Για τον Ορθόδοξο Χριστιανό του 21ου αιώνα παραμένουν ζωτικής σημασίας η γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας, η προσωπική εμπειρία της προσευχής, η ικανότητα να διακρίνει την Ορθοδοξία από τις άλλες ομολογίες, η απόκτηση ριζών στην ιστορία και τον πνευματικό πολιτισμό της χώρας του, και πολλά άλλα, τα οποία συνδέονται με την πίστη του. Ωστόσο, κύριος και πρωταρχικός στόχος είναι η αφομοίωση του θρησκευτικού τρόπου ζωής, δηλαδή ενός τρόπου ζωής που προϋποθέτει ως βάση το θρησκευτικό κίνητρο. Η σύγχρονη κοινωνία με κάθε τρόπο συνηθίζει τον άνθρωπο στην ιδέα ότι η θρησκευτική πίστη είναι αποκλειστικά εσωτερική, σχεδόν ενδόμυχη υπόθεση του ατόμου. Παρόμοιες δηλώσεις τώρα ακούγονται από όλες τις πλευρές. Το θρησκευτικό κίνητρο της ανθρώπινης επιλογής αντιμετωπίζεται από τη φιλελεύθερη κοσμική κοινωνία ως δικαιολογημένο και αποδεκτό μόνο στην περίπτωση που καθορίζεται από αυτό η προσωπική ή σε ακραίες περιπτώσεις, η οικογενειακή ζωή των πολιτών. Όσον αφορά άλλες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί περιθώριο για θρησκευτικό κίνητρο δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει.
Πράγματι, η προσωπική ηθική αποτελεί την καρδιά της χριστιανικής ηθικής. Ο προσανατολισμός προς το πρόσωπο, η στροφή προς την πνευματική εμπειρία του ατόμου είναι ο κύριος φορέας του χριστιανικού μηνύματος, διότι απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο και στοχεύει στη μεταμόρφωση της ψυχή του. Ωστόσο, αυτές οι σωτηριώδεις αλλαγές του εσωτερικού μας κόσμου δεν πραγματοποιούνται σε απομόνωση από το εξωτερικό περιβάλλον, ούτε σε ειδικές εργαστηριακές συνθήκες, αλλά κατά την πραγματική και ζωντανή επαφή με τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν: εν πρώτοις στην οικογένεια, στον χώρο εργασίας, στην κοινωνία, τέλος, στο κράτος. Είναι αδύνατο να περιμένει κανείς Χριστιανός πίσω από την πόρτα του σπιτιού του, στον κύκλο της οικογένειας ή στην απομόνωση του κελλιού του και να παύει να είναι τέτοιος, όταν ανεβαίνει στην καθηγητική έδρα, όταν παίρνει θέση μπροστά στο κοινοβούλιο, ακόμη και όταν εκθέτει την επιστημονική του εμπειρία. Το χριστιανικό κίνητρο πρέπει να είναι παρόν σε όλα, όσα απαρτίζουν τη σφαίρα των ενδιαφερόντων της ζωής του πιστού. Διότι ο πιστός δεν μπορεί να διαχωρίζει μηχανικά από το πνευματικοηθικό πλαίσιο της ζωής του τα επαγγελματικά ή επιστημονικά ενδιαφέροντά του, για να μην αναφέρουμε την πολιτική, οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, την εργασία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, κ.λ.π. Το θρησκευτικό κίνητρο για τον πιστό άνθρωπο έχει γενικό και καθολικό χαρακτήρα. Επομένως, ο θρησκευτικός τρόπος ζωής -και στην προκείμενη περίπτωση γίνεται λόγος για τον ορθόδοξο τρόπο ζωής- διακρίνεται από το ότι έχει τις ρίζες του στην Παράδοση της Εκκλησίας. Η Παράδοση είναι για εμάς το σύνολο των δογματικών και ηθικών αληθειών, οι οποίες δια της μαρτυρίας των Αποστόλων έγιναν αποδεκτές από την Εκκλησία, διαφυλάσσονται από αυτήν και αναπτύσσονται ανάλογα με τις συνθήκες της ιστορικής της ύπαρξης και τις προκλήσεις που απευθύνονται προς Αυτήν από τις διάφορες εποχές. Εν ολίγοις, η παράδοση είναι το ζωντανό ευλογημένο ρεύμα πίστης και ζωής μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Η Παράδοση είναι φαινόμενο που δημιουργεί τον κανόνα, διότι δεν είναι κάτι άλλο παρά ο κανόνας της πίστης. Αυτό σημαίνει ότι η έννοια του κανόνα συνιστά σπουδαιότατο χαρακτηριστικό της πίστης. Διότι οποιαδήποτε απόκλιση από την Παράδοση εννοείται από εμάς ως παράβαση του κανόνα της πίστης, ή, εν συντομία, ως αίρεση.
[…]
Είναι σημαντικό για την κοινωνία σήμερα να κατανοήσει ότι οι φιλελεύθερες ιδέες μπορεί να γίνουν αντικείμενο κριτικής από τις θέσεις άλλων πολιτικοοικονομικών αντιλήψεων, πράγμα που εντάσσεται, εδώ που τα λέμε, με απόλυτο φυσιολογικό τρόπο και στο σύστημα αξιών της ίδιας της φιλελεύθερης θεωρίας. Αυτό είναι φυσιολογικό, όπως είναι φυσιολογική, για παράδειγμα, η ύπαρξη της φιλελεύθερης ιδέας στον τομέα της πολιτικής, της οικονομίας, της κοινωνικής ζωής, κ.ο.κ., μαζί με άλλες, μη συμπίπτουσες μαζί της αντιλήψεις και οπτικές. Συνεπώς, δεν υπάρχουν λόγοι, για τους οποίους η κριτική του φιλελευθερισμού δεν θα μπορούσε να επιχειρηθεί όσον αφορά τις θεολογικές θέσεις. Δεν είναι έργο της Εκκλησίας τι θα είναι η Ρωσία: μοναρχική, δημοκρατική, καπιταλιστική, σοσιαλιστική, ή οτιδήποτε άλλο. Το να λυθεί αυτό το πρόβλημα ανήκει στη δικαιοδοσία της κοινωνίας συνολικά και κάθε πολίτη ξεχωριστά. Όμως η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να χαιρετήσει την ελεύθερη και ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με τρόπους οικοδόμησης της Ρωσίας, τις κρατικές, οικονομικές, κοινωνικές αρχές, επί των οποίων θα θεμελιωθεί η πατρίδα μας. η συζήτηση αυτή απαιτεί από εμάς επίσης την κριτική εξέταση κάποιων από τις σελίδες της ιστορίας μας. Από την άλλη πλευρά, τα πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας ελεύθερης ύπαρξης για την Εκκλησία μας, πράγματα που αποτελούν κατάκτηση της τελευταίας δεκαετίας της ανάπτυξης της Ρωσίας, παραμένουν στα μάτια μας απόλυτη αξία και δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση.
Επιστρέφοντας στο ερώτημα που τέθηκε προηγουμένως για το ποια θα πρέπει να είναι η απάντηση του ατόμου, της κοινωνίας και, τέλος, της θεολογίας στη θεμελιώδη πρόκληση της εποχής μας, που πηγάζει από τη φιλελευθεροποίηση του σύγχρονου κόσμου, πρέπει να αναφερθούμε στη ύπαρξη σήμερα τουλάχιστον δύο ευρέως διαδεδομένων απόψεων για το συγκεκριμένο θέμα. Οι απόψεις αυτές εξαρτώνται από την αξιολόγησην αυτού του εξεταζομένου φαινομένου και προτείνουν τα δικά τους μοντέλα συμπεριφοράς. Το πρώτο μοντέλο είναι αυτό του απομονωτισμού. Οι υποστηρικτές του προτείνουν από «πλατιές πύλες» να μπούμε σε ένα στενό εθνικοθρησκευτικό γκέτο, όπου θα απομονωθούμε από τον εξωτερικό εχθρό, καλλιεργώντας την ταυτότητά μας και με κάθε δυνατό μέσο προστατεύοντάς την από τις ξένες, φθοροποιές επιρροές του μεταβαλλόμενου κόσμου. Αυτή η άποψη είναι παρούσα τόσο σε ορισμένους πολιτικούς κύκλους, όσο και μεταξύ ενός ορισμένου τμήματος της εκκλησιαστικής μας κοινότητας. Ωστόσο, προκύπτει το ερώτημα: Μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός και βιώσιμος απομονωτισμός στις συνθήκες του ανοικτού και αλληλοδιαπερατού κόσμου, ο οποίος έχει εισέλθει στην εποχή της επιστημονικής, οικονομικής και πληροφοριακής, επικοινωνιακής ακόμα και πολιτικής ολοκλήρωσης; Είναι δυνατόν να προστατεύσει κανείς τεχνητά από τον έξω κόσμο μια ασήμαντη ομάδα ανθρώπων κάπου στην έρημο, παρόλο που ακόμη και το γένος των Παλαιοπίστων (ζηλωτών), που δραπέτευσε στη Σιβηρία από «αυτόν τον κόσμο» κατά τη διάρκεια πολλών δεκαετιών, δεν κατάφερε να κρατήσει ούτε την απομόνωσή του, ούτε την ίδια τη ζωή; Μα είναι δυνατόν αυτό που λένε, με τα ίδια μας τα χέρια να στείλουμε στην απομόνωση, σε μια κάθειρξη τη μεγάλη μας Εκκλησία και τη μεγάλη χώρα; Μια παρόμοια επιλογή δεν θα σήμανε απόρριψη της εντεταλμένης στην Εκκλησία από τον ίδιο τον Χριστό αποστολής να μαρτυρεί την Αλήθεια ενώπιον όλου του κόσμου;
Η άλλη επιλογή που μας προτείνεται συνίσταται στο να λάβουμε το φιλελεύθερο πολιτισμικό μοντέλο, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα στη Δύση και μηχανικά να το μεταφέρουμε σε ρωσικό έδαφος, εάν είναι απαραίτητο, με τη βία μπολιάζοντάς το στη ζωή του λαού. Σε αντίθετη με παρόμοιες προσπάθειες στο παρελθόν, τώρα δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιείται η δύναμη του κράτους και των θεσμών του. Είναι αρκετό να χρησιμοποιηθεί η δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωσης, η δύναμη της διαφήμισης, οι δυνατότητες του εκπαιδευτικό συστήματος, κ.λ.π. Είναι αυτονόητο, και συγχρόνως εννοείται, ότι μόνο οι «οικουμενικές αξίες» έχουν δικαίωμα στην ύπαρξη, ότι η κατά τις αξίες ενοποίηση του κόσμου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωσή του. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Ορθόδοξοι και σε αυτή την περίπτωση επίσης θα βρεθούν στην πνευματική εφεδρεία.
[…]
Είναι δυνατόν να λυθεί αυτό το πρόβλημα δια της ειρηνικής οδού, δηλαδή, χωρίς να αμαρτήσουμε κατά της Αλήθειας, να προτείνουμε ένα μοντέλο συμπεριφοράς και κοινωνικής δομής, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε συνεργασία τις παραδοσιακές και τις φιλελεύθερες ιδέες και αξίες; Είναι προφανές ότι αυτό το πρόβλημα είναι εξαιρετικά σύνθετο και απαιτεί από τις δύο πλευρές αμοιβαία κατανόηση και συντονισμένες ενέργειες. Εδώ βλέπω ευρύ πεδίο για τη συνεργασία άλλων παραδοσιακών θρησκειών, όλων των υγιών δυνάμεων της κοινωνίας μας, όσων αγαπούν τη Ρωσία και επιθυμούν πραγματικά το καλό της με τη ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, πρωτίστως με τους θεολόγους, ικανούς να βοηθήσουν τον σύγχρονο άνθρωπο να κατανοήσει τη σπουδαιότητα της παράδοσης ως νομοθετικού παράγοντα, οποίος καθορίζει το σύστημα αξιών, συμπεριλαμβανομένου του πολιτιστικού, πνευματικού και ηθικού προσανατολισμού του ατόμου και της κοινωνίας. Η ορθόδοξη θεολογία πρέπει να αποκαλύπτει την ουσία του υπό συζήτηση προβλήματος, επιμένοντας στο ότι η ύπαρξη φιλελεύθερων θεσμών στην οικονομία, την πολιτική, την κοινωνική ζωή και τις διεθνείς σχέσεις είναι αποδεκτή, σκόπιμα και ηθικά δικαιολογημένη μόνο που συγχρόνως δεν διαδίδεται η αρχή του φιλοσοφικού φιλελευθερισμού όσον αφορά το άτομο και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Όμως, εάν η φιλελεύθερη ιδεολογία χρησιμοποιείται ως κινητήριος μηχανισμός για την κατάργηση των αναστολών και την απελευθέρωση ολέθριων επιθυμιών, εάν μέσω αυτής προκαλείται έκρηξη της σαρκικής αρχής και επικεφαλής τίθεται ο ανθρώπινος εγωισμός, εάν οι φιλελεύθεροι θεσμοί υπηρετούν τη νομιμοποίηση του δικαιώματος στην αμαρτία, τότε η κοινωνία, στερημένη αντιλήψεων περί του κανόνα της ζωής, αναπόφευκτα καταδικάζεται σε πνευματικό εκφυλισμό, καθώς γίνεται αρένα, όπου μαίνονται τα σκοτεινά πάθη. Εκτός αυτού, υπό την πίεση της απελευθερωμένης και θριαμβεύουσας αμαρτίας η κοινωνία που δέχεται ένα τέτοιο σύστημα αξιών αργά ή γρήγορα θα καταδικαστεί σε καταστροφή. Αν δεν το θέλουμε αυτό, τότε οι φιλελεύθερες αξίες στην πολιτική, την οικονομία, την κοινωνική ζωή πρέπει να θεωρούνται από εμάς ως αποδεκτές μόνο με την προϋπόθεση της αποφασιστικής απόρριψης της εδραίωσης των αρχών του φιλελεύθερου συστήματος αξιών όσον αφορά το ανθρώπινο πρόσωπο
[…]
~ Πατριάρχης Μόσχας και Πάσης Ρωσίας Κύριλλος, Βιβλίο (Α’ έκδοση Νοέμβριος 2011): Ελευθερία και Ευθύνη – Τα δικαιώματα του ανθρώπου και η αξιοπρέπεια του προσώπου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ Εν πλω (Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα που παρατίθενται στην ιστοσελίδα μας www.eoneolaia.com από το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελούν μέρη της δημοσίευσης «Ο κανόνας της πίστης ως κανόνας της ζωής», η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Τσέρκαφ υ βρέμια” No2, 1999 και στη “Νιεζαβίσιμαγια Γκαζέτα”. 16-17 Φεβρουαρίου 2000).