Ἡ Παναγία εἶναι τὸ πνευματικὸ στόλισμα τῆς ὀρθοδοξίας. Γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα, ἡ παρηγορήτρια κ᾿ ἡ προστάτρια, ποὺ μᾶς παραστέκεται σὲ κάθε περίσταση. Σὲ κάθε μέρος τῆς Ἑλλάδας εἶναι χτισμένες ἀμέτρητες ἐκκλησιὲς καὶ μοναστήρια, παλάτια αὐτηνῆς τῆς ταπεινῆς βασίλισσας, κι᾿ ἕνα σωρὸ ρημοκλήσια, μέσα στὰ βουνά, στοὺς κάμπους καὶ στὰ νησιά, μοσκοβολημένα ἀπὸ τὴν παρθενικὴ καὶ πνευματικὴ εὐωδία της. Μέσα στὸ καθένα ἀπ᾿ αὐτὰ βρίσκεται τὸ παληὸ καὶ σεβάσμιο εἰκόνισμά της μὲ τὸ μελαχροινὸ καὶ χρυσοκέρινο πρόσωπό της, ποὺ τὸ βρέχουνε ὁλοένα τὰ δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ μας, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἄλλη νὰ μᾶς βοηθήσει, παρεκτὸς ἀπὸ τὴν Παναγία, «ἄλλην γὰρ οὐκ ἔχομεν ἁμαρτωλοὶ πρὸς Θεὸν ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσιν ἀεὶ μεσιτείαν, οἱ κατακαμπτόμενοι ὑπὸ πταισμάτων πολλῶν». Τὸ κάλλος τῆς Παναγίας δὲν εἶναι κάλλος σαρκικό, ἀλλὰ πνευματικό, γιατὶ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὁ πόνος κ᾿ ἡ ἁγιότητα, ὑπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Τὸ σαρκικὸ κάλλος φέρνει τὴ σαρκικὴ ἔξαψη, ἐνῶ τὸ πνευματικὸ κάλλος φέρνει κατυάνυξη, σεβασμὸ κι᾿ ἁγνὴ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ κάλλος ἔχει ἡ Παναγία. Κι᾿ αὐτὸ τὸ κάλλος εἶναι ἀποτυπωμένο στὰ ἑλληνικὰ εἰκονίσματά της ποὺ τὰ κάνανε ἄνθρωποι εὐσεβεῖς ὁποῦ νηστεύανε καὶ ψέλνανε καὶ βρισκόντανε σὲ συντριβὴ καρδίας καὶ σὲ πνευματικὴ καθαρότητα. Στὴν ὄψη τῆς Παναγίας ἔχει τυπωθεῖ αὐτὸ τὸ μυστικὸ κάλλος ποὺ τραβᾷ σὰν μαγνήτης τὶς εὐσεβεῖς ψυχὲς καὶ τὶς ἡσυχάζει καὶ τὶς παρηγορᾷ. Κι᾿ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ εὐωδία εἶναι τὸ λεγόμενο Χαροποιὸν Πένθος (1) ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἕνα βότανο ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν πήγανε κοντὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν καλὸν ποιμένα. Τούτη τὴ χαροποιὰ λύπη τὴν ἔχουνε ὅλα ὅσα ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη τέχνη, καὶ τὰ εὐωδιάζει σὰν σμύρνα καὶ σὰν ἀλόη, κἂν εἰκόνισμα εἶναι, κἂν ὑμνωδία, κἂν ψαλμωδία, κἂν χειρόγραφο, κἂν ἄμφια, κἂν λόγος, κἂν κίνημα, κἂν εὐλογία, κἂν χαιρετισμός, κἂν μοναστήρι, κἂν κελλί, κἂν σκαλιστὸ ξύλο, κἂν κέντημα, κἂν καντήλι, κἂν ἀναλόγι, κἂν μανουάλι, ὅτι καὶ νἆναι ἁγιωτικό.
Ἀπὸ τὰ ὀνόματα καὶ μόνο ποὺ ἔδωσε ἡ ὀρθοδοξία στὴν Παναγία, καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὰ τὴν καταστόλισε, ὄχι σὰν εἴδωλο θεατρικό, ὅπως γίνηκε ἀλλοῦ ποὺ φορτώσανε μία κούκλα μὲ δαχτυλίδια καὶ σκουλαρήκια καὶ μὲ ἕνα σωρὸ ἄλλα ἀνίερα καὶ ἀνόητα πράγματα, λοιπὸν αὐτὰ μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματικὴ ἀληθινὰ εἶναι ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στὴν ἑλληνικὴ ὀρθοδοξία. Πρῶτα-πρῶτα τὸ ἕνα ἁγιώτατο ὄνομά της: Παναγία. Ὕστερα τὰ ἄλλα: Ὑπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, Ζῶσα καὶ Ἄφθονος, Πηγή, Ἔμψυχος Κιβωτός, Ἄχραντος, Ἀμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Ἀειμακάριστος καὶ Παναμώμητος, Προστασία, Ἐπακούουσα, Γρηγοροῦσα, Γοργοεπήκοος, Ἡγιασμένος Ναός, Παράδεισος λογικός, Ῥόδον τὸ Ἀμάραντον, Χρυσοῦν Θυμιατήριον, Χρυσὴ Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλίμαξ Ἐπουράνιος, Πρεσβεία θερμή, Τεῖχος ἀπροσμάχητον, Ἐλέους Πηγή, τοῦ Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος καὶ Δωδεκάτειχος Πόλις, Ἠλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη τοῦ Κόσμου, Δένδρον ἀγλαόκαρπον, Ξύλον εὐσκιόφυλλον, Ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, Σιὼν ἁγία, Θεοῦ κατοικητήριον, Ἐπουράνιος Πύλη, Ἀδικουμένων προστάτις, Βακτηρία τυφλῶν, Θλιβομένων ἡ χαρά, καὶ χίλια δυὸ ἄλλα, ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ βιβλία τῆς ἐκκλησίας. Κοντὰ σ᾿ αὐτὰ εἶναι καὶ τὰ ὀνόματα ποὺ γράφουνε ἀπάνω στὰ ἅγια εἰκονίσματά της οἱ ἁγιογράφοι: Ὁδηγήτρια, Γλυκοφιλοῦσα, Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, ἡ Ἐλπὶς τῶν ἀπελπισμένων, ἡ Ταχεία Ἐπίσκεψις, ἡ Ἀμόλυντος, ἡ Ἐλπὶς τῶν Χριστιανῶν, ἡ Παραμυθία, ἡ Ἐλεοῦσα κι ἄλλα πολλά, ποὺ γράφουνται ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴ συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, ποὺ θὰ πεῖ Μήτηρ Θεοῦ. Πόση ἀγάπη, πόσο σέβας καὶ πόσα κατανυκτικὰ δάκρυα φανερώνουνε μοναχὰ αὐτὰ τὰ ὀνάματα, ποὺ δὲν εἰπωθήκανε σὰν τὰ λόγια ὁποῦ βγαίνουνε εὔκολα ἀπὸ τὸ στόμα, ἀλλὰ ποὺ χαραχτήκανε στὶς ψυχὲς μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση καὶ μὲ πίστη.
Ἀμὴ οἱ ὕμνοι τῆς ποῦναι ἀμέτρητοι σὰν τἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ κ᾿ ἐξαίσιοι στὸ κάλλος, καὶ ποὺ τοὺς συνθέσανε οἱ ἅγιοι ὑμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ᾿ αὐτὸ τὸ εὐωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται ὅλα τὰ ἀμάραντα ἄνθη καὶ τὰ εὐωδιασμένα βότανα τοῦ λόγου. Ἀληθινὰ προφήτεψε ἡ ἴδια ἡ Παναγία γιὰ τὸν ἑαυτό της, τότε ποὺ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ζαχαρία καὶ τὴν ἀσπάσθηκε ἡ Ἐλισάβετ, πὼς θὰ τὴ μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές: «Ἐκεῖνες τὶς μέρες, σηκώθηκε ἡ Μαριὰμ καὶ πῆγε στὴν Ὀρεινὴ μὲ σπουδὴ στὴν πολιτεία τοῦ Ἰούδα καὶ μπῆκε στὸ σπίτι τοῦ Ζαχαρία καὶ χαιρέτησε τὴν Ἐλισάβετ. Καὶ σὰν ἄκουσε ἡ Ἐλισάβετ τὸν χαιρετισμὸ τῆς Μαρίας πήδηξε τὸ παιδὶ μέσα στὴν κοιλιά της (2).
Καὶ γέμισε Πνεῦμα Ἅγιο ἡ Ἐλισάβετ καὶ φώναξε μὲ φωνὴ μεγάλη κ᾿ εἶπε: Βλογημένη εἶσαι ἐσὺ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες καὶ βλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Κι᾿ ἀπὸ ποῦ μοῦ ἦρθε αὐτὸ τὸ καλό, νἄρθει ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου πρὸς ἐμένα; γιατὶ μόλις ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ χαιρετισμοῦ σου στ᾿ αὐτιά μου, ξεπέταξε τὸ παιδὶ στὴν κοιλιά μου, κι᾿ εἶναι μακάρια ἐκείνη ποὺ πίστεψε σὲ ὅσα τῆς εἶπεν ὁ Κύριος (3). Κ᾿ εἶπε ἡ Μαριάμ: «Δοξολογᾷ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο κι᾿ ἀναγάλλιασε τὸ πνεῦμα μου γιὰ τὸ Θεὸ τὸν Σωτῆρα μου, γιατὶ καταδέχθηκε νὰ κυτάξει τὴν ταπεινή τη δούλα του. Γιατί, νά, ἀπὸ τώρα κ᾿ ὕστερα θὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές, ἐπειδὴ ἔκανε σὲ μένα μεγαλεῖα ὁ Δυνατός, κ᾿ εἶναι ἁγιασμένο τ᾿ ὄνομά του, καὶ τὸ ἔλεός του πηγαίνει ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ σὲ κείνους ποὺ ἔχουνε τὸν φόβο του».
Ἀμέτρητες εἶναι οἱ ὑμνωδίες τῆς Παναγίας, μὰ ἀμέτρητα εἶναι καὶ τὰ σεμνόχρωμα εἰκονίσματά της, ποὺ καταστολίζουνε τὶς ἐκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στὸ σανίδι εἴτε στὸν τοῖχο. Σὲ κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησιὰ στέκεται τὸ εἰκόνισμά της στὸ τέμπλο ἀπὸ τὰ δεξιὰ τῆς ἅγιας Πόρτας. Σὲ ἄλλες εἰκόνες ζωγραφίζεται καὶ μοναχή, μὰ στὰ εἰκονίσματα τοῦ τέμπλου κρατᾶ πάντα τὸν Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά της ἀπ᾿ τ᾿ ἀριστερά, σπάνια ἀπ᾿ τὰ δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατοῦσα). Τὸ κεφάλι της εἶναι σκεπασμένο σεμνὰ καὶ σοβαρὰ μὲ τὸ μαφόριο, ἕνα φόρεμα φαρδὺ κι᾿ ἱερατικὸ σκοῦρο βυσσινί, ποὺ πέφτει στὸν ὦμο της ἁπλόχωρο, ἀφήνοντας νὰ φαίνεται μοναχὰ τὸ μακρουλὸ πρόσωπό της καὶ τὰ χέρια της. Ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ σκέπασμα φαίνεται μία στενὴ λουρίδα ἀπὸ τὸ δέσιμο τοῦ κεφαλιοῦ της ποὺ σφίγγει τὸ μέτωπό της καὶ ἀφίνει νὰ φανοῦνε μονάχα οἱ ἄκρες τῶν αὐτιῶν της. Τὸ μέτωπό της εἶναι σὰν μελαχροινὸ φίλντισι, ἁγνό, ἁπλὸ καὶ κατακάθαρο. Τὰ ματόφρυδά της εἶναι καμαρωτά, ζωηρὰ καὶ μακρυά, φτάνοντας ἴσαμε κοντὰ στ᾿ αὐτιά της, τὰ μάτια της ἀμυγδαλωτά, ἰσκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρὰ μὰ γλυκύτατα, μὲ τ᾿ ἀσπράδι καθαρὸ μὰ ἰσκιωμένο. Τὸ βλέμμα της εἶναι μελαγχολικὸ ἁπλό, ἴσιο, ἥσυχο, συμπαθητικό, ἀγαπητό, θλιμένο μὰ καὶ μαζὶ χαροποιό, αὐστηρὸ μὰ καὶ μαζὶ συμπονετικό, ἁγιώτατο, πνευματικό, ἀθῶο, σκεφτικό, ἄμωμο, ἐλπιδοφόρο, ὑπομονητικό, πρᾶο, σεμνώτατο, μακρυὰ ἀπὸ κάθε σαρκικὸν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικὸ τοῦ παραδείσου, βασιλικὸ καὶ ταπεινό, ἀνθρώπινο καὶ θεϊκό, ἄκακο, ἀδελφικό, εὐγενικό, ἐλεγκτικό, ἄγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερὸ γιὰ ὅσους ἔχουνε πονηροὺς λογισμούς, τρυφερό,διαπεραστικό, ἐρευνητικό, ἀπροσποίητο, ἡγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, ἀμετασάλευτο. Ἡ μύτη της εἶναι μακρυὰ καὶ στενή, μὲ μέτρο, ἰουδαϊκή, ἄσαρκη, μὲ λεπτὰ ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή. Τὸ στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνιμο, κλειστό, καθαρό, ἰσκιωμένο κατὰ τὸ μάγουλο, σὰν νὰ χαμογελᾶ ἐλαφρά. Τὸ πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ἀνεπιτήδευτο, ταπεινό. Τὸ μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, εὐωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμὸ μὲ μίαν ἐλαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ὁ λαιμός της γυρτὸς ταπεινά, σμίγει μὲ τὸ πηγούνι μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ ἴσκιασμα ποὺ τὸ λέγανε οἱ παλαιοὶ γλυκασμό. Τὸ ὅλο πρόσωπό της εἶναι ἱερατικὸ καὶ θρησκευτικό, καὶ μαρτυρᾶ ἀρχαία φυλή. Τὰ ἄχραντα χέρια της εἶναι μικρά, στενὰ μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Μὲ τὸ ἀριστερὸ βαστᾶ τὸν Χριστό, καὶ τὸ δεξὶ τὄχει ἀκουμπισμένο σεμνὰ ἀπάνω στὸ στῆθος της, σὲ στάση παρακαλεστική, μὲ τὸ μεγάλο δάχτυλο μακρυὰ ἀπὸ τ᾿ ἄλλα. Στὰ πιὸ ἀρχαῖα εἰκονίσματα αὐτὸ τὸ χέρι εἶναι πιὸ ὄρθιο καὶ πιὸ ψηλά, κοντὰ στὸ λαιμό.
Ὁ πιὸ αὐστηρὸς τύπος τῆς Παναγίας εἶναι ἡ λεγόμενη Ὁδηγήτρια, ποὺ ἔχει ὄρθια τὴν κεφαλή της, ἔκφραση ἀπαθέστερη καὶ τὸ ὅλο σχῆμα της εἶναι πιὸ ἱερατικό. Ἐνῶ ἡ Γλυκοφιλοῦσα ἔχει τὸ κεφάλι της γυρτὸ κατὰ τὸ παιδί της, ποὺ τ᾿ ἀγκαλιάζει σφιχτότερα, κ᾿ ἡ ἔκφρασή της εἶναι πιὸ αἰσθηματική. Ἡ Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη ἀπάνω στὸ θρόνο, αὐστηρὴ κι᾿ ἀλύγιστη, καὶ βαστᾶ τὸν Χριστὸ στὰ γόνατά της, ἀκουμπώντας τὅνα χέρι της στὸν ὦμο του καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο βαστώντας τὸ πόδι του ἢ ἕνα μαντήλι.
Στὴν Ἑλλάδα, οἱ περισσότερες ἐκκλησιὲς τῆς Παναγίας γιορτάζουνε κατὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ στὶς 15 Αὐγούστου. Τὰ τροπάρια ποὺ ψέλνουνε σ᾿ αὐτὴ τὴ γιορτὴ εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἐξαίσια. Τὸ δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ εἶναι τὸ μονάχο τροπάρι ποὺ ψέλνεται μὲ τοὺς ὀχτὼ ἤχους, κάθε φράση κι᾿ ἄλλος ἦχος· ἀρχίζει ἀπὸ τὸν πρῶτον ἦχο καὶ τελειώνει πάλι στὸν πρῶτον.
Μὰ ὁλάκερη ἡ Ἑλλάδα δὲν ὑμνολογᾶ τὴν Παναγία μονάχα μὲ τοὺς ψαλτάδες καὶ μὲ τοὺς παπάδες στὶς ἐκκλησιές, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ κάθε τί της, μὲ τὰ χωριά, μὲ τὰ βουνά, μὲ τὰ νησιά, ποὔχουνε τ᾿ ἁγιασμένο τ᾿ ὄνομά της. Τὰ καράβια βολτατζάρουνε στὴ δροσερὴ θάλασσα, ἀνοιχτὰ ἀπὸ τοὺς κάβους ποὖναι χτισμένα τὰ μοναστήρια της, ἔχοντας στὴ πρύμνη σκαλισμένο τ᾿ ἀγαπημένο καὶ προσκυνητὸ ὄνομά της. Ὅποιος ταξιδεύει στὰ ἑλληνικὰ νερά, σ᾿ ὅποιο μέρος κι᾿ ἂν βρεθεῖ τὴ μέρα τῆς Παναγίας, θὰν ἀκούσει ἀπ᾿ ἀνοιχτὰ τὶς καμπάνες ἀπάνω ἀπὸ τὸ πέλαγο. Ἄλλες ἔρχουνται ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος ποὺ τὸ λένε Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἄλλες ἀπὸ τὴν Τῆνο ποὔχει τὸ ξακουστὸ παλάτι της, ἄλλες ἀπὸ τὴν Σαλαμίνα ποὺ γιορτάζει ἡ Φανερωμένη, ἄλλες ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη, ἀπὸ τὴν Παναγιὰ τῆς Ἁγιάσσος καὶ τῆς Πέτρας, ἄλλες ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Σίφνου, ἄλλες ἀπὸ τὴ Σκιάθο, ἄλλες ἀπὸ τὴ Νάξο, ἀπὸ κάθε νησί, ἀπὸ κάθε κάβο, ἀπὸ κάθε στεριά.
Σημειώσεις
1.- Βλέπε τὸ «Χαροποιὸν Πένθος» τεῦχος 61 τ. 6ος Ἑλληνικὴ Δημιουργία» σ.σ. 247-251.
2.- Τὸ παιδὶ ἤτανε ὁ Πρόδρομος.
3.- Δηλαδὴ σὲ ὅσα εἶπε, στὴν Παναγία ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό.