Για όσους χτυπάει ακόμη μέσα τους ο παλμός της ιστορίας ας μεταφερθούμε 200 χρόνια πριν, εδώ στην Αθήνα στην πάλαι ποτέ ένδοξη Αθήνα..
20 Φεβρουαρίου 1822. Τέσσερις νέοι κατηφορίζουν τον δρόμο προς την ‘’πλατεία Θουκυδίδου’’, σημερινή πλατεία Συντάγματος. Δεν γνωρίζουν πολλά μονάχα όσα οι προκάτοχοι τους πρόλαβαν να τους εξιστορήσουν. Όλα εκείνα που άναψαν τον πυρσό του 21’. Έξι έτη μετά, ελεύθεροι πλέον, ατενίζουν τον μέλλον μιας Ελλάδος που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα μικρό κομμάτι γης, που δεν είχε προλάβει καν να χαρτογραφηθεί.
Τα χρόνια πέρασαν εργατικά και δύσκολα για τους εναπομείναντες κατοίκους της μικρής ενδοχώρας ως την 2α Μαΐου 1864. Το μικρό ελληνικό βασίλειο διευρύνεται με την προσάρτηση των Ιονίων νήσων και σε λιγότερο από μια 20ετία , εν έτει 1881 έρχονται να προστεθούν η Άρτα και η Θεσσαλία, διεκδικώντας έτσι η Ελλάς άλλο ένα κομμάτι επί Χάρτου που δικαιωματικά της ανήκε.
Ώριμοι άνδρες πια οι προαναφερθέντες τέσσερις νέοι έχοντας αναπτύξει μέσα τους την ήδη υπάρχουσα πατριωτική συνείδηση κάνουν το δικό τους διάβημα στην κατάκτηση της ελληνικής ιδέας της ανδρείας το 1897 κοντά στο Βελεστίνο αντιμετωπίζοντας μετά από επτά δεκαετίες τον προαιώνιο εχθρό , τον Οθωμανό δυνάστη.
Ηττήθησαν παταγωδώς μα άλλο τόσο δεν πτοήθησαν. Με τα τυφέκια στον ώμο υπομονετικά προσέμεναν την στιγμή που θα είχαν την ευκαιρία να χαϊδέψουν και πάλι την σκανδάλη. Και τα τυφέκια αυτά παρέδωσαν χέρι με χέρι στους απογόνους τους με την εντολή να εκτελέσουν το χρέος που αυτοί δεν πρόλαβαν να αποπληρώσουν.
Νωρίς ακόμη, οι τέσσερις αυτοί νεοέλληνες θα εμπλεκόντουσαν στην δίνη του πολέμου, περήφανα και δίχως φόβο , όπως ακριβώς διέταζε η φύση τους. Ποιος να περίμενε ότι οι τέσσερις αυτοί Έλληνες στην αρχή ακόμα του νέου αιώνα θα έγραφαν με το αίμα τους την ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων κατακτώντας πριν ακόμα συμπληρωθεί η πρώτη 20ετία την Ήπειρο και την Μακεδονία, τοποθετώντας έναν πολύ βαρύ λίθο στην πυραμίδα της Μεγάλης Ελλάδος.
Κατηφορίζουν και πάλι οι τέσσερις αυτοί Έλληνες τον δρόμο προς την Πλατεία Συντάγματος. Νικητές τώρα, μεθάνε στην ιαχή της ιδέας μιας μεγάλης Πατρίδος. Σηκώνουν το ανάστημα και προσμένουν τους επόμενους στόχους. Μα ποιούς άλλους από την Σμύρνη και την Αγιά Σοφιά . Έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να απολέσουν την ζωή τους , δίχως δάδες να ανάψουν γι’αυτούς , ως άγνωστοι στρατιώτες για ένα κομμάτι γης που ο Όμηρος έγραψε πως μας ανήκει.
Πού να ήξεραν άραγε αυτοί οι αιθεροβάμονες Έλληνες, πως σε 10 χρόνια από τώρα κάπου στα 1922 θα βρισκόντουσαν πρό των πυλών για την κατάκτηση της πανάρχαιας Ελληνικής Πατρίδος , την πολυπόθητης όλων των εθνών Σμύρνης και που η κατάκτηση της θα άνοιγε τον δρόμο για την Κωνσταντινούπολη. Κόμπαζαν υπερήφανα και υβριστικά για τις στρατιωτικές του νίκες, δεν υπήρχε εχθρός να σταματήσει την πορεία τους μέσα στην τουρκική έρημο. Παρήλαυναν χειροκροτούμενοι έχοντας βάλει χρονική προθεσμία στην ημέρα της τελικής νίκης που θα τους οδηγούσε στην δόξα.
Μα πως τα φέρνει καμιά φορά η μοίρα.. Ο βάρβαρος παραμόνευε υπομονετικά αξιοποιώντας κάθε λάθος της Ελληνικής διπλωματίας και όταν έφτασε η στιγμή ανέκοψε με όπλα που του παρέδωσαν οι Σύμμαχοι μας την νικηφόρα έως τότε Ελληνική εκστρατεία, οδηγώντας τον ελληνικό στρατό και τον άμαχο πληθυσμό στην άβυσσο.
Ηττήθησαν και πάλι οι τέσσερις αυτοί Έλληνες, οι υιοί των πατέρων τους μα πάλι δεν πτοήθησαν.. Δεν έπαυσαν ποτέ να ονειρεύονται μια Ελλάδα πέρα για πέρα Ελληνική. Καμία μάχη δεν τελείωσε για αυτούς παρά ήταν η αναβολή της επόμενης και κανένας βάρβαρος δεν θα ξερίζωνε από μέσα τους την ελληνική ψυχή τους.
Κατηφόριζαν για άλλη μια φορά τον δρόμο της πλατείας. Λαλούσε δυνατά ο ένας εξ αυτών στην Σμύρνη, στην Σμύρνη και στην Αγιά Σοφία και επαναλάμβαναν οι άλλοι τρείς διθυραμβικά έχοντας άφθονο οίνο να κυλάει στις φλέβες τους, προσπαθώντας έτσι να πείσουν τους εαυτούς τους .
Τραγική ειρωνεία το επώνυμο που έφερε ο ένας ήταν Παπανδρέου εξ Αχαΐας και ο άλλος Μητσοτάκης εκ Χανίων συμπολεμιστές και συστρατιώτες, πρόγονοι κατά 25 τοις εκατό των σημερινών ανεκδιήγητων πρωθυπουργών που κάθε άλλο επέλεξαν να πολεμήσουν από το να γλύφουν την χείρα των εναλλασσόμενων τούρκων ηγετών. Όσο οι πρόγονοι τους, έσκαγαν δίπλα τους βλήματα πυροβολικού και θραύσματα, οι ίδιοι επίγονοι ευαγγελίζονταν την βλάσφημη ελληνοτουρκική φιλία .
Τι θα έλεγε άραγε για τους συγκεκριμένους ανθρώπους ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος όταν του έγδερναν οι βαρβαρικοί Κεμαλιστές ; Χρυσό το όνομα του πράγματι μα δε το μάθαμε ποτέ σε κανένα σχολείο. Η επιλογή του σε πίστη και πατρίδα μάλλον χλευαστέα θα ήταν σήμερα από αριστερούς και φιλελέδες που δίχως ίχνος αξιοπρέπειας θα επέλεγαν τον δρόμο του εγωισμού και την επιβίωσης με οποιοδήποτε κόστος , μιας και η πατρίδα και ο Θεός μονάχα έννοιες παρωχημένες αποτελούν γι’αυτούς.
Η γενιά αυτή των τεσσάρων Ελλήνων θα είχε την ευκαιρία στην γηραιά πια πορεία του βίου της να ξαναγράψει με χρυσά γράμματα το όνομα της Ελλάδος στο βιβλίο της Ιστορίας. Ναι, ήταν τότε το 40’ όπου ένα απαγορευμένο για τους νεοέλληνες να ειπωθεί (σσς) όνομα Ιωάννης Μεταξάς, κόντρα σε ορθολογιστές και διπλωμάτες της εποχής αντιμετώπισε υπεραυτοκρατοριές όπως η Μουσολινική Ιταλία , η Χιτλερική Γερμανία και η Σταλινική Ρωσία με ανύπαρκτες στρατιωτικές δυνάμεις ξαναγράφοντας την ιστορία στα βουνά της σημερινής Αλβανίας.
Τα χρόνια για άλλη μια φορά πέρασαν. Οι ελληνικές κυβερνήσεις βύθισαν τον ελληνικό λαό στην νωθρότητα , στην χρηματολατρεία, την υποχωρητικότητα και τον συμβιβασμό. Οι κώδικες αξιών και η φιλοπατρία έσβηναν όλο και περισσότερο στο διάβα του χρόνου.
Ας επιστρέψουμε και πάλι λοιπόν στο 2022. Τέσσερις νέοι ανηφορίζουν τον εμπορικό δρόμο της Ερμού οδεύοντας προς την πλατεία Συντάγματος ( Syntagma square ) . Είναι και οι τέσσερις Έλληνες , το λέει η ταυτότητα τους με λατινικούς Χαρακτήρες. Χώρα προέλευσης ‘’Δημοκρατία της Ελλάδος’’. Δε μιλούν ελληνικά οι Έλληνες αυτοί . Η γλώσσα τους είναι ξένη , και η θωριά τους είναι ξένη ,όλα πάνω τους είναι ξένα. Τα χέρια τους είναι φορτωμένα τσάντες εμπορικών καταστημάτων και τα πρόσωπα τους με μάσκες καλυμμένα. Πολιτική ορθότητα το νέο δόγμα και αντιρατσισμός. Η πατρίδα αποτελεί έννοια ντροπή και οι εκκλησίες βρίσκονται εκεί μονάχα ως μνημεία μιας άλλης εποχής. Άνδρες και οι τέσσερις μα αρέσκονται ο ένας στην θέα του άλλου . Καμία σχέση δεν έχουνε οι Έλληνες αυτοί με τους απόγονους Περικλέους , του Πλάτωνος , του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του Κωνσταντίνου Δαβάκη , του Κολοκοτρώνη , του Χαράλαμπου Κατσιμήτρου , του Σωτήρη Σταυριανάκου..
Για ποια πατρίδα να μιλήσω και ποια πίστη να υπερασπιστώ; Ποια τιμή και ποια υπερηφάνεια να επικαλεστώ ; Ποιόν πόλεμο να θυμηθώ και ποια ιστορία να διηγηθώ; Που πήγε η Σμύρνη και η Αγιά Σοφία ; Πού είναι Θράκη και η Μακεδονία ;
Οι εκκλησίες άδειασαν, στα Ίμια κανείς και σε ρωτώ ποιά πατρίδα να υπερασπιστείς;
Τα είπες όλα αυτά και σε απέλυσαν απ΄την δουλειά σου. Τα είπες όλα αυτά και σε απέκλεισαν απ΄την κοινωνικότητα σου. Σε περιθωριοποίησαν , σε χλεύασαν. Είπες για Ελλάδα και άνθρωπος δεν είσαι πια για τους υπόλοιπους τους δήθεν ανθρώπους.
Και σε ρωτάω ακόμη! Είσαι πιστός ; Ο τελευταίος πιστός…