Από τον Κοντρεάνου στον Χοσέ Αντόνιο : Ο Μυστικισμός του Υπερεθνικισμού

Γράφει ο Πέτρος Ι. Νικολού, μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, Νομική ΕΚΠΑ

 

Η πορεία των λαών στον ρού της συγχρόνου ιστορίας δεν είναι παρά μιά ευθυγράμμως εκτυλισσομένη ψευδαίσθηση αυτοκαθορισμού και αυτοπροσδιορισμού. Η Γαλλική Επανάσταση του 1789, ως χρονική αφετηρία της νεωτερικής Ευρώπης, σηματοδότησε το πέρας των κορπορατιστικών κοινωνιών, την κατάλυση των κεντρικών μοναρχιών και την εγκαθίδρυση στη θέση τους των αστικών δημοκρατιών σε άμεση συνάρτηση με την εξάπλωση της κυριαρχίας των μασωνικών στοών και τη μαζική εκβιομηχάνιση της Δύσεως. Η φιλελεύθερη διαφωτιστική πολιτεία γέννησε τον καπιταλισμό και μαζί μ’ αυτόν έθαψαν μιά για πάντα το παρελθοντικό μοντέλο οικονομικοκοινωνικής οργάνωσης, που ξεπήδησε σαν βλαστάρι από την ανθρώπινη αυθεντικότητα, την επαφή με την φύση και την εμπιστοσύνη στον Θεό. Η era των Βασιλέων και των κοινοτήτων παραχώρησε τη σειρά της στην εποχή του υλισμού. Ο άνθρωπος από «ορίζων» τη βιοτή του μέσα σε συνθήκες ελευθερίας, τις οποίες παρείχον η απλότητα και η παράδοση, έγινε «οριζόμενος», δέσμιος των επιταγών της ύλης.

Με την οριστική πτώση των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών του Μεγάλου Πολέμου τα Έθνη εξαναγκάστηκαν δια της βίας να εγκαταλείψουν τον εγγενώς ταυτοτικό και παραδοσιοκράτικό τους προσανατολισμό και να παραδοθούν σ’ ένα κατασκευασμένο φιλελεύθερο πεπρωμένο, το οποίο τα ίδια ποτέ δεν επέλεξαν. Σ’ αυτό το σημείο, τα Εθνικιστικά Κινήματα ανέκυψαν ως η πλέον ρηξικέλευθη και απελευθερωτική απάντηση των λαών στο δεσμωτήριο της δημοκρατίας και του καπιταλισμού, αντιπροτείνοντας την επιστροφή στον αγνό και γνήσιο τρόπο ζωής των αγρών και των συντεχνιών, που ο Μεγάλος Τρόμος δολοφόνησε αργά και βασανιστικά πριν περίπου έναν αιώνα. Δύο εξ αυτών, όμως, αντιλαμβανόμενα πως στόχος του τεκτονικού φιλελευθερισμού ήταν η εκρίζωση της χριστιανικής Πίστεως, απέκτησαν ακριβώς τη μεταφυσική βάση, η οποία τούς επέτρεψε όχι μόνο να διαφοροποιηθούν έναντι των κινήσεων του ρουνικού παγανισμού, αλλά κυρίως να μιλήσουν αδιαμεσολάβητα στις γεμάτες Πίστη στον Χριστό καρδιές του απλού κόσμου, στον οποίο απευθύνονταν : η Φάλαγγα του Καθολικού δικηγόρου Χοσέ Αντόνιο Πρίμο δε Ριβέρα κι η Σιδηρά Φρουρά του Ορθοδόξου, επίσης, δικηγόρου Κορνηλίου Ζέλεα Κοντρεάνου.

Οι δύο οργανώσεις των Εθνικιστών ηγετών συγκροτήθηκαν σε μία ξεκάθαρα προνεωτερική και αντιμασωνική βάση, αφουγκράστηκαν την πηγαία ανάγκη των λαών για απαλλαγή από τους ασφυκτικτούς ρυθμούς της μηχανής, το κανονιστικό σύστημα του κεφαλαίου, και προέταξαν την αέναη και αιματηρή πάλη για μίαν κοινωνία, που δεν θα οδεύει στον βούρκο μιάς κατ’ επίφασιν εγκοσμίου ευδαιμονίας από τον υλικό κορεσμό, αλλά στον ουράνιο παράδεισο «διά τοῦ ὁμοιωθῆναι τῷ Κυρίῳ». Τόσο η Φάλαγγα του Χοσέ Αντόνιο όσο και η λεγεώνα του Κοντρεάνου ως πρός την πνευματική τους διάσταση εξεδήλωναν μιά Πίστη, η οποία είχε φτάσει σε θρησκευτικό ύψος, ώστε να μπορούσε να εμπνεύσει στα μέλη τους το θάρρος, που ήταν απαραίτητο να τους οδηγήσει στη μάχη και τον Θάνατο.

 

Μολονότι και οι δύο πολιτικά εξέφραζαν ένα ρεαλιστικό δόγμα, μεταφυσικά, ωστόσο, δεν πίστευαν στη δυνατότητα της ευτυχίας επί της γής και συνεπώς στους λόγους τους απέκρουαν όλες τις αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες σε μιά ορισμένη χρονική περίοδο θα είναι εφικτή μίαν οριστική τακτοποίηση του ανθρωπίνου Γένους και θα υλοποιείτο μίαν χιλιαστική αντίληψη επιγείας ευτυχίας. Ο κόσμος για τον Χοσέ Αντόνιο και τον Κοντρεάνου δεν ήταν αυτός ο περιορισμένος υλικός, που βλέπουμε στην επιφάνεια, και στον οποίο ο άνθρωπος είναι ένα άτομο χωρισμένο από τα υπόλοιπα που δρά και νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του και κυβερνάται από έναν φυσικό νόμο, ο οποίος το παρασύρει ενστικτωδώς στον εγωϊσμό και τη στιγμιαία απολαύση. Στον αξιακό κώδικα της Λεγεώνας και της Φάλαγγας, το Έθνος, η Πατρίδα και ο Ηθικός Νόμος συνδέουν άπασες τις γενεές, τις αποβιώσασες, τις ζώσες και τις βιωσόμενες, σε μίαν ενιαία παράδοση και μίαν αποστολή. Ο Ηθικός Νόμος, ο οποίος καταστέλλει το ένστικτο της φοβικής ζωής με τις σύντομες ηδονές της και επιβάλλει ως καθήκον τη βίωση μιάς ζωής ανώτερης, ελεύθερης από τους περιορισμούς του τόπου και του χρόνου, μιάς ζωής μέσα στην οποία το άτομο μέσα από την αυταπάρνηση, τη θυσία των δικών του συμφερόντων, μέσα από τον δικό του τον ίδιο τον Θάνατο κατά τη διάρκεια του Αγώνα ολοκληρώνει εκείνη την πνευματική ύπαρξη, στην οποία ενυπάρχει η αξία του ως ανθρώπου. Η ως άνωθι πνευματική αντίληψη ανέβλυσε ακριβώς ως αντίδραση εναντίον του μαλθακού και υλιστικού θετικισμού του 19ου αιώνος, εναντίον στις τεκτονικής εμπνεύσεως αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως περί ελευθερίας και ισότητος, καθώς και στη διδασκαλία περί θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην οποία εδράζεται η φιλελεύθερη δημοκρατία. Τόσο ο Χοσέ Αντόνιο όσο και ο Κοντρεάνου αντικατέστησαν αυτές τις αρχές με την πειθαρχία, την ιεραρχία, τη δικαιοσύνη και τις υποχρεώσεις του πολίτου, της οργανώσεως, της κοινωνίας και τουκράτους. Η ελευθερία για τον λαό δεν μεταφράζεται σ’ έναν άκρατο και αχαλίνωτο δικαιωματισμό. Στη θέση της ατομικής ελευθερίας, την οποία διακήρυσσε η φιλελεύθερη δημοκρατία, η μεταφυσική του Εθνικισμού τοποθέτησε την ατομική και κοινωνική πειθαρχία. Μόνο διά της υπακοής είναι δυνατή η τελεολογική πραγμάτωση του Έθνους. Γι’ αυτό, το κράτος ως ο νεώτερος φορεύς του Εθνικού σώματος δίνει στο άτομο τόσα δικαιώματα όσα επιτρέπει το συμφέρον του Έθνους. Δίκαιο δεν είναι μόνο ό,τι συμφωνεί με τον νόμο και άδικο ό,τι αντιτίθεται στον νόμο, αλλά και ό,τι συμφωνεί πρός το συμφέρον του Έθνους, ασχέτως αν είναι νόμιμο ή όχι.

Οι Λεγεωνάριοι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και οι Φαλαγγίτες περιφρονούσαν την βολική ζωή. Γι’ αυτούς η ζωή είναι σοβαρή, λιτή, θρησκευτικά αφοσιωμένη, σ’ έναν κόσμο στηριγμένο στις ηθικές και υπεύθυνες δυνάμεις του πνεύματος. Έτσι, ο άνθρωπος βρίσκεται σε μίαν μόνιμη σχέση μ’ έναν υπέρτατο νόμο, με μίαν αντικειμενική βούληση, η οποία υπερβαίνει το κάθε άτομο και το ανυψώνει σε συνειδητό μέλος μιάς πνευματικής κοινωνίας. Τόσο ο Χοσέ Αντόνιο όσο κι ο Κοντρεάνου ηττήθηκαν στην ιστορία, αλλά κέρδισαν στον θρύλο και πέρασαν ως ηρωϊκές μορφές στη συλλογική μνήμη των εχθρών τους. Και οι δύο στράφηκαν προς την Παράδοση και τον Χριστιανισμό και δεν προσπάθησαν να δημιουργήσουν έναν δικό τους Θεό, όπως επεδίωξε να κάνει κάποια στιγμή μέσα στο ακραίο παραλήρημα της Συντακτικής ο Ροβεσπιέρος, εκείνος ο ιεροφάντης των φαιδρών τελετών λατρείας προς τη «θεά Λογική», οι οποίες μόλυναν τα όσια του Γαλλικού Έθνους μέσα στην Παναγία των Παρισίων κι ούτε προσπάθησαν να σβήσουν τον Θεό από τις ψυχές των ανθρώπων, όπως απεπειράθη αποτυχημένα ο μπολσεβικισμός. Προτίμησαν τη μεταφυσική του Υπερεθνικισμού, παρά τη λογικοκρατία και τον ωφελιμισμό, που γέννησαν τις υποκριτικές δημοκρατίες, καθώς και μίαν επιστήμη, η οποία δεν κατόρθωσε να παράσχει στους ανθρώπους ούτε την ειρήνη ούτε την ευτυχία.

Οι πρασινοχίτωνες της Σιδηράς Φρουράς και τα παλληκάρια με τα γαλάζια υποκάμισα της Φάλαγγας πίστευσαν στον ατόφιο, τον αληθινό Χριστιανισμό του ασκητισμού, της θυσίας και του σταυρικού πάθους, αυτόν που εγκαινίασαν τα ματωμένα ίχνη του ιδίου του Χριστού κι όχι στον φαύλο και μηδενιστικό χριστιανισμό των εκκοσμικευμένων ιερατείων, των συνεδρίων και της αγαπολογίας. Τόσο ο Χοσέ Αντόνιο όσο κι ο Κοντρεάνου αφορίστηκαν από την προσκυνημένη στο αντεθνικό νεωτερικό κράτος «διοικούσα» Εκκλησία της χώρας τους, ήτοι από τους «σεργιανιστές» της Ισπανίας, που συνεργάστηκαν με το Δημοκρατικό μέτωπο του Αθάνια, και της Ρουμανίας, που έλειχον τη διαπλεκόμενη γαλλόφιλη ελίτ της αστικής πλουτοκρατίας. Οι δύο οργανώσεις αγωνίστηκαν για τη «θριαμβεύουσα» Εκκλησία, ενώνοντας κάτω από τη Σημαία του Αγώνα τον τεμαχισμένο χιτώνα του Χριστού, τον οποίο διήρεσαν οι ρασοφόροι της εξουσίας. Ο Χριστιανισμός στον Εθνικισμό αποκτά ξανά τον ιεραποστολικό, μαχητικό και ομολόγιακό του χαρακτήρα, εκείνον που ακρωτηρίασαν οι συστημικές δυνάμεις, εθίζοντας το πόπολο σε μία μικροαστική νοοτροπία γεμάτη ανασφάλειες και δειλία, για να το ελέγχουν. Ο Λεγεωνάριος κι ο Φαλαγγίτης μυούμενοι και γαλουχούμενοι στα νάματα του πραγματικού Χριστιανισμού εντάσσονται στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Υψίστου, γενόμενοι οι στρατιώτες, που θα παλεύσουν για την πνευματική Ανάσταση του Έθνους, ήτοι την επανάφορά του στην υπαρξιακή αλληλοπεριχώρηση, στην άπειρη αγκαλιά του Θεού.

Η μεταφυσική του Υπερεθνικισμού είναι ταυτόχρονα υπερβατική και γήινη, κληρικαλιστική και λαϊκή, «ειδωλολατρική» και χριστιανική, προσαρμόσιμη σ’ όλα τα ποθητά οράματα του Έθνους. Η μορφή του χαρισματικού Αρχηγού τοποθετείται στο κέντρο, όπου η ανάγκη του πλήθους για μίαν λατρεία συναρθρώνεται με την ανάγκη του για έναν αυταρχικό αρχηγό με θεία αποστολή. Την ίδια περίοδο στη Σοβιετική Ρωσία κυριαρχούσαν άλλες αυταρχικές «θεότητες», εκείνες του μαρξισμού, οι οποίες ως απόλυτα ασυμβίβαστες με οιανδήποτε εν Χριστώ αποστολή δεν είχαν κανένα σημείο τομής με το ίνδαλμα του αρχηγού στον υπερεθνικισμό. Το κόμμα-παντογνώστης και η δικατορία του προλεταριάτου είχαν τα δικά τους σκηνώματα με πρώτο την σεσηπότα σωρό του Λένιν, την οποία προσκυνούσαν και προσκυνούν κυριολεκτικώς μέχρι σήμερα οι νοσταλγοί του Ερυθρού Τρόμου και των αιμοβόρων σοβιέτ. Για τους Σοβιετικούς η πρόνοια ήταν ο Θεός της Ιστορίας, που ενσαρκώνεται στην καθοδήγηση του κόμματος και στον γραμματέα του, τον μόνο ικανό να τον ερμηνεύσει με ακρίβεια. Η μορφή του πατερούλη Στάλιν προσπάθησε να καταστεί μιά φτηνή απομίμηση όχι μόνο του Τσάρου, αλλά και του ιδίου του Χριστού.

Στις ομιλίες και των δύο Αρχηγών γινόταν λόγος διαρκώς και αδιαλείπτως για Αποστόλους, Μάρτυρες, Ενσάρκωση, Ανάσταση, Αιωνιότητα και Πνεύμα. Και οι δυό τους ενσάρκωναν τον μυθολογικό ήρωα, ο οποίος εισέρχεται εισέτι ζών στον μύθο. Η λατρεία των οπαδών του, το μίσος του διεφθαρμένου κράτους, η αίγλη που τον περιβάλλει, οι πράξεις και τα λόγια του συντελούν στη δημιουργία του μυθικού προσωπείου. Πίσω, όμως, απ’ αυτό υπάρχει ο άνθρωπος, που κοπιάζει, δημιουργεί και υποφέρει. Αλλά αυτή η πλευρά παραμένει αόρατη για το κοινό. Ο λαός γνωρίζει και πρέπει να βλέπει μόνο ορισμένες τάσεις του Αρχηγού, αμετάβλητες σαν προσωπεία αρχαίας τραγωδίας, όπως αντικρίζει με δέος πάντοτε τον Νέλσονα στο Τράφαλγκαρ ή τον Ναπολέοντα στο Αούστερλιτς. Αν στον κομμουνισμό το άτομο θεωρείται χαμένο μέσα στην μάζα και δεν έχει αξία καθ’ εαυτό, στον Εθνικισμό αποτελούσε αναγκαία και ουσιώδη μονάδα της κοινωνικής ζωής, η οποία ενσωμάτωνε τις ιδέες του Έθνους, της Πατρίδος και του Ηθικού Νόμου εις τρόπον ώστε να βρίσκει κανείς στο καθήκον μίαν ανώτερη ζωή, στην οποία, αφού ήδη είχε εγκαταλείψει τα δικά του συμφέροντα, φτάνει στο απόγειο της πνευματικής ολοκλήρωσης. Ο Αρχηγός είναι ο θεϊκός προφήτης, επιφοτισμένος με μίαν άνωθεν ιερά αποστολή. Στον Εθνικισμό ο Αρχηγός γινόταν το στόμα και η φωνή του Θεού, ποτέ, όμως, δεν γινόταν Θεός ή έστω μικρός «θεός», όπως ο Στάλιν. Οι ίδιοι ήταν πεπεισμένοι ότι είχαν επιλεγεί κατά Θείαν Χάριν για ένα αιώνιο χρέος, το οποίο θα εκπλήρωναν, αδιαφορώντας αν στο τέλος της πορείας τούς περίμενε ο θρίαμβος ή ο Θάνατος. Η ψυχή του πυρώνεται από μίαν Πίστη, η οποία λειτουργούσε ως καθαρτική φλόγα και προκαλούσε μίαν εσωτερική αλλαγή, την οποίαν μετέδιδαν στο ακροατήριό τους. Έτσι, μπορούσαν να μιλούν στα αγροτόπαιδια της Βλαχίας ή της Καστίλλης κι από φοβισμένους επαρχιώτες να τους μετατρέπουν σε ξεγραμμένους πολεμιστές ετοίμους για Πόλεμο και Θάνατο. Αυτός ήταν ο νέος Άνθρωπος του Υπερεθνικισμού, η ύψιστη επιτομή της ταπείνωσης, το απόλυτο πρότυπο αυτοπαραίτησης από το αυτοείδωλο, ένας οιονεί Άγιος της Φυλής, ο οποίος δεν ζεί για εκείνον, δεν γνωρίζει προσωπικές επιθυμίες και καριέρες και δεν κυνηγά το εφήμερο, την ασφάλεια και μίαν φιλήσυχη πεπερασμένη βιοτή, αλλά επιστρατεύει όλη του την οντότητα στην υπηρεσία των ομαίμων αδερφών του και σε μίαν νέα σταυροφορία για τη Δόξα του Τριαδικού Θεού.

Μέσω του μυστικισμού του Υπερεθνικισμού, οι Λεγενωνάριοι και οι Φαλαγγίτες όφειλαν να μεταμορφωθούν και μεταμορφώνονταν σ’ αυτόν τον νέον Άνθρωπο, ο οποίος όφειλε να έχει ως προορισμό την κατάκτηση της αγιότητας, ώστε δι’ αυτής να αγιάσει όλο το Έθνος του και να το καταστήσει αληθινό κοινωνό της ενθέου πολιτείας. «Άν ο Θεός ήθελε τη Δημοκρατία, η Εκκλησία θα αναδείκνυε υποψηφίους», τόνιζε ο Κοντρεάνου. «Δύο Χιλιετίες, όμως, τώρα ανέδειξε και αναδεικνύει μάρτυρες».Γι’ αυτά τα λόγια, γι’ αυτήν τους την Πίστη, για τον Αγώνα, τον οποίο απετόλμησαν να διενεργήσουν, για τα απαγορευμένα όνειρα, που κίνησαν να ενυλώσουν, ο Κορνήλιος Ζέλεα Κοντρεάνου, αλλά κι ο Χοσέ Αντόνιο στη δική του διαδρομή, πλήρωσαν με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον σκοπό, που έθεσαν στη ζωή τους, ήτοι να κατεδαφίσουν την νεωτερική κοινωνία του χρήματος και των στοών, να αναδομήσουν έναν πολιτισμό της υπερηφάνειας, της τιμής και της ανδρείας και να οδηγήσουν το Έθνος στην Ανάσταση στ’ όνομα του Ιησού Χριστού. Η θυσία των δύο αρχηγών του Εθνικισμού έγινε σύμβολο του Αγώνα, που δίνουν όλοι νέοι Εθνικιστές στη σημερινή εποχή.

Οι μορφές τους θα στοιχειώνουν για πάντα τον νού, την καρδιά και την ψυχή μας, δίνοντάς μας δύναμη να συνεχίσουμε με το ίδιο πείσμα, την ίδια αυταπάρνηση και την ίδια ελευθεροφροσύνη για την ήττα της νεωτερικότητας και τη Νίκη της Βασιλείας του Θεού. 

~Το Άρθρο δημοσιεύτηκε στο Εθνικιστικό περιοδικό «ΑΝΑΚΤΗΣΗ» τον Δεκέμβριο του 2021~ 

Βιβλιογραφία :

 For My Legionaries, by Corneliu Zelea Codreanu, Kerry Bolton

(introduction), Lucian Tudor (contribution), Sanctuary Press Ltd

 Jose Antonio Primo de Rivera : The Foundations of the Spanish

Phalanx, by Nick W. Sinan Greger, Biograrhy & Ideology,

Independently published 2018 .

 Jose Antonio Primo de Rivera : Anthology of the Speeches and

Quotes, Antelope Hill Reprints 2021 .

 The Prison Notes, by Corneliu Zele Codreanu, Logik 2015 .

 Jose Antionio Primo de Rivera, Obras, 4 th edition (Madrid : Seccion

Feminina de FET y de las JONS, 1966 .

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο