Γράφει ο Διονύσιος Σ. Δραγώνας, Φοιτητής Νομικής NUP, Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ
Αν ουχί συλλήβδην οι εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, τότε η συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν προσεγγίσει με τρόπο πολιτικό, δημοσιογραφικό και νομικό την επικείμενη νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία την επόμενη εβδομάδα θα κατατεθεί, ώστε να μην δοθεί η δυνατότητα καθόδου στις ερχόμενες εκλογές του κόμματος Έλληνες για τη Πατρίδα, του οποίου ιθύνων νους είναι ο Ηλίας Κασιδιάρης. Βέβαια, καθώς φαίνεται, η διάταξη αυτή ανοίγει τη κερκόπορτα για περαιτέρω περιορισμούς και σε άλλες πολιτικές ομάδες, κυρίως της ακροαριστεράς, αν και εισέτι ο απόλυτος στόχος είναι το προαναφερθέν κόμμα.
Εν ολίγοις, τα υφιστάμενα δεδομένα για αυτή τη νομοθετική πρωτοβουλία έγκεινται στον αποκλεισμό κομμάτων – «εγκληματικών οργανώσεων» που δεν υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος. Αμελλητί το πρόσωπό μας στρέφεται προς το άρθρο 29 του Συντάγματος, το οποίο στη παράγραφο 1 ορίζει: «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολίτες που δεν απέκτησαν ακόμη το δικαίωμα να εκλέγουν μπορούν να συμμετέχουν στα τμήματα νέων των κομμάτων.»
Κάτωθι θα δούμε πως ο Αέριος Πάγος στην απόφαση 590/2009 ΑΠ ερμήνευσε το άρθρο αυτό και ιδίως το εξής σημείο: «η οργάνωση και η λειτουργία τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελευθερία λειτουργία του πολιτεύματος»: «Από την πιο πάνω διάταξη (εννοεί το άρθρο 29 παρ. 1 Σ που αναφέραμε), στην οποία τελικά δεν περιλήφθηκε η υπάρχουσα στο αρχικό σχέδιο του Συντάγματος πρόβλεψη για την έκδοση νόμου ως προς την οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων, διαφαίνεται η πρόθεση του Συνταγματικού Νομοθέτη να αποφευχθεί κάθε επέμβαση νομοθετική ή δικαστική στη λειτουργία τους. Αυτό που θέλει να διασφαλίσει το Σύνταγμα στο άρθρο 29 παρ. 1, είναι ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων θα εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι υπό το πλέγμα περιοριστικών διατάξεων, που θα ορίσει ο κοινός νομοθέτης (επί παραδείγματι, όταν αφορά την ανάδειξη της ηγεσίας τους και εν γένει τη λήψη των αποφάσεων των οργάνων τους και την εσωτερική λειτουργία τους), αλλά με τη συγκεκριμένη συμμετοχή των κομμάτων στη λειτουργία του πολιτεύματος. Για το λόγο δε αυτό, περιεχόμενο νόμου σχετικού με την οργάνωση και δράση των κομμάτων δεν μπορεί να αποτελέσει κάτι περισσότερο από την επιβολή στα κόμματα της υποχρέωσης να διαθέτουν και δημοσιεύουν καταστατικό, ώστε, ως θεσμοί που οφείλουν να λειτουργούν υπό καθεστώς διαφάνειας των οργανωτικών δομών και στόχων τους, να προσφέρονται σε πολιτική αξιολόγησή τους από μέρους των πολιτών όχι μόνο από το πρόγραμμά τους, αλλά και με την εικόνα που εμφανίζουν προς τα έξω σε σχέση με την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία τους.»
Ωσαύτως, «θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο «κατευνασμός των πολιτικών παθών», στην πραγματικότητα δηλαδή η καταστολή της αμφισβήτησης της πολιτικής εξουσίας και του κοινωνικού συστήματος, δεν μπορεί να παράσχει δικαιολογητικό έρεισμα για περιορισμούς της ελευθερίας της έκφρασης σε περίοδο πολιτικής και πολιτειακής ομαλότητας (χωρίς δηλαδή να έχει ανασταλεί η ισχύς του άρθρου 14 με βάση το άρθρο 48 παρ. 1 Συντ.). Η λήψη τέτοιων μέτρων «κατευνασμού» υποβαθμίζει την ελευθερία σε ελευθερία των συμφωνούντων ή έστω των σιωπούντων (όμως ο «σιωπών δοκεί συναινείν») και έτσι φαλκιδεύει το δημοκρατικό πολίτευμα. Τα ελληνικά συνταγματικά δεδομένα δεν παρέχουν έδαφος για θεωρητικές ή νομολογιακές κατασκευές αντίστοιχες της γερμανικής εμπνεύσεως «μάχιμης» δημοκρατίας (ακριβέστερα, «δημοκρατίας»). Για τους ίδιους λόγους είναι πρόδηλα εσφαλμένη και η άποψη ότι δεν επιτρέπεται και δεν προστατεύεται συνταγματικά η έκφραση και διάδοση πολιτικών ιδεών αντίθετων προς τις αρχές, έστω και τις θεμελιώδεις, του ίδιου του Συντάγματος. Από καμία συνταγματική διάταξη δεν συνάγεται τέτοια απαγόρευση. Εκείνο που απαγορεύεται είναι η απόπειρα βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος (άρθρο 120 παρ. 4). Από την άλλη, όσον αφορά την ίδρυση και λειτουργία πολιτικού κόμματος, στη θεωρία υποστηρίζεται ότι στην εξωτερική δράση των πολιτικών κομμάτων, η οποία οροθετείται από το άρθρο 20 παρ. 1 Συντ., είναι δυνατό να υπαχθούν και ενέργειες άλλες πλην της κατάλυσης του Συντάγματος, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στη διάλυση κόμματος, εφόσον τούτο προβλέπεται με τυπικό νόμο. Ωστόσο, κάποιες από τις ενέργειες που προτείνονται βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ διάδοσης πολιτικών ιδεών και τέλεσης (παράνομων) πράξεων. Άλλο πάλι κομμάτι της θεωρίας, συγκλίνει στην υποχρέωση των πολιτικών κομμάτων ως προς την εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, δέχεται όμως ότι δεν υφίσταται συνταγματικό έρεισμα υπό το ισχύον Σύνταγμα για τη διάλυση κόμματος. Εξάλλου, στο ζήτημα αυτό σημειώθηκε μεταστροφή και της γερμανικής νομολογίας, σύμφωνα με την οποία η απαγόρευση κόμματος είναι αναγκαία μόνο εφόσον οι πράξεις του είναι πιθανό να επιφέρουν την πραγματοποίηση των σκοπών του που αντιβαίνουν στον Θεμελιώδη Νόμο. Συνεπώς, ακόμη και ο ρατσιστικός ή μισαλλόδοξος λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφεύγει συνολικά και εκ των προτέρων από το προστατευτικό πεδίο των άρθρων 14 Συντ. και 10 ΕΣΔΑ, αν δεν εξωθεί στη διάπραξη παράνομων πράξεων (π.χ. βιαιοτήτων κατά συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας).»(Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017, σελ. 339,340)
Όθεν, αφού εισέτι ουδέν έγκλημα έχει διαπραχθεί εκ του ως άνω κινήματος δεν θα ήταν σύννομο a priori να του έχει αποκλειστεί το δικαίωμα καθόδου στις εκλογές. Μάλιστα, η επίκληση σε στελέχη καταδικασμένα σε πρώτο βαθμό είναι επίσης αντισυνταγματική, αφού το άρθρο 51 παρ. 3 Σ κάνει λόγο για αμετάκλητη ποινική καταδίκη, δηλαδή ακόμη και η τελεσίδικη απόφαση δεν επαρκεί, ώστε ένας καταδικασθείς να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα. Έτι περαιτέρω, μόνη η συμμετοχή ή ακόμη και η προεδρία ενός ο οποίος θα πρέπει να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα, δεν πρέπει να παρασύρει και ολόκληρο το κόμμα, εντός του οποίου βρίσκονται άτομα με λευκό ποινικό μητρώο και δη άτομα που δεν υιοθετούν εγκληματικές ενέργειες, καθότι τότε θα είχαμε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Αφού, όμως δίδεται η εντύπωση σε κάθε πολίτη πως αυτός ο νόμος «φωτογραφίζει» συγκεκριμένο πολιτικό φορέα, αφού και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ανέφερε τον στόχο της διάταξης, τούτο αντιβαίνει στο ότι οι κανόνες δικαίου θα πρέπει να είναι εξ άπαντος γενικοί και αφηρημένοι. «Στο δίκαιο μιας δημοκρατικής πολιτείας κανόνες με εξατομικευμένους αποδέκτες δεν επιτρέπεται να ισχύουν. Διότι προσκρούουν στη θεμελιώδη αρχή της ισότητας όλων ενώπιον του νόμου. Για να τηρηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης, είναι αναγκαίο η ρύθμιση του κανόνα να αντιμετωπίζει τους πολίτες ως ίσους, με ισότιμο ενδιαφέρον (equal concern).» (Κ. Σταματής, Α. Τάκης, Εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2018, σελ. 72,73)
Ως έπος ειπείν, και συμβαδίζοντας με τη πλειοψηφία των συνταγματολόγων μία τέτοιου είδους νομοθετική πρωτοβουλία θα φαλκίδευε το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, νομικές αρχές ευρωπαϊκής αποδοχής και τέλος το δημοκρατικό πολίτευμα.