Γράφει ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου, Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας
῾Η Μεταμόρφωση ἦταν μιά διδαχή γιά τούς ᾿Αποστόλους. Τούς δίδαξε ὅτι ὁ Μεσσίας, μέ τό Πάθος πού θά ὑφίστατο, δέν θά ἔχανε τή δόξα τῆς Βασιλείας Του, ἀφοῦ ἔχει οὐράνια καί ὄχι γήινη προέλευση. ῎Ηξεραν πιά ὅτι, κι ἄν ἀκόμη ὁ Μεσσίας ἀτιμαζόταν ἀπό τούς ἀνθρώπους, θά παρέμενε αἰώνια ἀγαπητός καί εὐάρεστος στόν Θεό. Γιατί ὁ Υἱός εἶναι ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρός.
῎Αν ἡ διδαχή αὐτή ἦταν δύσκολα κατανοητή γιά τούς τρεῖς Μαθητές πού ὑπῆρξαν οἱ αὐτόπτες μάρτυρες τῆς μεγαλοπρεποῦς Θαβώρειας δόξης, πολύ πιό ἀκατάληπτη θά ἦταν γιά ἐκείνους πού δέν μετεῖχαν καθόλου στή θεωρία αὐτή. Γι᾿ αὐτό καί πολύ σοφά ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολή, ἡ ὀπτασία νά μή λεχθεῖ σέ κανένα καί νά παραμείνει μυστική «ἕως οὗ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ» (Ματθ. 17, 9). ῾Η δόξα τῆς ᾿Αναστάσεως, μετά τό Πάθος, θά ἐνίσχυε καί τή δόξα τῆς Μεταμορφώσεως. ᾿Εξ ἄλλου, μετά τήν ἔλευση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, θά εἶχαν ἤδη τήν ἐσωτερική μαρτυρία ὅτι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ ἦταν τό Πάθος καί ὁ Σταυρός Του.
῾Η Μεταμόρφωση ἀποτελεῖ ἐσχατολογική φανέρωση. ῎Ελαβε χώρα τή συγκεκριμένη στιγμή γιά νά στηρίξει τούς Μαθητές στή δοκιμασία τοῦ Πάθους τοῦ Διδασκάλου τους, ἔχει ὅμως διαχρονική σημασία καί ἀποσκοπεῖ στό νά ἐνισχύσει κι ἐμᾶς στή πίστη τοῦ Χριστοῦ. ᾿Εκεῖνος πού μεταμορφώθηκε στό Θαβώρ καί ἔδειξε τή δόξα Του στούς ἐκλεκτούς Μαθητές Του, μέλλει καί πάλι νά ἔλθει μετά δόξης «κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς». Καί ἀπ᾿ ὅ,τι μᾶς παραδίδουν οἱ ῞Αγιοι τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἡ ἔσχατη ᾿Επιφάνεια τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι πολύ πιό ἔνδοξη ἀπό ἐκείνη τῆς Μεταμορφώσεως.
Κατά τή Θαβώρεια Μεταμόρφωση, ὁ Κύριος ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος καί ἡ δόξα Του περιέλαβε τούς δύο προφῆτες καί τούς τρεῖς Μαθητές. Κατά τήν ἔσχατη ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του, ἡ λάμψη τῆς ἀστραπῆς τοῦ Προσώπου Του θά καλύψει ὅλη τήν οἰκουμένη καί θά εἶναι «ἀπ᾿ ἄκρων οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν», ἤ —ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος— «ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ». ῞Οσοι μέν δέν θά ἀναμένουν τό σωτήριον τοῦ Θεοῦ «κόψονται», θά θρηνήσουν δηλαδή ἀπαράκλητα. Οἱ στρατιές δέ ὅλων τῶν ἀγγέλων καί οἱ χοροί ὅλων τῶν ῾Αγίων καί δικαίων —ἀνά τούς αἰῶνας— θά συναχθοῦν στήν Παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ᾿Ανθρώπου, μέ ἀναστημένα καί ἀφθαρτοποιημένα σώματα, καί θά λάμψουν «ὡς ὁ ἥλιος». Αὐτό πού φανέρωσε ὁ Κύριος στή Μεταμόρφωση, θά εἶναι ἡ κατάσταση τῶν σεσωσμένων στή Βασιλεία Του. ῾Η δόξα τῆς Μεταμορφώσεως δέν ἦταν παρά μέρος μόνο ἐκείνης τῆς δόξας πού θά λάβει χώρα στή Δευτέρα Παρουσία.
Τό θέμα τοῦ Θαβωρείου Φωτός εἶναι ἐν γένει πολύ οἰκεῖο καί προσφιλές στήν ᾿Ορθόδοξη ῾Ησυχαστική Παράδοση, ἀκριβῶς ἐπειδή ὁ Κύριος μεταμορφώθηκε ἐνόσῳ προσευχόταν. Αὐτό εἶχε ὡς σκοπό νά δώσει σ᾿ ἐμᾶς τύπο ζωῆς. Οἱ ὀρθόδοξοι ἡσυχαστές προσκαρτεροῦν στήν προσευχή, στή μονολόγιστη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Η εὐχή αὐτή τοῦ ᾿Ιησοῦ ‒ὅπως ὀνομάζεται‒ τοποθετεῖ τόν προσευχόμενο στήν Παρουσία τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, τόν ῾Οποῖο ἐπικαλεῖται. ῞Οταν αὐξηθεῖ ἡ ἐνέργεια αὐτή τῆς προσευχῆς καί ἡ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ πυκνώσει καί κυριαρχήσει μέσα στόν ἄνθρωπο, τότε, ὅπως ἀναφέρει καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας, ἡ αἰώνια ἡμέρα τοῦ Κυρίου «διαυγάζει καί φωσφόρος ἀνατέλλει» μέσα στήν καρδιά. Καί, ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός, τότε ὁ ἄνθρωπος ἐξέρχεται ἐπί τήν ὄντως ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας. Μετά τό φωτισμό αὐτό, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει πῶς νά πορευτεῖ ἐνώπιον τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ καί νά «ἐπιτελέσει ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Του».
Στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας, ὁ Θεός εἶπε· «Γενηθήτω Φῶς καί ἐγένετο Φῶς». Αὐτό τό Φῶς ἦταν τό ἄκτιστο δημιουργικό Φῶς τῆς Θεότητος, πού ἅπλωσε ὁ Θεός πάνω ἀπό τήν ἄβυσσο τοῦ μηδενός καί ὠοτόκησε ὅληλη τήν ποικιλόμορφη κτίση. Τό φῶς τό αἰσθητό τοῦ ἥλιου δημιουργήθηκε τήν τέταρτη μέρα, ἀπό εὐσπλαχνία καί πρόβλεψη τοῦ Θεοῦ, γιά τή συμφορά πού θά εὕρισκε τόν ἄνθρωπο λίγο ἀργότερα, χάνοντας τό νοητό φῶς του. ᾿Αλλά καί στά τέλη τῶν αἰώνων ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καί τά ἄστρα θά σβήσουν. ῾Η μέλλουσα καί ἀεί μένουσα ἐκείνη πόλη τοῦ Θεοῦ δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό φέγγος τους, ἀφοῦ θά καταλάμπεται ἀπό τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τό λύχνο τοῦ ἐσφαγμένου —πρό καταβολῆς κόσμου— ἀρνίου.
᾿Εκείνη ἡ μέρα τοῦ Κυρίου θά εἶναι μία διαρκής Μεταμόρφωση, γι᾿ αὐτό καί λέγεται ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας. ῞Οπως λέγει τό βιβλίο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ὅσοι ἀξιωθοῦν νά δοῦν τήν ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Κυρίου δέν θά ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ἥλιο. Θά λατρεύουν τόν Θεό μέ ἀνακεκαλυμμένα πρόσωπα· καί θά βλέπουν τό πρόσωπό Του· καί τό ὄνομα Του θά εἶναι γραμμένο στά μέτωπά τους· «καί νύξ οὐκ ἔσται ἔτι, καί οὐ χρεία λύχνου καί φωτός ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεός φωτιεῖ αὐτούς καί βασιλεύσουσιν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (᾿Αποκ. 22, 5).
Πρῶτος μάρτυρας τῆς Μεταμορφώσεως καί τῆς ζωῆς τῶν ἐσχάτων εἶναι ὁ κραταιός καί Μέγας ᾿Απόστολος Πέτρος. Στό ᾿Αποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας μαρτυρεῖ γιά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου καί μᾶς παροτρύνει νά δείξουμε ἐπιμέλεια, ὥστε νά ἐπιχορηγηθεῖ καί σ᾿ ἐμᾶς πλουσίως ἡ εἴσοδος στήν αἰώνια καί ἀνέσπερη Βασιλεία.
Τέτοιοι μάρτυρες εἶναι καί οἱ ῞Αγιοι ὅλων τῶν αἰώνων. Καί στή δική μας ἐποχή, ὁ Κύριος δέν ἄφησε τή δόξα Του ἀμάρτυρο. Στό βίο τοῦ δικοῦ μας ῾Αγίου Σιλουανοῦ βλέπουμε μία παρόμοια μ᾿ αὐτή τοῦ Πέτρου ἐμπειρία. Τό πρῶτο κοινό στοιχεῖο εἶναι ὅτι μετά ἀπό θερμή καί ἀδιάλειπτη προσευχή ἀξιώθηκε καί ὁ ῞Αγιος Σιλουανός νά δεῖ τόν Ζῶντα Χριστό στόν τόπο τῆς εἰκόνας Του, μέ τή λάμψη τοῦ Φωτός τῆς Θεότητός Του. Κατόπιν, ὅπως ἁπλῆ εἶναι ἡ περιγραφή τῶν Εὐαγγελίων γιά τή Μεταμόρφωση, ἔτσι ἁπλῆ εἶναι ἡ διήγηση τῆς ὁράσεως τοῦ ῾Αγίου. Τά ἐνεργήματα ὅμως τῆς ἐνδόξου αὐτῆς θέας τοῦ Κυρίου εἶναι μεγαλειώδη καί ἀνεξάλειπτα. Καθορίζουν δηλαδή ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς ὅλη τήν ὕπαρξη αὐτοῦ πού δέχθηκε τήν ῞Οραση, ὡς «πνευματικός γενετικός κώδικας».
῾Ο ῞Αγιος, κατά τήν ὅραση αὐτή πού ἦταν σάν ἀστραπή, ἐνεπλήσθη Πνεύματος ῾Αγίου. ῎Εκτοτε καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα του ποθοῦσαν νά πάσχουν γιά τόν Χριστό, πού πρῶτος ἔπαθε γιά μᾶς. Πλατύνθηκε ἡ καρδιά του καί μέ τήν προσευχή του περιέβαλε ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς. Γνώρισε τήν ἀνεκλάλητη ταπείνωση καί ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καί γιά τούς ἐχθρούς, γεγονός πού, ὅπως ὁ κορυφαῖος Πέτρος, δέν μποροῦσε μέχρι τέλους νά λησμονήσει.
῾Ο Πέτρος στό Θαβώρ ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά μείνει ἐκεῖ μέ τόν Χριστό γιά πάντα. Καί ὁ ῞Αγιος Σιλουανός δέν μποροῦσε ποτέ νά λησμονήσει τήν ἄφατη ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, τό πρᾶο καί ταπεινό Του βλέμμα καί συνεχῶς ἔκραζε·
«Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριον
καί μετά δακρύων ζητῶ Αὐτόν».
Κάνοντας κι ἕναν ἄλλο παραλληλισμό μεταξύ τῶν δύο πρωτοκορυφαίων ᾿Αποστόλων, βλέπουμε τό ἑξῆς· ῾Η πείρα τῆς Μεταμορφώσεως πού εἶχε ὁ κρα ταιός Πέτρος καί ἡ πείρα τῆς οὐράνιας ἁρπαγῆς καί ὀπτασίας, τῆς ὁποίας ἀξιώθη κε ὁ ᾿Απόστολος τῶν ᾿Εθνῶν Παῦλος, ἐνεργεῖ στήν ψυχή τέτοια ἀγάπη πού νικᾶ τό θάνατο· ῾Ο μεγάλος ἀπόστολος Πέτρος μέ θεία ἔμπνευση ἑτοιμάζεται νά ἀποθέσει τό σκῆνος του ἀπό τήν ἀγάπη του γιά τόν Χριστό, ὅπως ὁ ἴδιος περιγράφει στό ᾿Αποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς. ῾Ο ἰσοστάσιός του Παῦλος ποθεῖ «ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» καί τίποτε, οὔτε ζωή οὔτε θάνατος ἤ ἄλλο τι μπορεῖ νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
῎Αν ἐξετάσουμε καί τό δικό μας μάρτυρα ὅσιο Σιλουανό, συναντᾶμε τήν ἴδια ἀγάπη·
«῾Η ψυχή μου πλησίασε τό θάνατο καί ποθεῖ πάρα πολύ νά δεῖ τόν Κύριο καί νά μείνει αἰώνια μαζί Του».
«῾Η ψυχή ἀγαπᾶ τόν Κύριο κι ὅ,τι τήν ἐμποδίζει νά κρατᾶ τό νοῦ κοντά στόν Θεό, τήν στεναχωρεῖ. Κι ἄν τόσο εὐχαριστεῖται στή γῆ ἡ ψυχή ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα, πολύ περισσότερο θά εὐδαιμονῆ ἐκεῖ μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. ῏Ω Κύριε, πόσο ἀγάπησες τό πλάσμα Σου!»
῾Η ψυχή μου, Κύριε, εἶναι ἀπασχολημένη μαζί Σου ὅλη τή μέρα καί ὁλόκληρη τή νύχτα. Τό Πνεῦμα σου μέ ἑλκύει νά Σέ ζητῶ καί ἡ μνήμη Σου εὐφραίνει τό νοῦ μου. ῾Η ψυχή μου Σέ ἀγάπησε καί χαίρεται, γιατί Σύ εἶσαι ὁ Θεός μου καί ὁ Κύριός μου, καί Σέ ποθεῖ δακρύζοντας. Παρότι ὅλα εἶναι ὡραῖα στόν κόσμο, ἐντούτοις κανένα γήινο δέν μέ χαροποιεῖ καί ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ μόνο τόν Κύριο.
Ψυχή πού γνώρισε τόν Θεό δέν μπορεῖ νά τήν σαγηνεύσει τίποτε στή γῆ, ἀλλά ὁρμᾶ ἀκατάπαυστα στόν Κύριο καί φωνάζει σάν τό μικρό παιδάκι πού ἔχασε τή μητέρα του·
«Διψᾶ ἡ ψυχή μου γιά Σένα καί Σ᾿ ἀναζητῶ μέ δάκρυα».
῾Η ψυχή ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι σάν νά παραφρόνησε. Κάθεται, σιωπᾶ, δέν θέλει νά μιλᾶ· καί κοιτάζει σάν παράφρονη τόν κόσμο καί δέν τόν ἐπιθυμεῖ καί δέν τόν βλέπει. Καί οἱ ἄνθρωποι δέν γνωρίζουν πώς αὐτή βλέπει τόν ἀγαπημένο Κύριο καί ὁ κόσμος ἔμεινε πίσω της κι ἔπεσε στή λησμονιά, κι ἡ ψυχή δέν θέλει νά τόν προσέχει, γιατί δέν ὑπάρχει σ᾿ αὐτόν ἡ ἄφθαρτη γλυκύτητα.
῎Ετσι συμβαίνει στήν ψυχή, πού γνώρισε τή θεϊκή γλυκύτητα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.
«῏Ω Κύριε, δῶσε μας τήν ἀγάπη Σου αὐτή, σ᾿ ὅλο τόν κόσμο!
῏Ω Πνεῦμα ῞Αγιο, ζῆσε μέσα στίς ψυχές μας
Γιά νά δοξάζωμε ὅλοι μέ μιά φωνή τόν Ποιητή,
Πατέρα, Υἱό καί ῞Αγιο Πνεῦμα. ᾿Αμήν» (᾿Αρχιμ. Σωφρονίου, ῞Αγιος Σιλουανός σ. 621-623)
Αὐτός ὁ θησαυρός τῆς γνώσεως τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ φυλάττεται στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Δόξα τῷ Κυρίῳ σύν πᾶσι τοῖς ῾Αγίοις Αὐτοῦ, ἐν ᾿Εκκλησίᾳ ἀμολύντῳ καί ἁγίᾳ Αὐτοῦ. ᾿Αμήν !