Γράφει ο Διονύσιος Σ. Δραγώνας, Νομικός
Ανέκαθεν ο Ιούλιος ήταν ο πιο δύσκολος μήνας για τους Ελληνοκυπρίους, αφού αδύνατη είναι η λησμονιά της 20ης Ιουλίου, ήτοι της ημέρας που το 1974 πραγματοποιήθηκε η τουρκική εισβολή, που είχε ως αποτέλεσμα τη διχοτόμηση της νήσου της Αφροδίτης.
Ο Ιούλιος όμως του 2024 θεωρείται από διπλωματική άποψη ιδιαίτατα κρίσιμος, αφού αναμένεται η έκθεση της προσωπικής απεσταλμένης του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών (Antonio Guterres), για την αποστολή της στην Κύπρο. Η Μαρία Άνχελα Ολγκίν, έχει αναλάβει τη σύνταξη αυτής της έκθεσης, η οποία ενδεχομένως να αποβεί και μοιραία εάν και εφόσον επαληθευτούν οι φήμες, που θέλουν την εισήγησή της να κάνει λόγο για τετραμερή διάσκεψη για το Κυπριακό, η οποία φυσικά θα εμπεριέχει και την πλευρά του ψευδοκράτους φέρνοντας έτσι το ψευδοκράτος σε ίση θέση με την Κυπριακή Δημοκρατία. Εν άλλοις λόγοις, ένα αναγνωρισμένο κράτος, όπως αυτό της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο έτι περαιτέρω είναι μέλος του ΟΗΕ, θα υποχρεωθεί να υπεισέλθει σε συνομιλίες με το ψευδοκράτος, το οποίο αναγνωρίζεται ως κράτος μονάχα από την Τουρκία, ενώ ακόμη μήτε θεωρείται μέλος του ΟΗΕ, αλλά και η διεθνής κοινότητα έχει καταδικάσει -έστω και θεωρητικά- την εισβολή της Τουρκίας στη Μεγαλόνησο και το αποτέλεσμά της, τουτέστιν την δημιουργία του ψευδοκράτους.
Μάλιστα, εάν κάτι τέτοιο γίνει πράξη, τότε υπαινικτικά και μη η Μαρία Άνχελα Ολγκίν θα έχει προβεί σε μία άκρως λανθασμένη ενέργεια, η οποία αγγίζει τα όρια της εξυπηρέτησης των τουρκικών συμφερόντων, αφού με αυτόν τον τρόπο, θα έχει παραλείψει τις δύο κρίσιμες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το ομόφωνο ψήφισμα 353 (1974) του Σ.Α. μιλάει εκτός από τον σεβασμό των μελών του ΟΗΕ που πρέπει να επιδείξουν αναφορικά με την εδαφική ακεραιότητα, κυριαρχία και ανεξαρτησία της Κύπρου, ζητάει προσέτι «την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που βρίσκεται εκεί πέραν των προνοιών διεθνών συμφωνιών, στην επιστολή του ημερομηνίας 2 Ιουλίου 1974», αλλά τονίζει ωσαύτως το ίδιο ψήφισμα ότι η εισβολή αυτή είναι παράνομη.
Μάλιστα, μετά την διακήρυξη του ψευδοκράτους στις 15 Νοεμβρίου 1983, ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου», το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με το ψήφισμά του 541 (1983) αποδοκίμασε τη διακήρυξη των τουρκοκυπριακών αρχών της δήθεν απόσχισης τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, θεώρησε την διακήρυξη του ψευδοκράτους σαν νομικά άκυρη και ζήτησε την ανάκλησή της, ακόμη κάλεσε ξανά όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ τέλος κάλεσε όλα τα κράτη να μην αναγνωρίζουν οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία. Το ως άνω ψήφισμα ζήτησε επιπροσθέτως την επείγουσα και αποτελεσματική εφαρμογή των ψηφισμάτων 365 (1974) και 367 (1975), που αμφότερα προκαλούν πονοκέφαλο στη τουρκική πλευρά, η οποία ακόμη και σήμερα κωφεύει τα κελεύσματα αυτών.
Όθεν, δυνάμει των ως άνω, τα οποία -δίχως αμφιβολία- έχουν τεθεί επί τάπητος κατά τις συζητήσεις της απεσταλμένης του Γ.Γ. του ΟΗΕ και της κυπριακής πλευράς, αλλά και οφείλει να τα λάβει υπ’ όψιν της η Μαρία Άνχελα Ολγκίν, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ένας διάλογος σε τραπέζι στο οποίο θα βρίσκονται καθήμενοι ηγήτορες του ψευδοκράτους, αφ’ ενός θα αναγνωρίζεται η υπόσταση αυτών ως όχι απαραιτήτως αξιωματούχων ενός κράτους αλλά σίγουρα ως διοικούντων της “βόρειας Κύπρου”, αφ’ ετέρου μέσω της κλήσεως αυτών θα παραβιαστούν ενδεχομένως οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, οι οποίες είναι δεσμευτικές. Άρα, ακόμη κι αν ο σκοπός της απεσταλμένης δεν είναι η αναγνώριση του ψευδοκράτους, μονή η κλήση των ιθυνόντων του ψευδοκράτους ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, αφού έτσι τους δίδεται θεσμικό βήμα, το οποίο εισέτι ελάμβαναν μονάχα από το κράτος της Τουρκίας και ουδέποτε από έναν διεθνή οργανισμό, ιδίως από τον ΟΗΕ, ο οποίος πρεσβεύει άλλωστε την ειρήνη και την εδαφική κυριαρχία.
Την ίδια ώρα η Τουρκία και ιδίως ο Ερντογάν ετοιμάζει επίσκεψη για τον επόμενο μήνα στη κατεχόμενη Κύπρο συνοδευόμενους από υπουργούς και στρατιωτικούς, ενώ ακόμη θα παραβρεθούν και υψηλά πρόσωπα της τουρκικής αντιπολίτευσης θέλοντας έτσι να κάνουν κατάδηλη τη θέση τους πως η Άγκυρα συνολικά έχει μία σταθερή θέση αναφορικά με το ψευδοκράτος, που δεν είναι άλλη από την αναγνώρισή του ως κράτος.
Συνελόντι ειπείν, ο Ιούλιος θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά και ανησυχία σχετικά με την έκθεση της απεσταλμένης του Antonio Guterres, ενώ οι φανφάρες του Ερντογάν στα κατεχόμενα είναι αναμενόμενες από τον Προέδρο της μαξιμαλιστικής ατζέντας. Όσο δε για τις προκλήσεις της Χεζμπολάχ εις βάρος της Κύπρου αυτές κατά πάσα πιθανότητα θα μείνουν μονάχα στα λόγια, αφού από την μία πλευρά, μία επίθεση της Χεζμπολάχ θα διακύβευε την υποστήριξη της Χαμάς που λαμβάνει από πλήθος κρατών και από την άλλη τούτο θα έθετε σε κίνδυνο την μέχρι στιγμής επικουρία από πλευράς Κυπριακής Δημοκρατίας στο λαό της Παλαιστίνης, ο οποίος υποφέρει από την επιθετικότητα του Ισραήλ. Οπόταν, η επίθεση της Χεζμπολάχ στη Κύπρο δεν συμφέρει τα δικαιώματα της συμμάχου της Παλαιστίνης, η οποία πλειστάκις έχει ευχαριστήσει την Κύπρο για την επικουρία της.