Γράφει ο Γεώργιος Κωστάκης, ερευνητής
Ημερομηνία Εορτής: 6 Μαΐου
Τύπος Εορτής: Σταθερή. Εορτάζει στις 06 Μαΐου εκάστου έτους
1883 – 1974
Χάριτι σοφισθεῖσα, Σοφία θείᾳ,
Σοφῶς ἤσκησας ἄρτι, ἐν τῇ Κλεισούρᾳ.
Μία σύγχρονη Αγία της Ορθοδοξίας μας, η Αγία Σοφία η ασκήτισσα της Κλεισούρας Καστοριάς. Η γεμάτη πόνο, στερήσεις και αρρώστιες ζωή της Αγίας, που ήρθε πρόσφυγας από τον Πόντο και ασκήτεψε μέχρι τα τέλη του βίου της, το 1974, στο Μοναστήρι της Παναγίας, στην περιοχή της Κλεισούρας της Καστοριάς, υπήρξε μια αδιάκοπη δοξολογία της Χάριτος του Θεού και η ευλογία Της σκέπει και αγιάζει όποιον πιστό με πίστη και ευλάβεια δέεται στο όνομά της.
Βίος της Αγίας Σοφίας
Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νομού Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 παντρεύεται τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910, απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δύο χρόνια μετά, το 1914 χάνει και τον άντρα της τον οποίο πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.
Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.
Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταπονιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ’ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πως σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε.» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία.»
Το 1927 με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.
Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουγαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.
Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό,τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε μια κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτυρόταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «παιδεύω το σαρκίο μου».
Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ’ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι.» Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς…Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».
Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα, στα περβάζια των παραθύρων στα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν, γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.
Η Οσία Σοφία, η «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974. Στις 7 Ιουλίου 1981 γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστοριάς κ.κ. Σεραφείμ.
Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012, έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.
Τόσο την Ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου όσο και τον Παρακλητικό Κανόνα και τα Εγκώμια προς την Οσία, έγραψε ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, χαρισματούχος Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας.
Η εγχείρηση της Παναγίας
Η Αγία Σοφία είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους και με το παρακάτω θαυμαστό περιστατικό να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα παρουσιάζεται παρακάτω ακριβώς όπως δημοσιεύτηκε από το βιβλίο «ΣΟΦΙΑ Η ΑΣΚΗΤΙΣΣΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ», Έκδοση Ιεράς Μονής Γενεθλίου Θεοτόκου Κλεισούρας.
Το 1967 ασθένησε βαριά. Διπλώθηκε στη μέση από τον πόνο. Στην αρχή δημιουργήθηκε ένα πρήξιμο, που σιγά σιγά αυξανόταν. Στην συνέχεια άνοιξε και έβγαινε δυσώδες υγρό, για αρκετές μέρες. Μερικοί μιλούν για περιτονίτιδα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι την έσχισε το σκληρό λάστιχο από την πρόχειρη φούστα που φορούσε. Όπως όμως φαίνεται από τις περιγραφές, όσων παρακολουθούσαν την υπόθεση, πρέπει να ήταν “περισκωληκοειδικό απόστημα”, σύμφωνα με την Ιατρική ορολογία.
Και η Σοφία στούπωνε στην πληγή πανιά και φυτίλια από τις κανδήλες. Άρχισε να σαπίζει.
Η παπαδιά του παπα-Φώτη και ο ίδιος την παρακαλούσαν να φωνάξουν γιατρό. Μύριζε, αλλά δεν δεχόταν καμία βοήθεια ούτε περιποίηση. «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει τον πόνο. Μου το υποσχέθηκε», έλεγε, όπως θυμάται άλλο πρόσωπο, από διήγηση της ίδιας της Σοφίας. Ο π. Παναγιώτης Π., εφημέριος σήμερα στην Καστοριά, μας διηγήθηκε» όσα έμαθε από τον γαμπρό του Άγγελο Ρ. από το Αμύνταιο.
Ο ίδιος ο κ. Άγγελος θυμάται με μεγάλη ακρίβεια το γεγονός:
«Το 1967, Σεπτέμβριο μήνα, είχαμε πάει κατασκήνωση με τους προσκόπους Αμυνταίου στην Παναγία. Στήσαμε τις σκηνές έξω από το μοναστήρι, στο αλώνι, και συχνά κατεβαίναμε μέσα στην εκκλησία.
Ήταν η ήμερα της εορτής, 8 Σεπτεμβρίου. Έπιασε ένας καιρός, καταρρακτώδης βροχή, και αναγκαστήκαμε να μαζέψουμε τα πράγματα από την κατασκήνωση και να ρθούμε μέσα στην αυλή του μοναστηρίου. Τακτοποιηθήκαμε και μαζευτήκαμε στην τραπεζαρία. Εκεί ακούγαμε ένα παραπονιάρικο βογγητό να βγαίνει από το τρίτο τζάκι. Πλησιάζουμε και βλέπουμε ένα μαύρο κουβάρι, από όπου ακουγόταν τα βογγητά. Αναγνωρίσαμε πως ήταν η Σοφία, που πονούσε πολύ. Ήταν και ένας λαϊκός, από το Βαρυκό, στο μοναστήρι. Του αναφέραμε το γεγονός και εκείνος είπε «έχει ζόρια η γριά».
Η Σοφία σαν να παραμιλούσε, ένα κουφό, πονεμένο παραμιλητό. Ανάμεσα στις λέξεις πού δεν καταλάβαινες, έλεγε συνέχεια «η Παναγία, η Παναγία…» Τελικά οι μεγαλύτεροι την σήκωσαν προσεκτικά και την ξάπλωσαν επάνω στο τραπέζι. Ο Γιώργος, ένας από τους βαθμοφόρους, ήταν πρωτοετής στην Ιατρική, ο πατέρας του ήταν διοικητής τότε στα Τ.Ε.Α. Αμυνταίου. Αυτός την κοίταξε. και την εξέτασε. Ήταν και ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος, ορθοπεδικός γιατρός σήμερα στην Φλώρινα, και ο φίλος μου ο Αναστάσιος Αθανασίου, πού συγχωρέθηκε πρόσφατα,-ταγματάρχης. Η δυσωδία ήταν μεγάλη και η πληγή ήθελε άμεση χειρουργική επέμβαση.
Όλη νύχτα η Σοφία βογγούσε. Την άλλη μέρα, δυο-τρεις πρόσκοποι ξυπνήσαμε πολύ πρωΐ. Βγήκαμε στην αυλή και ο γέρος υπάλληλος μας καλημέρισε. Έχουμε θαύμα σήμερα, πρόσθεσε. Η Σοφία πήγε στην βρύση και έριχνε απάνω της νερό. Την πλησιάσαμε και τα παιδιά της σήκωσαν το ρούχο. Είδαμε όλοι, με τα μάτια μας, μια φρεσκοκλεισμένη ουλή, από το στήθος μέχρι κάτω, στην σκωληκοειδίτιδα.
Καθίσαμε και άλλες ημέρες στο μοναστήρι. Την βλέπαμε να γυρίζει στην αυλή και να διηγείται το θαύμα. Δεν φαινόταν να δυσκολεύεται, σαν εγχειρισμένη. Ήταν θαύμα, βλέπεις. Σε άλλους έδειχνε και την πληγή, με ολοφάνερη χαρά.
Ύστερα, είχε μία παράξενη μυρωδιά η Σοφία. Όχι σαν γυναίκα ή σαν γριά, αλλά όπως μυρίζει η εκκλησία. Κάτι ανάμεσα από μελισσοκέρι, λάδι και θυμίαμα.
Πέρασαν τριάντα χρόνια και σαν να την βλέπω μπροστά μου. Σαν να ήταν χθες.»
Σε λεωφορείο με ευλαβείς από την Αθήνα, διηγείται η ίδια το απίστευτο γεγονός, όπως σώζεται σε μαγνητοταινία:
«Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ την έσκισε με το σπαθί, και βγήκε μεγάλη βρωμιά-έβγαλαν οι άγιοι τα σπλάχνα έξω και τα ακούμπησαν δίπλα, σε ένα κάθισμα, επάνω στην ποδιά της. Ο Αρχάγγελος καθάρισε πολύ προσεκτικά την πληγή, με τις υποδείξεις της Παναγίας.»
Η κ. Βασιλική Κ. προσθέτει ότι στην συνέχεια η Παναγία έβαλε στο στόμα της Σοφίας ένα άσπρο μικρό χαπάκι, όπως το ανέφερε η ίδια και σε πολλούς άλλους. Το πρωΐ είχε θεραπευτεί τελείως.
Σε άλλη μαθήτρια της ή Σοφία είπε πώς ήταν μαζί και η Αγία Κυριακή με την Αγία Παρασκευή, και πώς το σπαθί του Αρχαγγέλου ήταν ξύλινο.
Η Σοφία ήταν τότε 84 ετών.
Ήρθαν τρεις χειρούργοι από την Αθήνα και γιατροί από την Κοζάνη και έλεγξαν την πληγή, οπού φαινόταν καθαρά η τομή πού είχε κλείσει, ακριβώς σαν χειρουργική επέμβαση.
Η Ιερά Μονή Γενεθλίου Θεοτόκου Κλεισούρας Καστοριάς
Η Ιερά Μονή Κλεισούρα, όπου ασκήτευσε η Οσία Σοφία, βρίσκεται χτισμένη σε μια εύφορη κοιλάδα, σε υψόμετρο 970μ. κάτω από το χωριό Κλεισούρα, 35 χλμ από την Καστοριά, στα όρια με το νομό Φλωρίνης. Αποτελεί σημαντικό θρησκευτικό προσκύνημα της περιοχής και ιδιαίτερα γνωστό τα τελευταία χρόνια λόγω της Οσίας Σοφίας.
Ιδρύθηκε το 1314 από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο Νεόφυτο και ανακαινίστηκε το 1813 από Κλεισουριώτη ιερομόναχο της Μονής Ιβήρων Ησαΐα μετά από όραμα της Παναγίας. Το συγκρότημα, με τον φρουριακό του χαρακτήρα, σώζεται στο σύνολό του. Τα υπάρχοντα κτίσματα είναι του 18ου και 19ου αιώνα.
Είναι ρυθμού τρίκλιτης ξυλοστέγης τρουλαίας βασιλικής με νάρθηκα και περιβάλλεται από ένα τεράστιο ορθογώνιο φρουριακό συγκρότημα, εντός του οποίου είναι κτισμένο το καθολικό. Κοσμείται με αξιόλογες τοιχογραφίες, έργα των Χιοναδιτών αγιογράφων Γεωργίου και Γεωργίου. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρυσώθηκε το 1772 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο Κτίπα από το Λινοτόπι.
Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα η Μονή φιλοξένησε και περιέθαλψε πολλούς Μακεδονομάχους με πρώτο τον Παύλο Μελά, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε κρησφύγετο όλων ταλαιπωρημένων, από τους Γερμανούς, κατοίκων της περιοχής.
Όταν το 1903 μ.Χ. οι Τούρκοι έκαψαν το γειτονικό χωριό Βαρικό πολλοί κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Από το 1992 μ.Χ. λειτουργεί ως γυναικεία κοινοβιακή Μονή με ηγουμένη τη γερόντισσα Ανυσία, που μαζί με την υπόλοιπη μοναστική αδελφότητα προσπαθούν να «αναστήσουν» το σημαντικό αυτό λατρευτικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας.
Στα χρόνια που στη Μονή δεν υπήρχε μοναστική αδελφότητα και οργανωμένη κοινοβιακή ζωή, ασκήτευσε η γερόντισσα Σοφία που καταγόταν από τον Πόντο. Ήρθε νέα και δούλευε πολύ ως τα βαθιά γεράματά της και την αγαπούσε όλο το χωριό.
Το Ολοκαύτωμα της Κλεισούρας και η επέμβαση της Παναγίας διά της Οσίας Σοφίας
Το πρωινό της 5ης Απριλίου 1944 αντιστασιακές ομάδες, έστησαν ενέδρα σε μια γερμανική φάλαγγα. Στη μάχη σκοτώθηκαν τρεις Γερμανοί. Οι αντιστασιακές ομάδες ενώ γνώριζαν ότι θα ακολουθούσαν αντίποινα, έφυγαν και άφησαν το χωριό στο έλεος των Γερμανών. Η απόφασή τους ήταν σκληρά αντίποινα στο πιο κοντινό χωριό, την Κλεισούρα. Με τις οδηγίες των Γερμανών διοικητών αρχίζουν να φονεύουν τους κατοίκους και να σπέρνουν το θάνατο χωρίς διάκριση. Το αποτέλεσμα της οργής ήταν 286 αθώα θύματα, ανάμεσά τους έγκυες, βρέφη, νεαρές κοπέλες μέχρι και σεβάσμιοι γέροντες και γερόντισσές και επίσης 150 σπίτια κάηκαν.
Πολλοί από τους κατοίκους έφυγαν και κρύφτηκαν στο μοναστήρι της Παναγίας όπου μόναζε η Οσία Σοφία. Οι Γερμανοί περικύκλωσαν τη μονή έτοιμοι να την κάψουν. Τότε η Οσία Σοφία, με την εικόνα της Παναγίας στα χέρια, γονατίζει μπροστά στους Γερμανούς στρατιώτες, τους φιλά τα πόδια, κλαίει δυνατά και τους λέει: «Όχι την Παναγία». Τότε εκείνοι, σίγουρα με παρέμβαση της Παναγίας, έφυγαν και δεν πείραξαν το μοναστήρι. Έτσι σώθηκε το μοναστήρι της Παναγιάς και ο κόσμος που είχε κρυφτεί στα κτίρια της μονής.
Πνευματικές Συμβουλές της Αγίας Σοφίας
«Τα μάτια να βλέπουν και να μη βλέπουν. Τ’ αυτιά ν΄ακούν και να μην ακούν. Το στόμα να μη βλασφημεί. Κλειδί στο στόμα. Να μη μεταφέρετε λόγια από τον ένα στον άλλο. Να έχετε αγάπη για όλους. Να σκεπάζετε για να σας σκεπάζει ο Θεός. Πολλήν υπομονή να κάμετε, πολλάν υπομονήν!»
Η λέξη που βρισκόταν συνεχώς στα χείλη της ήταν η λέξη του Προδρόμου στην έρημο: «Μετανοείτε!».
Δεν ξεχώριζε πλούσιο από πτωχό. Δεν είχε ανθρωπαρέσκεια. Έδειχνε πλατειά αγάπη σε όλους και τούτο, γιατί αγαπούσε πάνω από όλους τον Χριστό μας, που τον έβλεπε στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, και στον οποίο απευθυνόμενη με διαρκή κατάνυξη έλεγε: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον τον κόσμον σου και ύστερα εμάς».
Παρηγοριά της, η Υπεραγία Θεοτόκος, στης οποίας το Μοναστήρι έζησε κάτω από το μητρικό της φίλτρο και την φοβερά προστασία Της. «Είναι στεναχωρημέντσα η Παναΐα. Η Παναΐα κλαίει κάθνη μέρα» έλεγε στους ανθρώπους, που την πλησίαζαν και τα δάκρυα έτρεχαν σαν βρύση από τα μάτια της.
«Γιατί σκουπίζεις κάθε μέρα, γιαγιά Σοφία;» την ρώτησε μία πνευματική της θυγατέρα. «Μα ευλογημένη, θα περάσει η Παναΐα και θα βρει την αυλή της γεμάτη φύλλα». «Παναΐα μ’, γιουρπάν’ τσ’ να ίνουμε» (=Παναγία μου, θυσία να γίνω για σένα)».
Αν και κουρελιάρα στην εμφάνιση, η αρετοντυμένη καρδία Της μοίραζε στους φτωχούς όλα όσα η καλοσύνη των ανθρώπων της έδινε. «Παρ’ το να το φοράς, να χαίρεται η ψυχή μου», τους έλεγε, όταν τη ρωτούσαν, γιατί μοιράζει ρούχα, που άλλοι της προσέφεραν από συμπάθεια, αφού η ίδια στερείται.
Λειτουργικά Κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Ἦχος πλ. α’ – Τὸν συνάναρχον Λόγον)
Προσευχῇ χαμευνίᾳ πολλαῖς στερήσεσι, κακοπαθείαις νηστείαις, καὶ ἀγρυπνίαις Χριστῷ, εὐηρέστησας Σοφία παναοίδιμε, σὲ τῷ σοφίας ἀληθοῦς, ἀναδείξαντι φανόν, καὶ λύχνον λαμπρῶν χαρίτων, ὅθεν ὡς πρέσβειραν θείαν, Κλεισούρας σέμνωμα τιμῶμέν σε.
Έτερον Απολυτίκιον – (Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.)
Ἐκ τοῦ Πόντου ἀρτίως ἐξανατείλασαν
ὥσπερ νεόφωτον ἄστρον
ἀσκητικῆς ἀγωγῆς
καὶ Κλεισούραν Καστορίας καταυγάσασαν
φέγγει ἀόκνου προσευχῆς,
κατατήξεως σαρκὸς
ἐμπόνου σκληραγωγίας
καὶ θαυμασίων, Σοφίαν,
ἡμῶν ὡς πρέσβειραν ὑμνήσωμεν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) (Ἦχος γ’ – Τὴν ὡραιότητα)
Σοφίας γέγονας, μῆτερ ἀοίδημε, Σοφία, σέμνωμα, τῆς Θεομήτορος, ἐν τὴ Μονὴ ἀσκητικῶς τὸν βίον σου διελθοῦσα,ὅθεν καὶ ἀπείληφας τῶν καμάτων σου ἔπαινον, κατατραυματίσασσα τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας, καὶ πρέσβειρα Χριστῷ παρεστώσα, μὴ ἐπιλάθου τῶν πόθω τιμώντων σέ.
Κοντάκιον (Ἦχος πλ. δ’ – Τῇ Ὑπερμάχῳ)
Τὴν ὑπὲρ φύσιν, ἐν Κλεισούρᾳ ἐνασκήσασαν, καὶ ὑπομείνασαν, τὸ ψῦχος ὥσπερ ἄσαρκος, παρ’ ἑστίαν καθημένην Μονῆς αὐλείῳ, βιοτῆς αὐτῆς τὰς νύκτας καὶ σχολάζουσαν, προσευχῇ Σοφίαν θείαν εὐφημήσωμεν, πόθω κράζοντες· Χαίροις πάνυ Ἀσκήτρια.
Κάθισμα (Ἦχος γ’ – Θείας πίστεως)
Τὴν διδάσκαλον, τῆς μετανοίας, καὶ κοσμήτορα, χριστοηθείας, ἀφανῶς τὴν ἐν Κλεισούρᾳ ἀσκήσασαν, καὶ δαψιλῶς προσελκύσασαν Πνεύματος, τοῦ θείου χάριν εὐτάκτως ὑμνήσωμεν, πόθω κράζοντες· Σοφία θεομακάριστε, Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει πάντοτε.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι καθορῶντες, σῇ ἀμέμπτῳ ἀσκήσει, ἐξέστησαν Σοφία θεόφρον, καὶ πιστῶν Μακεδόνων χοροί, σὺν Ποντίων δήμοις Μῆτερ θαυμάζοντες, ταπείνωσιν καὶ νῆψίν σου, ἐκραύγασαν ἐν κατανύξει·
Χαῖρε, διδάσκαλος μετανοίας·
χαῖρε, ὁ πρόβολος ἐγκρατείας.
Χαῖρε, τῆς Μονῆς Κλεισούρας ἡ ἔνοικος·
χαῖρε, παμφαὴς λαμπηδών, θείας χάριτος.
Χαῖρε, φάρος τῆς ἁπλότητος, καὶ ἀμέμπτου ἀγωγῆς·
χαῖρε, λύχνος ταπεινώσεως, καὶ εὐχῆς καρδιακῆς.
Χαῖρε, Θεοῦ σοφίας χρυσοστόλιστον σκεῦον·
χαῖρε, τῆς συμπαθείας τῆς Αὐτοῦ θεῖος τύπος.
Χαῖρε, κρηπὶς σαρκὸς κατατήξεως·
χαῖρε, πυξὶς Χριστοῦ ἀγαπήσεως.
Χαῖρε, ἐν γῇ ἡ οὐκ ἔχουσα κλίνην·
χαῖρε, πηγή, ἡ ἐκχέουσα χάριν.
Χαίροις, πάνυ Ἀσκήτρια.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἀρδάσσης σεπτὸς βλαστός, χαίροις Πόντου κρίνον, μυροβόλον καὶ εὐανθές, χαίροις τῆς Κλεισούρας, κιννάμωμον Σοφία, ἡ ἀκραιφνεῖ ἀσκήσει, κόσμον ἡδύνασα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σοφισθεῖσα, μῆτερ, πνευματικῶς, ὅλον σου τὸν βίον ἐν τελεία ὑπομονὴ διῆλθες, Σοφία, καὶ νὴν τού σου Νυμφίου τὸ κάλλος ἐποπτεύεις ἐν ταῖς παστάσιν αὐτοῦ.