Νοέμβριος 1826. Γύρω κι απέναντι απ την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου γίνεται η μεγάλη μάχη, που χαρακτηρίστηκε σαν δεύτερη Επανάσταση της Ρούμελης. Για μια φορά ακόμη πλούσια εξέχεε τη Χάρη του ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος, οδηγώντας στην κρίσιμη ώρα τούς Έλληνες.
Όντως, η σημασία της μάχης εκείνης ήταν καθοριστική για την έκβαση της Επανάστασης, που μετά την πτώση, του Μεσολογγίου «έπνεε τα λοίσθια» . Ο Σουλτάνος εκμεταλλεύτηκε την πτώση του ηθικού των Ελλήνων και εξαπέλυσε «φιρμάνι στους Ρωμηούς» να προσκυνήσουν, να παραδώσουν τα όπλα τους και να πάρουν γενική αμνηστία.
Κρίσιμη η στιγμή, στ’ αλήθεια, για τους τυραννισμένους Ρωμηούς. Το μέγεθος του κινδύνου μας δείχνει η επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη προς τον πρωθυπουργό Ανδρέα Ζαίμη: “Η Ελλάς προσκυνεί και πάσχισον δια την κοινήν σωτηρίαν”.
Τα σχέδια των Τούρκων ήταν να πατάξουν τη Ρούμελη και να ολοκληρώσουν ύστερα την κατάληψη της Πελοποννήσου. Ματαιώθηκαν όμως από το Γ. Καραϊσκάκη, που διορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης. Στην κρίσιμη ώρα συγκέντρωσε τους θορυβημένους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και κατέλαβε την Αράχωβα. Έδωσε έτσι με τα όπλα την απάντηση στο φιρμάνι του Σουλτάνου.
Στη μάχη της Αράχωβας βρέθηκαν αντιμέτωποι οι πιο έμπειροι αξιωματικοί των Τούρκων και οι Έλληνες καπεταναίοι, που τους ένωσε και τους οδήγησε στο θρίαμβο ο Γ. Καραϊσκάκης η εκπληκτική προσωπικότητα, η στρατηγική μεγαλοφυία, που άλλαξε την πορεία της Εθνεγερσίας. Η επιστολή του Ανδ. Ζαίμη προς τον Καραϊσκάκη είναι απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του στρατάρχη. ΄΄Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν, τι είναι ο Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραϊσκάκην δεν εκατορθούτο, οτι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον΄΄ (17-1-1827). Δίκαια στο τραγούδι τους οι Αραχωβίτες τον αποκάλεσαν:
” Καραγισκάκημ’ αρχηγέ και πρώτε καπιτάνιε… .”
Για τους Τουρκαλβανούς, όμως, η ανάμνηση της μάχης της Ράχωβας και η καταδίωξη, που ακολούθησε, ήταν οδυνηρότατη για πολλά χρόνια. Παροιμιώδης έμεινε στους Αλβανούς η φράση, που έλεγαν για κάποιον, όταν έφευγε βιαστικά: ” Που φεύγεις μωρέ, ωσάν να σε κυνηγά ο Καραϊσκάκης;” Αλλά και στις μεταξύ τους συμπλοκές οι Αλβανοί φώναζαν:
” Στάσου, στάσου να ιδείς μια φορά τουφέκι του Καραϊσκάκη “.
Ας διαγράψουμε όμως το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων του 1826.
Η Ακρόπολη των Αθηνών πολιορκείται απ’τον Κιουταχή και ο Καραϊσκάκης εκστρατεύει στη Ρούμελη για να κάμει αντιπερισπασμό, διώχνοντας τις τουρκικές φρουρές της περιοχής και καταλαμβάνοντας στρατηγικές θέσεις, ώστε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια ανεφοδιασμού και ενίσχυσης του Κιουταχή.
Προχωρεί, λοιπόν, ο Καραϊσκάκης απ’τη Δόμβραινα προς το Δίστομο, αφού πέρασε απ’τα μοναστήρια Δομβού και Οσίου Λουκά. Ο Μουστάμπεης για να τον εμποδίσει κίνησε απ’ τη Λιβαδειά, για να καταλάβει την Αράχωβα. Τον συνοδεύουν κι άλλοι μπέηδες και 2.000 Τουρκαλβανοί. Φτάνουν στην Αράχωβα και ταμπουρώνονται πάνω απ’τον Αϊ Γιώργη. Στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και στα γύρω σπίτια ταμπουρώθηκε η εμπροσθοφυλακή του Καραϊσκάκη κι ο στρατάρχης στήνει το στρατηγείο του στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη.
Αν και Νοέμβριος, το κρύο ήταν αβάσταχτο, όπως και τα βόλια των Ελλήνων. Μην αντέχοντας λοιπόν περισσότερο σύρθηκαν ταπεινωμένοι οι Τουρκαλβανοί εκλιπαρώντας ανακωχή. Τα λόγια τους, όπως τα διέσωσε o Χρ. Περραιβός, είναι πρωτόγνωρη ταπείνωση για τους περήφανους μπέηδες και ξεκάθαρη ομολογία, πως ο Θεός προστάτευε τους ΄Έλληνες:
« Ημείς εκινήσαμεν με σκοπόν να σας χαλάσωμεν, ο Θεός όμως δεν ήθελε. Δια τον κακόν μας, λοιπόν, σκοπόν αρκετά μας επαίδευσε και μας εντρόπιασε…»
Οι όροι όμως της παράδοσης, που πρότειναν οι Έλληνες, ήταν βαρείς. Στις 22-11-1826 ο Μουστάμπεης τραυματίζεται και την επόμενη ημέρα πεθαίνει. Ο Κατεβατός και τα βόλια δεν αφήνουν περιθώρια αναμονής και ενίσχυση δεν μπορεί να πλησιάσει. Έτσι, οι Τουρχαλβανοί επιχειρούν έξοδο προς τον Παρνασσό, αλλά ο στρατάρχης Καραϊσκάκης είχε διακόψει κάθε δυνατότητα διαφυγής.
Στο πεδίο τrς μάχης γίνεται πάλη σώμα προς σώμα και άγρια καταδίωξη στις απόκρημνες πλαγιές του Παρνασσού μέσα στο χιόνι και στο «καταργιακό».
Την επόμενη ημέρα (25 Νοεμβρίου) 300 τούρκικα κεφάλια στήθηκαν τρόπαιο της νίκης στη θέση Πλόβαρμα,στα Πλατάνεια. Η συνήθεια αυτή, που ήταν τουρκική, υιοθετήθηκε απ΄ τον Καραϊσκάκη για να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων.
Το δημοτικό μας τραγούδι σώζει τη βροντερή φωνή του πολέμαρχου Καραϊσκάκη :
«Που ‘στε μπρε Ρουμελώτες μου, παιδιά μ’ αντρειωμένα
Γυμνώστε τ’ αλαφρά σπαθιά και ρίξτε τα ντουφέκια,
βάλτε τους Τούρκους στα μπροστά και κόψτε και σκοτώστε».
Δόξα και Τιμή!
Ζήτω το Έθνος!