Γράφει ο Διονύσιος Σ. Δραγώνας, Τελειόφοιτος Νομικής NUP
Τρεις μήνες προ των ευρωεκλογών η αντιπολίτευση θεώρησε ορθό να κάνει χρήση του καλύτερου εργαλείου της, ήτοι της προτάσεως δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης. Και μεσούσης της προηγούμενης θητείας της Βουλής ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθετε πρόταση δυσπιστίας, όχι τόσο πιστεύοντας ότι υπάρχει ενδεχόμενο να πέσει η κυβέρνηση, αλλά για πολιτικούς λόγους ή καλύτερα κομματικούς. Σίγουρα, μία πρόταση δυσπιστίας εκφράζει τη μη αναγνώριση του έργου του κυβερνώντος κόμματος ή λαθών λόγω των οποίων θα πρέπει να προχωρήσουμε σε εθνικές εκλογές, ώστε να αναλάβει κάποιος καλύτερος, συνήθως αυτός ο οποίος και κατέθεσε τη πρόταση.
Ακόμη κι αν δεν αποφέρει το όφελος για το οποίο υπάρχει η πρόταση δυσπιστίας εμμέσως ασκείται μία πίεση έστω και μικρή. Δείτε για παράδειγμα τα όργανα του ΟΗΕ. Καίτοι η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ δεν δύναται να ψηφίσει ψήφισμα δεσμευτικό, όπως μπορεί το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, γεννάται μία πολιτική πίεση κατά ενός κράτος, στο οποίο απευθύνεται το ψήφισμα. Όθεν, οι λόγοι είναι ακραιφνώς πολιτικοί και χαίρουν εκτιμήσεως, καθότι το πολιτικό κόστος είναι βαρύ.
Ας επανέλθουμε όμως στα εγχώρια. Τι κέρδισε αντιπολίτευση από την πρόταση δυσπιστίας; Τίποτε! Μήτε κάποια μάσκα έπεσε μήτε τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας θα υποχωρήσουν περαιτέρω. Αδιάφορο εάν στη Βουλή έγινε σόου μεταξύ πολιτικών αρχηγών, αφού πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών διαβάζουν τους γραμμένους από τους συνεργάτες τους λόγους, αντί να απαγγέλουν, όπως άλλωστε επιτάσσει ο Κανονισμός της Βουλής, στο άρθρο 66 παρ. 4 και 6.
Την Παρασκευή ήταν ηλίου φαεινότερον, ότι δεν θα μιλούσαμε περί της αποτυχίας της προτάσεως δυσπιστίας, αφού αυτή θεωρείτο προγεγραμμένη. Μιλήσαμε όμως για την παραίτηση του ικανού Παπασταύρου και του Μπρατάκου, τουτέστιν των εξ απορρήτων του Πρωθυπουργού. Και η συνάντησή τους με τον Βαγγέλη Μαρινάκη έλαβε χώρα, αφού η εφημερίδα «Το Βήμα» άνοιγε φως στην υπόθεση των Τεμπών και το «Mega» πρόβαλλε το ρεπορτάζ της αποκάλυψης πριν καν κυκλοφορήσει στα περίπτερα η εφημερίδα. Άρα, η συνάντηση μόνο τυχαία δεν ήταν! Την Παρασκευή όμως στην επικαιρότητα έπαιξε και το θέμα της καταδίκης του Μίχου, εκείνου δηλαδή που δεν είχε αφήσει Νεοδημοκράτη δίχως σύναψη φιλίας.
Μία πρόταση δυσπιστίας γενικά ποιόν ωφελεί; Εγώ απαντώ την κυβέρνηση, της οποίας δίδεται η δυνατότητα να ξεδιπλώσει τα θετικά της διακυβέρνησής της, τα οποία στο τέλος της ημέρας θα εκτιμηθούν από την πλειοψηφία των βουλευτών, όχι φυσικά επειδή τα αναγνωρίζουν πάντοτε, αλλά διότι ανήκουν στο κυβερνών κόμμα. Ό,τι κι αν πει η αντιπολίτευση θα καταψηφισθεί από τη Βουλή, από τον κόσμο, όμως; Η απουσία του στρατιώτη Κασσελάκη επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι η απουσία του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας τον ζημιώνει, και μέσω αυτής άρα ωφελείται ο Ανδρουλάκης, ο οποίος άλλωστε απετέλεσε τον ιθύνοντα νου της προτάσεως. Εντούτοις, μάλλον περισσότερο ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έμεινε για την αναφορά του στην κοινωνική συνάντηση, όπως την αποκαλούν στη κυβέρνηση, των δύο ως άνω παραιτημένων, παρά για την κατάθεση της προτάσεως δυσπιστίας. Λογικό, αφού η μία απέφερε καρπούς εν αντιθέσει με την άλλη.
Συνελόντι ειπείν, μόνο όφελος θα έφερνε στη κυβέρνηση η πρόταση δυσπιστίας, ακόμη κι αν μίλησαν για τα Τέμπη, ο αντίκτυπος των οποίων θα φανεί περισσότερο στις ερχόμενες εκλογές, εάν οι Παπασταύρου και Μπρατάκος δεν πήγαιναν στην οικία του Προέδρου του ΟΣΦΠ, Βαγγέλη Μαρινάκη. Όπως κύλισε όμως η εβδομάς, μολονότι ήρθε η καταδίκη του Μίχου, όταν ακουγόταν ότι η ελληνική δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη, και η απόρριψη της προτάσεως δυσπιστίας, εν τέλει το κυβερνών κόμμα ηττήθηκε!!, γιατί καθώς φαίνεται οι παραιτήσεις καίτοι έγιναν για τη προστασία της κυβέρνησης, αυτή τελικά ζημιώνεται αρκετά λόγω αυτών, τόσο στο έσω όσο και στο έξω της.