοβιετικὰ στρατεύματα τὸ 1944 καὶ ἦταν πράκτορας τῆς ΚΑ ΓΚΕ ΜΠΕ), Πέτρε Ρόμαν, (κατοπινὸς πρωθυπουργός), Τζέλου Βοϊκὰν Βοϊκουλέσκου καὶ ἄλλα ἐξέχοντα στελέχη τοῦ κόμματος. Ἐὰν ὁ Τσαουσέσκου μποροῦσε νὰ δεῖ ποιοὶ πρωτοστατοῦσαν πιὰ στὴν «ἐκθρόνιση» τοῦ θὰ ἔνιωθε βαθιὰ δικαιωμένος γιά τις περὶ συνωμοσίας θεωρίες του. Μόνο στὰ πρόσωπα εἶχε πέσει ἔξω. Ὁ μέχρι χθὲς παντοδύναμος δικτάτορας ὅμως, εἶχε χάσει πλέον κάθε ἐξουσία καὶ δὲν εἶχε καμμία ἐνημέρωση περὶ τῶν συμβαινόντων στὴν πρωτεύουσα. Ἐπιπλέον, στὴν δίκη ποὺ ἀκολούθησε, θὰ θεωρεῖτο ὑπεύθυνος καὶ θὰ ἐπιβαρύνετο καὶ μὲ τοὺς φόνους ποὺ ἔγιναν, ἀφ’ ὅτου ἐκεῖνος ἔχασε τὴν ἐξουσία. Οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις!
Τίς δύο ἑπόμενες ἡμέρες ἀπὸ τὴν σύλληψη τοῦ Τσαουσέσκου, ἡ ἐπανάσταση στὴν πραγματικότητα ἐξελίσσετο σιγὰ – σιγὰ σὲ πραξικόπημα. Τὸ μόνο ποὺ ἔλειπε πλέον γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ πραξικόπημα αὐτό, ἦταν οἱ πρώην δικτάτορες νὰ χάσουν καὶ τυπικὰ τὴν ἐξουσία ἢ ἀκόμα καὶ νὰ ἐκλείψουν φυσικά. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ πολίτης Ἴον Ἰλιέσκου, ἐν ὀνόματι τοῦ «Συμβουλίου τοῦ Μετώπου Ἐθνικῆς Σωτηρίας» ὑπόγραψε τὴ διαταγὴ συστάσεως ἐκτάκτου στρατοδικείου ποὺ θὰ δίκαζε τὸ ζεῦγος Τσαουσέσκου. Ἦταν ἕνα δικαστήριο ποὺ μέχρι τέλους δὲν ἀναγνώρισε ὁ Τσαουσέσκου. Καὶ ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ τὸ ἔστησαν δὲν εἶχαν ἀποφασίσει ἐὰν θὰ ἐκτελοῦσαν ἢ ἁπλῶς θὰ φυλάκιζαν τοὺς κρατουμένους. Τελικὰ μέσα σὲ μιὰ τουαλέτα (ὅσο παράξενο καὶ ἂν ἀκούγεται) καὶ ὑπὸ τὴν πίεση τοῦ πολὺ σκοτεινοῦ καὶ αἰνιγματικοῦ Βοϊκουλέσκου, ποὺ εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὸ πουθενὰ καὶ κραύγαζε: «ἢ ἐκεῖνοι ἢ ἐμεῖς», ὁ Ἰλιέσκου ἀποφάσισε νὰ ἐκτελέσει τοὺς κρατουμένους. Ὁ ἔμπιστος τοῦ δικτάτορα, στρατηγὸς Βίκτωρ Στανκουλέσκου, στὸν ὁποῖο ἡ Ἔλενα ἐγκαταλείποντας τὴν πρωτεύουσα εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὴν φροντίδα τῶν παιδιῶν της, συμφώνησε ἀνενδοιάστως μὲ τὴν ἐκτέλεση τοῦ ζεύγους. Τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως ὑπερίσχυσε γιὰ ἄλλη μιὰ φορά……
Ἡ δίκη.
Ἀμέσως μετά, στὶς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 1989 καὶ σύμφωνα μὲ τὴ διαταγὴ τοῦ πολίτη Ἴον Ἰλιέσκου, στήθηκε ἐπὶ τόπου, στὸ στρατόπεδο τῆς Τιργκόβιστε, ἕνα ἔκτακτο στρατοδικεῖο. Ἀπὸ τὸ Βουκουρέστι κατέφθασαν τὰ μέλη του μὲ δύο ἑλικόπτερα Πούμα 330 καὶ μὲ τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση προειλημμένη. Τὸ δικαστήριο ἀποτελεῖτο ἀπό τους: δικαστῆ Γκίκα Πόπα ὡς Πρόεδρο, δικαστῆ συνταγματάρχη Ἴον Νίστορ ὡς ἀντιπρόεδρο, Ντὰν Βοϊνέα, εἰσαγγελέα, τοὺς δικηγόρους ὑπεράσπισης τοῦ ζεύγους, Κωνσταντὶν Λουκρέσκου καὶ Νικολάε Τεοντορέσκου, καθὼς καὶ τοὺς μάρτυρες κατηγορίας Βίκτωρ Ἀθανάσιο Στανκουλέσκου, (πρὸς μεγάλη ἔκπληξη τοῦ Τσαουσέσκου), καὶ Μουγκουρὲλ Φλωρέσκου, Στεφὰν Ματεντσιούκ, Ἴον Μπάϊου καὶ Ἴον Μποϊέρου. Ἡ δίκη παρωδία ἄρχισε.
Ἦταν – γιὰ νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς μέχρι τέλους – ἡ τελευταία σταλινικὴ δίκη τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, τοποθετημένη στὴν ἀρχὴ τοῦ νέου δρόμου τῆς Ρουμανίας ἀπὸ τὴν κομμουνιστικὴ τυραννία καὶ δικτατορία πρὸς τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ δημοκρατία. Τὸ νὰ δικαστεῖ ὁ Τσαουσέσκου ἦταν φυσικὸ ἑπόμενο, ἀλλὰ ἡ διεξαγωγὴ τῆς δίκης ἔγινε σύμφωνα μὲ τοὺς δοκιμασμένους κανόνες τῆς σταλινικῆς «δικαιοσύνης»: ὁ εἰσαγγελεὺς ἐπινόησε παραπτώματα, ὁ δικαστὴς προσέβαλλε τοὺς κατηγορουμένους καὶ οἱ δικηγόροι ὑπερασπίσεως ἐπετέθησαν σὲ ἐκείνους τοὺς ὁποίους ἐκλήθησαν νὰ ὑπερασπιστοῦν. Διαβάζοντας τὰ πρακτικὰ τῆς δίκης ἔμεινα μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι σὲ ὅλα της τὰ σημεῖα ἡ «δίκη» τῆς Τιργκόβιστε εἶναι τὸ ἴδιο ἐπαίσχυντη ὅπως καὶ οἱ δίκες τῶν «Λαϊκῶν Δικαστηρίων» τῆς κομμουνιστικῆς περιόδου, ὅπου ἡ δικαιοσύνη εἶχε καταλυθεῖ πλήρως.
Τέλος, τὸ ἔκτακτο στρατοδικεῖο ἀποφαίνεται ὅτι οἱ κατηγορούμενοι εἶναι ἔνοχοι γιὰ γενοκτονία ἐναντίον τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ, κατάχρηση ἐξουσίας καὶ διασπάθιση τοῦ δημοσίου χρήματος. Ἐπιβάλλει πλήρη κατάσχεση ὅλων τῶν περιουσιακῶν τους στοιχείων καὶ τοὺς καταδικάζει στὴν ἐσχάτη τῶν ποινῶν. Ἡ ἐκτέλεση τους ὁρίζεται νὰ γίνει τὴν ἴδια ἡμέρα δια τυφεκισμοῦ. «Θὰ μπορούσατε νὰ μᾶς ἐκτελέσετε καὶ χωρὶς αὐτὸ τὸ μασκαριλίκι», θὰ πεῖ ὁ πρώην δικτάτορας. Καὶ ἐνῶ τοὺς ὁδηγοῦν δεμένους γιὰ νὰ τοὺς ἐκτελέσουν ἐνθυμούμενος πιθανὸν δικές του παρόμοιες ἐνέργειες συμπληρώνει: «Ἐξάλλου, ὅποιος παίρνει πραξικοπηματικὰ τὴν ἐξουσία μπορεῖ καὶ νὰ ἐκτελεῖ ὅποιον θέλει».
Ἕνα παράνομο δικαστήριο δίκασε καὶ καταδίκασε σὲ θάνατο ἐκείνους ποὺ παρανόμως εἶχαν θέσει γιὰ ἕνα τέταρτο τοῦ αἰῶνος ἕναν ὁλόκληρο λαὸ κάτω ἀπὸ τὸ ἀπάνθρωπο κνοῦτο τους. Τὸ μεσημέρι τῆς ἴδιας ἡμέρας οἱ στρατιῶτες ποὺ ἐθελοντικὰ συμμετεῖχαν στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα θὰ ἔδιναν τέλος στὴν ζωὴ τοῦ ὀλέθριου ζεύγους Τσαουσέσκου. Μετὰ τὴν πρώτη ὁμοβροντία τὰ ἄψυχα σώματα τῶν τυράννων σωριάζονταν στὴν παγωμένη γῆ ὅπως γιὰ εἴκοσι πέντε χρόνια σωριάζονταν στὴ γῆ μὲ διαταγή τους τὰ σώματα τῶν ἀντιφρονούντων καὶ οἱ ρουμανικὲς ἐκκλησίες. Ἦταν 25 Δεκεμβρίου τοῦ 1989 καὶ οἱ χριστιανοὶ γιόρταζαν γιὰ πρῶτα φορά, μετὰ ἀπὸ μισὸ αἰῶνα διωγμοῦ, ἐλεύθεροι τὰ Χριστούγεννα. Μετὰ τὴν ἐκτέλεση χιόνισε…….
Σαράντα περίπου χρόνια πρίν, στὸ Βουκουρέστι πάντα, οἱ κομμουνιστὲς εἶχαν ἐκτελέσει τὸν Στρατάρχη Ἴων Ἀντωνέσκου, γιατί «τόλμησε» νὰ ἐπιτεθεῖ ἐναντίον τῆς τότε ΕΣΣΔ. Σαράντα περίπου χρόνια πρίν, ὁ Στρατάρχης Ἀντωνέσκου ἔπεφτε στὴν Κοιλάδα τῶν Ροδακινιῶν, περήφανα σὰν δέντρο ψηλὸ ποὺ ἔπληξε ὁ κεραυνὸς τὴν κορυφή του. Τώρα τὸ ὀλέθριο ζεῦγος Τσαουσέσκου ὑπέκυπτε στοὺς πυροβολισμοὺς ἐκλιπαρῶντας νὰ τοῦ χαρίσουν τὴ ζωή. Ἡ σύγκριση εἶναι καταλυτικὴ ὑπὲρ τοῦ Στρατάρχη. Τὸ ἐκκρεμὲς τῆς Ἱστορίας εἶχε κάνει τὴν καθορισμένη κίνηση τοῦ πηγαίνοντας στὴν ἄλλη ἄκρη καὶ ἡ δικαιοσύνη εἶχε ἐπιτέλους ἀποδοθεῖ.
1) Στὰ ρουμάνικα οἱ φράσεις «Ὁ Τσαουσέσκου δὲν ὑπάρχει» καὶ «Ὁ Τσαουσέσκου ποὺ εἶναι;» κάνουν συνήχηση: «Ceausescu nu mai e!» καὶ «Ceausescu unde e?» καὶ εὔκολα μποροῦν νὰ μπερδευτοῦν.
Βιβλιογραφία.
Arhivele Militare Române, Armata Română în Revoluţia din Decembrie 1989, ed., II, revăzută şi completată, Ed. Militară, Bucureşti 1998.
ArdeleanuTana, Savaliuc Razvan, Baiu Ion, col., Procesul Ceauşescu, Ed. Ziua-Omega Press Investment, Colectia Document, 1996.
Constantiniu Florin, O istoria sincera a poporului român, Bucureşti, 1995.
Domenico Viorel, După execuţie a nins, ed. Militară, Bucureşti 1992.
Lucescu Constantin, general,. Procesul Ceauşescu. Soluţie justiţiară a unui moment istoric, Bucureşti, Ed., Sylvi, 1997.
Şteţco Toader, Moartea Preşedintelui Dictator, Editura CONCORDIA, Arad, 1995.