Γράφει ο Διονύσιος Σ. Δραγώνας, Φοιτητής Νομικής NUP, Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ
Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση αναζητείται το διακύβευμά της μέσω του οποίου ορισμένοι θα ωφεληθούν, κυρίως οι αντιπολιτευόμενοι, ενώ άλλοι θα το θέσουν ως έρεισμα για την περαιτέρω αλίευση ψήφων. Ο εκμαυλισμός της τηλοψίας και των εξωνημένων δημοσιογράφων με την επικουρία των επαίσχυντων πολιτικών οδηγούν τη νεολαία στη περιβόητη αποχή, δίχως αυτή να είναι πάντοτε μήνυμα κατά είτε της κυβερνήσεως είτε εν γένει της πολιτικής. Η δυσανεξία αυτή δεν επιφέρει πολιτικό κλυδωνισμό ή πολιτική αστάθεια, απεναντίας πλήρη αδιαφορία για τα κοινά, όπως προσέτι και απώλεια κάθε ελπίδας για πολιτική ανάνηψη.
Όσο μεγάλο κι αν είναι το ποσοστό της αποχής ουδείς εκ των ιθυνόντων συγκινείται ειλικρινώς, απλώς σχολιάζει το βράδυ των εκλογών αρνητικά το ποσοστό της αποχής μη αναλαμβάνοντας απαραιτήτως τη πολιτική ευθύνη. Μάλιστα, συνήθως ωφελούνται καθότι μέσω αυτής της οδού ουσιαστικά οι αντιπρόσωποί μας εκλέγονται από όσους διατηρούν πελατειακές σχέσεις μαζί τους και συνακόλουθα θεωρούνται αυλοκόλακες. Ανερυθρίαστοι οι πολιτικοί συνεχίζουν αδιαλείπτως να ομιλούν περί της αποδοχής που λαμβάνουν από μέρος πολιτών, ενώ οι τελευταίοι υποδύονται τους θαυμαστές τους προς κατάληψη δημοσίων θέσεων.
Τρανά παραδείγματα όλων αυτών αποτελούν οι πρόσφατες φοιτητικές εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν προ δύο περίπου εβδομάδων. Σε αυτές το ποσοστό της αποχής ήταν αβυσσαλέο, εντούτοις ουδείς εκ των νικητών το έλαβε υπόψη του, αλλά καίτοι με ψήφους μονάχα των στελεχών τους πανηγύρισαν με ιδιαίτερη θέρμη τη νίκη τους, ενώ μάλιστα η ΔΑΠ – ΝΔΦΚ (φοιτητική παράταξη της Νέας Δημοκρατίας) μιλούσε εντεύθεν για την αποδοχή τους κυβερνώντος κόμματος από τους φοιτητές και το πόσο η νυν κυβέρνηση έχει συνεισφέρει στα Πανεπιστήμια, θέτοντας τούτο ως λόγο της νίκης της στα περισσότερα τμήματα. Στο ίδιο κλίμα και στις εκλογές του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχτηκε πρώτο κόμμα λαμβάνοντας ποσοστό ίσο με το 36,34%, ενώ η συμμετοχή άγγιξε μόλις το 63,94%. Δηλαδή, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ επί του συνόλου των Ελλήνων ήταν μικρότερο του 20%, ήτοι μήτε 2 στους 10 Έλληνες ήθελαν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο φαίνεται καταδήλως πως όσο και μεγάλο κι αν είναι το ποσοστό της αποχής ουδείς θα μιλήσει περί της μη ουσιαστικής – πολιτικής νομιμοποίησής του στη κατάληψη της εξουσίας. Ενδεχομένως, να θέσουν το θέμα επί τάπητος, ουδέποτε όμως θα εργασθούν για την εξαφάνιση του φαινομένου της αποχής. Άλλωστε, αενάως βλέπουμε να λαμβάνονται αποφάσεις οι οποίες βρίσκονται ενάντια στις επιθυμίες του λαού, ωστόσο αυτές γίνονται πράξεις, δίχως εκ του προοιμίου να ερωτηθούμε. Η μη πραγματοποίηση δημοψηφισμάτων για καίρια ζητήματα αλλοιώνει τον χαρακτήρα της δημοκρατίας και της κυριαρχίας του λαού στη χώρα μας. Τα δημοψηφίσματα μοιάζουν με ατραπό, αφού οι κυβερνήσεις τα αποφεύγουν, ενώ όταν τα πραγματοποιούν εν τέλει δεν τα λαμβάνουν υπόψη τους, όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Πολλοί αυτοπροσδιορίζονται ως ασύμβατοι και θέλοντας να κάνουν πράξη τα πιστεύω τους απέχουν από τις εκλογές δείχνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την απέχθεια που εκτρέφουν προς την καθεστηκυία τάξη ακολουθώντας έτσι μία κοινοτοπία. Εν άλλοις λόγοις, με την αποχή ρίχνουν το δήθεν αντισυστημικό ψηφοδέλτιο στη κάλπη του οίκου τους καθήμενοι στην αιώρα νομίζοντας πως είναι οι επικεφαλής μιας πολιτικής ανατροπής προς τη διάσωση της χώρας μας. Στη πραγματικότητα, λογίζονται ως απαθείς και πολιτικά ημιθανείς από τους κυβερνώντες.
Ως έπος ειπείν, η αποχή μολονότι για ορισμένους θεωρείται πολιτικό μήνυμα, εν τοις πράγμασι δεν είναι, καθότι τα μηνύματα χρειάζονται αποδέκτη και οι πολιτικοί δυστυχώς δεν είναι αποδέκτες της αποχής, οπότε καθίσταται ανούσια η μη συμμετοχή στα κοινά. Άλλωστε, στην Αρχαία Αθήνα όσοι δεν συμμετείχαν στις δημοκρατικές διαδικασίες χαρακτηρίζονταν αρνητικά με βαριές -για εκείνη την εποχή- εκφράσεις. Η αποχή ακόμη και για τους περιβόητους απολιτίκ (σημασία: ο απέχων πολιτικά) είναι σφοδρό λάθος μέσω του οποίου, όμως, μπορεί να ανοιχτεί η θύρα της πολιτικής -όχι αναγκαίως κομματικής- συμμετοχής. Πάντως, το διακύβευμα αυτών των εκλογών σίγουρα δεν είναι η συμμετοχή – αποχή των απαυδισμένων, αφού η τελευταία πλέον αποτελεί απόρθητο και αρραγές σφάλμα, που απάδει σε μία δημοκρατία.