«Στον κόσμο τούτο είδαν πολλά τα μάτια μου, πολλά ακούσανε τ’ αυτιά μου, σαν ο κάθε άνθρωπος διάβασα πλήθος βιβλία που γράψανε οι πιο άξιοι άνθρωποι του κάθε τόπου. Και μολαταύτα κάθε φορά που θε να ‘ρτουνε τούτες οι μέρες με τα Πάθη του Χριστού, ούλα σβήνουνε κι η καρδιά μου πέφτει σε μια γλυκιά θλίψη.
Όπως έρχεται κάθε χρόνο ο χειμώνας, όπως έρχεται η ισημερία και η γης αλλάζει όψη κι οι ανθρώποι παθαίνουνε πολλά απ’ το φεγγάρι, από τ’ άστρα κι από τους κομήτες, που διασταυρώνουνε το δρόμο τους, έτσι κι η Μεγάλη Βδομάδα έρχεται σαν μια ασβολερή νύχτα, μα που πίσω της όμως τρεμοσβήνει το γλυκό άστρο της ελπίδας.»
«Τετέλεσται»! φώναξε ο πολυβασανισμένος Χιαστός από πάνω από το σταυρό κι έγειρε την κουρασμένη κεφαλή Του.
Μ’ αυτή τη λέξη σφραγίστηκε το έργο που έκανε πάνω στη γή για τη σωτηρία μας Τελειώσανε πια όλα όσα έπρεπε να κάνει: Η διδασκαλία του, οι θεραπείες, τα άλλα θαύματα, οι συμβουλές, οι προφητείες, οι πειρασμοί, οι αγωνίες, τα πάθη, η θανάτωση του κορμιού, που το αίμα του χύθηκε για την αγάπη των ανθρώπων.
Η μεγάλη κείνη μέρα ήτανε Παρασκευή κατά το βράδυ και ξημέρωνε Σάββατο. Λοιπόν εκείνο το Σάββατο ξεκουράσθηκε στην αγκαλιά της γης, που την έπλασε ο ίδιος. Αυτή την αγιασμένη μέρα σφαλίσανε τα βλέφαρά του κορμιού του, ξαπλώσανε τα πληγωμένα μέλη του. «Αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ως σκύμνος», κατά την προφητεία που είπε ο Ιακώβ για τον Χριστό, πριν από χίλια εννιακόσια χρόνια.: «Ξάπλωσε και κοιμήθηκε σαν λέοντας σαν λεονταρόπουλο. Ποιος θα τον ξυπνήσει»;
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής ψέλνεται ο Επιτάφιος Θρήνος. Όλοι οι ύμνοι και τα τροπάρια είναι κατανυκτικά. Αλλά κανένα δε φτάνει σε ύψος πνευματικό, σε ουράνια αγνότητα, σε θερμή τρυφερότητα, αλλά και σε θριαμβευτική μεγαλοπρέπεια και ιερόν οίστρο τον Κανόνα του Επιταφίου, που τον σύνθεσε η αγιασμένη αηδόνα της Εκκλησίας, η Κασσιανή.
Βλέπεις υποκρισία; Δεν τους έμελλε για τον σκοτωμό του Χριστού, αλλά φοβόντανε μήπως κάνουνε αμαρτία και δεν κατεβάσουνε τα κουφάρια από τις κρεμάλες και μολύνουνε το Σάββατο!Έστειλε λοιπόν ο Πιλάτος τους στρατιώτες κι αυτοί σπάσανε με τους λοστούς τα κόκαλα των δυο ληστών που ζούσανε ακόμα. Μα τον Χριστό, επειδή είδανε πως ήτανε νεκρός, δεν τον πειράξανε, κι έτσι βγήκε η γραφή που λέγει «οστούν ου συντριβίσεται αυτού». Μονάχα ένας από τους στρατιώτες τον τρύπησε με το κοντάρι του στα πλευρά κι εβγήκε αίμα και νερό, για να αληθεύσει κι η άλλη γραφή που λέγει «όψονται εις όν εξεκέντησαν». Φαίνεται πως σ’ όλο αυτό το διάστημα ο άγιος Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, στεκότανε κοντά στο σταυρό, γιατί λέγει πως είδε ο ίδιος το κοντάρισμα «και ο εωρακός μεμαρτύρηκε και αληθινή αυτού η μαρτυρία» (Ιω. θ 35)Υπήρχε ένας πλούσιος κι επίσημος άνθρωπος, σεβάσμιος «ευσχήμων», μαθητής κρυφός του Χριστού, λεγόμενος Ιωσήφ. Αυτός πήγε στον Πιλάτο και τον παρακάλεσε να του δώσει το σώμα του Χριστού για να το θάψει. Κι εκείνος του έκανε αυτή τη χάρη. Πήγε λοιπόν με τους υπηρέτες του και ξεκαρφώσανε το άχραντο σώμα και το τυλίξανε σε καθαρό σεντόνι. Πήγε και ο Νικόδημος, μαθητής κι αυτός του Χριστού, φέρνοντας μαζί του μύρα και αρώματα, σμύρνα και αλόη πολλή και μ’ αυτά αλείψανε το σώμα και το τυλίξανε με τα σάβανα, όπως συνηθίζανε οι Ιουδαίοι. Αυτή είναι η «Αποκαθήλωσις» του Χριστού, που τη βλέπουμε ζωγραφισμένη με τόση ευσέβεια και πόνον στις σεμνές εικόνες της Εκκλησίας μας.Ο Ιωσήφ είναι ανεβασμένος σε μια σκάλα ακουμπισμένος στο σταυρό, γέροντας μακρυγένης και μεγαλόσωμος, με κλαμένη πλην σοβαρή όψη και σηκώνει το άχραντο σώμα έχοντάς το αγκαλιασμένο.
Τα χέρια του Χριστού είναι ξεκαρφωμένα. Το δεξί είναι κρεμασμένο και το βαστά κλαίγοντας η Μαρία η Μαγδαληνή, ενώ το αριστερό το βαστά ο Ιωάννης κλαίγοντας κι εκείνος.
Η κεφαλή του Κυρίου στέκεται όρθια με τα μαλλιά χωρισμένα και πεσμένα στον ώμο του. Η όψη του είναι πικραμένη, γεμάτη πόνο, έλεος και πραότητα, με τα βλέφαρα κλειστά, με το μουστάκι σεμνά πεσμένο.
Η Παναγίαστέκεται όρθια και κρατά αγκαλιασμένον τον μονογενή της, έχοντας τα χέρια της απιθωμένα με τρυφεράδα απάνω στο στήθος του. Το κεφάλι της είναι σφιχτά κολλημένο πλάγι στου Χριστού, το μάγουλό της ακουμπά στο κίτρινο μάγουλο του γιου της και τα μάτια της χύνουνε βρύσες από δάκρυα.
Όποιος δεν είδε την Αποκαθήλωση ζωγραφισμένη από κάποιον από τους ευλαβέστατους παλαιούς αγιογράφους μας, προ πάντων του Κρητικούς Αγιονορείτες δεν ημπορεί να λάβει ούτε την παραμικρή ιδέα από το πάθος που έχει αυτή η σκηνή. Ένας θρήνος κατανυκτικός βγαίνει από την εικόνα, που κάνει να αναβρύζουνε δάκρυα από τα μάτια του προσκυνητή.
Τέτοιες εικόνες είναι πολλές σε κάθε μεριά της Ελλάδος. Θρησκευτικό πάθος μεγάλο βγαίνει από την Αποκαθήλωση που είναι ιστορημένη ες το «Κυριακόν» (1) της σκήτης των Καυσοκαλυβίων, όπου τα πρόσωπα από τον πόνο είναι παραμορφωμένα, αλλά με την «καλήν και ευλαβή παραμόρφωσιν» που παίρνουνε τα βασανισμένα και καρτερικά πρόσωπα των αγίων, κατά τον βαθύν λόγον του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Από μακριά στεκόντανε οι άγιες γυναίκες, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Κλωπά, η Σαλώμη και οι άλλες, που τον είχανε ακολουθήσει από τη Γαλιλαία. Φαίνεται πως την Παναγία την είχανε πάγει σπίτι της. Στεκόντανε λοιπόν κλαμένες και φοβισμένες και βλέπανε σε ποιο μέρος τον θάψανε. Ύστερα γυρίσανε στα σπίτια τους και ετοιμάσανε τα μύρα για να αλείψουνε την άλλη μέρα το άχραντο σώμα, δηλαδή τη μέρα του Πάσχα, επειδή το Σάββατο δεν κάνανε τίποτα οι Ιουδαίοι κατά το νόμο του Μωϋσέα. Η εξαίσια υμνωδία μας ραίνει με αμάραντα άνθη τον γλυκύτατο Χριστό μας, που γι αυτόν τρέξανε τα πιο αγνά δάκρυα από τις ανθρώπινες καρδιές. Πρώτη μέσα στους άλλους η Κασσιανή, το πικραμένο τρυγόνι της Εκκλησίας, ταίριαξε τα ωραιότερα ποιήματά της για τον Ενταφιασμό του Κυρίου.
Μα κι άλλοι υμνωδοί πετάξανε σε μεγάλο ύψος υμνολογώντας θρηνητικά τον ενταφιασμό του Χριστού: «Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν ο Αριμαθαίας καθείλε την των απάντων ζωήν, σμύρνη και σινδόνι σε, Χριστέ, εκήδευσε. Και τω πόθω ηπείγετο καρδία και χείλει σώμα το ακήρατον σου περιπτύξεσθαι. Όμως συστελλόμενος φόβω, χαίρων ανεβόα σοι : Δόξα τη συγκαταβάσει σου φιλάνθρωπε». «Σήμερον συνέχει τάφος τον συνέχοντα παλάμη την κτίσιν. Καλύπτει λίθος τον καλύψαντα αρετή τους ουρανούς. Υπνοί η ζωή και Άδης τρέμει και Αδάμ των δεσμών απολύεται. Δόξα τη ση οικονομία, δι ης τελέσας πάντα σαββατισμόν αιώνιον, εδωρήσω ημίν την παναγίαν εκ νεκρών σου Ανάστασιν».
Αλλά όποιος δε νιώθει τη βυζαντινή μουσική μας, που στολίζει ακόμα με πιο πολύ αίσθημα τα θαυμάσια λόγια, δε θα νιώσει βαθιά ούτε τα λόγια. Γιατί λόγια και ψάλσιμο είναι ένα πράγμα, όπως το σώμα και η ψυχή, όπως τα σχήματα και τα χρώματα στην αγιογραφία. Αδέρφια μου, ακούστε με και μην δολωνόσαστε από την ανούσια, ανόητη και θεατρική μουσική, που μ’ αυτή ντύνουνε τα εξαίσια τροπάριά μας, που είναι γεμάτα ουράνιο πάθος και βαθύ μυστήριο. Αυτό το ντύσιμο είναι ολότελα ξένο, αταίριαστο με τα ιερά νοήματα που κλείνουνε τα λόγια των ύμνων μας. Το ίδιο αίσθημα που έκανε τα τροπάρια, έκανε και τη μουσική. Αν δεν τα νιώθεις δεν φταίνε αυτά, φταις εσύ, γιατί κακοσυνήθισες, όπως δεν φταίγει ο Θεός για όποιον δεν τον βρίσκει με την καρδιά του.
Πήγαινε στη Μητρόπολη, που ψέλνουνε τώρα καλά, ορθόδοξα και άκουσε με συντριβή και με ταπείνωση την ακολουθία. Και σιγά σιγά θα ανοίξουνε τ’ αυτιά σου και θα νιώσουνε τη μυστική γλυκύτητα της ορθόδοξης ψαλμωδίας. Άμποτε ο Θεός να μας αξιώσει «ενί στόματι και μία καρδία δοξάζειν και ανυμνείν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομά του». Αμήν.
(1) Η Κεντρική Εκκλησία
(2) Που υμνούσανε το θεό με τον Μωϋσή τότε που καταποντίσθηκε ο Φαραώ στη Ερυθρή Θάλασσα (Fotis Kontoglou Original – Φώτη Κόντογλου Αρχείο)