Αφιέρωμα στον μεγάλο Ήρωα Σωτήριο Σταυριανάκο

Και τι να πρωτογράψει κανείς για τον εθνικό μας ήρωα Σωτήριο Σταυριανάκο, ο οποίος αποτελεί τρανό σύγχρονο παράδειγμα ελληνικού ηρωισμού. Άξιο πρότυπο Θάρρους, Αυτοθυσίας και Τιμής.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ο Σταυριανάκος γεννήθηκε την 11η Ιανουαρίου του 1941 στο Σκουτάρι της Ανατολικής Μάνης. Κατετάγη στη Σχολή Ευελπίδων την 30ή Σεπτεμβρίου του 1961 και αποφοίτησε στις 27 Ιουλίου 1965 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού Μηχανικού. Ήταν παντρεμένος με την Μαρία Στρατάκου (απεβίωσε το 2009) με την οποία απέκτησε δύο κόρες, ονόματι Χρυσάνθη και Σωτηρία. Το 1974 υπηρετούσε στην Κύπρο με το βαθμό του λοχαγού του Μηχανικού σώματος στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ στον Γερόλακκο και λίγο πριν την τουρκική εισβολή του Ιουλίου είχε έρθει η μετάθεση του, την οποία όμως καθυστέρησε. Την 22α Ιουλίου έλαβε μέρος στην απόκρουση των τουρκικών δυνάμεων που επιτέθηκαν στον Γερόλακκο παρά το γεγονός ότι η κατάπαυση πυρός βρισκόταν σε ισχύ. Κατά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, συμμετείχε στην υπεράσπιση του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ, το οποίο προσβλήθηκε την 14η Αυγούστου 1974 από εχθρικές δυνάμεις. Τη δεύτερη ημέρα των συγκρούσεων πρωταγωνίστησε, ως επικεφαλής 33 οπλιτών, σε σφοδρή αντεπίθεση που είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή οπισθοχώρηση των αντιπάλων, ενώ στις 16 Αυγούστου, κατά την διάρκεια της τρίτης ημέρας των εχθροπραξιών στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, σκοτώθηκε από βολή πυροβόλου άρματος τη στιγμή που προσπαθούσε να εξοντώσει τον πολυβολητή έτερου άρματος. [1]

 

ΑΤΤΙΛΑΣ II – ΗΡΩΪΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΑΥΡΙΑΝΑΚΟΥ

Χαρακτηριστική περιγραφή των γεγονότων διακρίνεται στο κατατοπιστικό και συγκλονιστικό βιβλίο με τίτλο: «Αυτοί που τίμησαν την στολή τους – 1974», του Κωνσταντίνου Δημητριάδη [2]. Στην τρομερή αυτή ιστορική μελέτη στο κεφάλαιο για τα γεγονότα των τελευταίων ημερών της επίγειας ζωής του Ήρωα Σταυριανάκου αναφέρονται τα εξής:

 

12 Αυγούστου 1974. Οι συζητήσεις Μαύρου – Κληρίδη – Γκιουνές συνεχίζονται στην Γενεύη. Στην ΕΛΔΥΚ διατάχθηκε επιφυλακή.

Την επόμενη μέρα το μεσημέρι έμαθαν ότι τα ¾ της δύναμης του Συντάγματος μαζί με την Διοίκηση, με διαταγή του Διοικητή Συνταγματάρχη Νικ. Νικολαΐδη θα έφευγαν από το στρατόπεδο για να λάβουν θέσεις στις γύρω περιοχές προς τα δυτικά του Αεροδρομίου. […]

Στην πιο δύσκολη αμυντική γραμμή, την «εξέχουσα» του Υψώματος Β’ διετάχθη από τον Διοικητή να ταχθεί η Διμοιρία Μηχανικού του Λόχου Διοικήσεως της ΕΛΔΥΚ με επικεφαλής έναν σχετικά νεαρό και μετρίου αναστήματος Λοχαγό από την Μάνη, τον Σωτήρη Σταυριανάκο.

Η αλήθεια είναι ότι ο Λοχαγός όταν άκουσε ότι οι άντρες του έπρεπε να ταχθούν στην «εξέχουσα» του «Υψώματος Β’» διαμαρτυρήθηκε στον Διοικητή λέγοντάς του: «Μα οι άνδρες μου είναι του Μηχανικού. Ξέρουν να φτιάχνουν και να καθαρίζουν ναρκοπέδια. Ξέρουν να φτιάχνουν καμμιά γέφυρα. Αλλά μέχρις εκεί. Έχουν να πιάσουν τουφέκι από το Λουτράκι (σ.σ. Κέντρο Εκπαίδευσης Μηχανικού – Σχολή Μηχανικού)». Για να λάβει την αισχρή απάντηση: «Τα παράπονά σου στον Βασιλιά!» (σ.σ. θεωρώντας ότι σαν Μανιάτης αυτόματα θα έπρεπε να είναι και Βασιλόφρων).

Τότε έμαθαν όλοι οι αμυνόμενοι ότι Διοικητής των Δυνάμεων Αμύνης αναλάμβανε ο νέος Υποδιοικητής του Συντάγματος, ένας Αντισυνταγματάρχης του ΓΕΣ που είχε έλθει ως συνοδός με τα «στραβάδια» και που το ξεκίνημα της εισβολής τον βρήκε να επιστρέφει με τις «παλιοσειρές», γεγονός που τους ανάγκασε να αποβιβαστούν στην Πάφο και να επιστρέψουν στο Στρατόπεδο, αντί για να πλεύσουν προς στην Ελλάδα. Ο Αντισυνταγματάρχης αυτός έμαθαν ότι είχε υπηρετήσει ως Διοικητής του ΛΒΟ της ΕΛΔΥΚ την περίοδο 1961-1963. Βέβαια όλοι θα προτιμούσαν τον Ανχη Κων. Παπαγιάννη (σ.σ. προηγούμενο Υποδιοικητή) που ήξερε πρόσωπα και πράγματα, αλλά αυτός επαναπατρίστηκε κατόπιν διαταγής πριν μερικές μέρες διότι θεωρήθηκε πραξικοπηματίας -είχε λάβει ενεργά μέρος στο πραξικόπημα- και γι’ αυτό ανακλήθηκε. Τον γνώρισαν τον νέο Υποδιοικητή. Σταυρουλόπουλος το όνομά του. Δεν τους είπε πολλά. Τους είπε ότι έχει διαταγή σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης να υπερασπιστεί το Στρατόπεδο «μέχρις ενός» και ότι έδωσε διαταγή να αδειάσουν οι αποθήκες από τα υλικά, που η Διοίκηση είχε αφήσει γεμάτες, βορά στα αεροσκάφη των Τούρκων σε περίπτωση εχθροπραξιών. Ζήτησε από τον Διοικητή του Λόχου Διοικήσεως να χρησιμοποιήσει κάθε όχημα και κάθε οδηγό ακόμα και πέραν της διμοιρίας Εφοδιασμού. Τέλος αφού έκλεισε την συζήτηση, κοντοστάθηκε και είπε:

– «Εγώ θα είμαι στον Σταθμό Διοίκησης πάνω στο εκκλησάκι του Άη-Γιώργη. Όσοι με θέλουν, ιεραρχικά στο μαγνητικό» (σ.σ. τηλέφωνο).

Αυτό ήταν παρήγορο γιατί το εκκλησάκι του Άη-Γιώργη ήταν μόλις 120 μέτρα από τα συρματοπλέγματα του Στρατοπέδου, πράγμα που σήμαινε ότι ο επικεφαλής τους θα είναι μαζί τους πρώτη γραμμή. Μόλις τελείωσε την κουβέντα του, ο Στρατοπεδάρχης τούς είπε με ύφος αυστηρό:

– «Α και πριν το ξεχάσω. Αν σε περίπτωση επίθεσης ο αγών καταστεί δυσμενής για εμάς, μόνο με δική μου προσωπική διαταγή θα οπισθοχωρήσετε και πάντα με βάση το σχέδιο απαγκίστρωσης. Όποιος οπισθοχωρήσει χωρίς διαταγή θα τον στήσω στα πέντε βήματα». Κατέληξε και έδειξε σαφώς να το εννοεί. [2]

16 Αυγούστου 1974 ώρα 11:45’. Αυτή η επίθεση των Τούρκων είναι η πιο πεισμώδης και ισχυρή. Αντιλήφθηκαν τα μεμέτια ότι το Πυροβολικό μας σίγησε, χωρίς να ξέρει κανείς το γιατί και έριξαν και τις τρεις ίλες αρμάτων τους στην μάχη… Τα τουρκικά άρματα πέρασαν με ευκολία την ευθεία του άξονα Καϊσή – Ύψωμα Άσπρα Χώματα – Ανατ. Κιόνελι και ετοιμάζονταν να μπουν σαν σφήνα μεταξύ του Υψώματος Β’ και του Στρατοπέδου, εκεί που μάχονταν λυσσαλέα οι λεβέντες του Λούη Ιωαννίδη, Λοχαγού του 4ου Λόχου τυφεκιοφόρων και κρατούσαν ακόμα τους επιτιθέμενους Τούρκους μακριά από τα συρματοπλέγματα.

Ο Σταυριανάκος γυρνάει δεξιά το κεφάλι του λίγο έξω από το όρυγμα και χαμογελάει βλέποντας τον Λούη Ιωαννίδη μπροστά μπροστά να εμψυχώνει τους άνδρες του, όπως και τους διμοιρήτες του να πηγαινοέρχονται από όρυγμα σε όρυγμα.

«Καλά πάμε εκεί, κρατάμε!», σκέφτηκε. Και τότε βλέπει στα 30 μέτρα μπροστά του ένα τούρκικο Μ-48 να προχωρεί κατά πάνω τους, χωρίς κανείς να μπορεί να το σταματήσει. Αντιαρματικά ούτε για δείγμα. τότε σκέφτηκε να κάνει αυτό που έκανε και στις 14 (δυο μέρες πριν) και έπιασε. Τι είχε κάνει; Είχε βγει από το όρυγμά του και τρέχοντας ζιγκ-ζαγκ πήδηξε σαν αίλουρος στην «μουτσούνα» ενός Μ-48, τράβηξε σαν σαλιγκάρι από την ανοιχτή θυρίδα, πιάνοντάς τον από τον σβέρκο, τον οδηγό του και τον πυροβόλησε με το πιστόλι του, εξ επαφής στο κεφάλι. Το άρμα μετά από αυτό ακινητοποιήθηκε. Μετά από λίγο κάποιος από το πλήρωμα μέσα πήγε στην θέση του οδηγού και έβαλε όπισθεν ολοταχώς και το άρμα απομακρύνθηκε…

Το αποφάσισε, υπολόγισε την απόσταση και πετάγεται έξω από το όρυγμα και αρχίζει να τρέχει πάλι ζιγκ-ζαγκ και φτάνει στο προπορευόμενο άρμα. Τι τύχη! Και αυτό έχει τη θυρίδα του οδηγού ανοιχτή… δείγμα ότι δεν δούλευε ο κλιματισμός. Πηδάει σαν αίλουρος πάνω στο μπροστινό του μέρος και πάει να πιάσει τον οδηγό και να τον τραβήξει έξω για να τον πυροβολήσει… Όμως αυτήν την φορά η τύχη του γύρισε την πλάτη! […]

Από ένα διπλανό άρμα ένας Τούρκος αρχηγός πληρώματος τον βλέπει πάνω στο άλλο άρμα και στρέφει το πενηντάρι και αρχίζει πυρ. Ένα βλήμα από το 50άρι τον βρίσκει στο κεφάλι και τον διαλύει… Το άψυχο σώμα του πέφτει μπροστά στο άρμα ένας στρατιώτης από την Κρήτη, Βολακάκης Μάριος ήταν το όνομά του, φωνάζει «σκότωσαν τον Λοχαγό!» και βγαίνει από το όρυγμα για να πάει να πάρει το σώμα του νεκρού Λοχαγού και να το τραβήξει πίσω στις γραμμές μας… Ριπές από πολυβόλα τον διαπερνούν σε όλο του το σώμα και τον αφήνουν κι αυτόν τον λεβέντη Κρητικό στον τόπο… Ένας Μανιάτης και ένας Κρητικός σε μια άμιλλα ηρωϊσμού… πεσμένοι νεκροί στην αιματοβαμμένη γη της Κύπρου.

Μια ώρα μετά ο Στρατοπεδάρχης Αντισυνταγματάρχης Σταυρουλόπουλος βλέποντας ότι χάρη στην προδοσία κάποιων που διέταξαν το Πυροβολικό να σταματήσει τα πυρά ανασχέσεως των τουρκικών αρμάτων, το παν είχε χαθεί και περαιτέρω αντίσταση θα είχε σαν αποτέλεσμα να χαθούν και οι 318 υπερασπιστές, χωρίς να διασωθεί το Στρατόπεδο, πήρε την μεγάλη απόφαση και διατάσσει «απαγκίστρωση εν ημέρα και υπό την ισχυράν πίεσιν του εχθρού». Μόνο τότε έσπασαν ο 4ος και ο 2ος Λόχος…

Εκείνη την μέρα χάθηκε το παν… εκεί στο Στρατόπεδο, αλλά σώθηκε η Λευκωσία… [2]

 

Σε αφιέρωμα που έγινε στον Λοχαγό, το 1994 από τον δημοσιογράφο Κυριάκο Θεοδωρακάκο στο διμηνιαίο περιοδικό ΜΑΝΗ, καταγράφεται η μαρτυρία ενός επιζήσαντα, του Διονύση Πλέσσα: [3]

«Ταξιδέψαμε όλη τη νύχτα, κατά τη διαδρομή του όρους Τρόοδος. Στο στρατόπεδο φτάσαμε το πρωί. Λίγο πριν φτάσουμε δεχθήκαμε επίθεση της αεροπορίας, αλλά δεν είχαμε απώλειες, εκτός από δυο τραυματισμούς. Μόλις μας είδε ο υποδιοικητής του στρατοπέδου, μας ρωτούσε γιατί γυρίσαμε. «Εγώ θέλω όπλα» έλεγε. «Άοπλους στρατιώτες, τι να σας κάνω;».

Πήραμε από τις αποθήκες κάτι βελγικά όπλα τα fn που χρησιμοποιεί σήμερα ο Ελληνικός στρατός. Εγώ επειδή ήμουν στο Λόχο Διοικήσεως βρέθηκα σε ένα τμήμα έξω από το στρατόπεδο, προς το Γερόλακκο με διοικητή τον Ταγματάρχη Δελή και υποδιοικητή τον Λοχαγό Σταυριανάκο.

Μας έκανε εντύπωση ότι ερχόντουσαν οι Τούρκοι αφύλαχτοι γι’ αυτό και είχαν φοβερές απώλειες. Είχαν φτάσει πολύ κοντά μας και εμείς είχαμε τη διαταγή από τον Σταυριανάκο, να τους αφήσουμε να πλησιάσουν και μετά να χτυπήσουμε, γιατί είχαμε κυρίως ατομικό οπλισμό. Μετά από ένα χτύπημα του πυροβολικού, που ήρθε να μας βοηθήσει, η βολή πέτυχε την μπούκα του άρματος. Τα άρματα που ήταν τρία γυρίζουν πίσω και οπισθοχωρούν. Οι τούρκοι δεν ήταν προετοιμασμένοι για οπισθοχώρηση. Και τα χάσανε. Επικράτησε πανικός. Τότε ακούμε τον Σταυριανάκο μέσα από το όρυγμα να μας φωνάζει:

«Ρε!! Είσαστε άντρες;»

«Ναι!!» απαντάμε όλοι μαζί.

Και διατάζει έφοδο.

Τα βράδια δεν κοιμόμασταν. Το πρωί προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε με βάρδιες, αν δεν γίνονταν μάχες. Συζητούσαμε με τον Λοχαγό, τον Σταυριανάκο, τον ρωτούσα θυμάμαι «κ. Λοχαγέ τι θα κάνουμε» γιατί ένιωθα ανησυχία, φαινόταν πως δεν θα αντέξουμε. Μιλούσαμε συχνά.

Εγώ ήμουν ο παλιός λοχίας της διμοιρίας και οπωσδήποτε στον πόλεμο δένεσαι. Ο Σταυριανάκος είχε κάποιες ελπίδες, ότι μπορεί να τους κρατούσαν λίγο οι ΟΗΕέδες, λίγο οι Κύπριοι, αλλά διαψεύστηκαν οι ελπίδες αυτές. Κάποια στιγμή πάντως θυμάμαι ότι μου είπε:

«Εμείς θα μείνουμε εδώ. Είμαστε Έλληνες, ακόμη κι αν τα τανκς περάσουν από πάνω μας και εμείς θα χτυπήσουμε το πεζικό που έρχεται από πίσω.»

Ήταν η τελευταία συζήτηση που είχα με τον Σταυριανάκο. 16 του μηνός η επίθεση ήταν οργανωμένη και οι Τούρκοι αυτή τη φορά είχαν γύρω στα 200 άρματα σε μια έκταση δέκα χιλιομέτρων. Το πρωί γύρω στις 11:00 φτάσανε κοντά μας και τότε ακούω, το φίλο μου το Μάριο το Βολανάκη να μου φωνάζει:

«Σάκη, ο Λοχαγός σκοτώθηκε.»

 

Από το ίδιο περιοδικό με μαρτυρία ενός άλλου επιζήσαντα του Μιχάλη Χαζάπη. [3] Ο Μιχάλης Χαζάπης συμμετείχε στη μάχη του στρατοπέδου και μάλιστα αποχώρησε από τους τελευταίους, όταν πλέον το στρατόπεδο είχε καταληφθεί από τους Τούρκους.

«… Ο πρώτος άνθρωπος που ήρθα σε επαφή στην Κύπρο μόλις κατεβήκαμε από την Αμμόχωστο, ήταν ο Λοχαγός Σταυριανάκος που συντόνιζε τη εκφόρτωση των πυρομαχικών από το αρματαγωγό που μας είχε μεταφέρει.

Φτάσαμε στο στρατόπεδο ταλαιπωρημένοι, και μόλις φτάσαμε ήρθε ο Σταυριανάκος (και όταν μιλάμε για Σταυριανάκο πρέπει να τονίζουμε ότι υπήρξε ήρωας) και μας μάζεψε μία διμοιρία σε μία καναδέζα (είδος στρατιωτικού οχήματος) να μας βγάλει έξω.

Τελικά δεν βγήκαμε και κατά τις 7:00 το βράδυ πήγαμε να κοιμηθούμε.

Πέσαμε με τα ρούχα και τα άρβυλα, βγάλαμε μόνο τα διπλά κράνη. Στις 10:30 το βράδυ μας έβγαλαν έξω.

Στην αρχή νομίσαμε ότι πρόκειται για καψόνι.

Ήταν ο Λοχαγός Σταυριανάκος που μας πήρε και μας πήγε στα συρματοπλέγματα.

Μας έδειξε το Γερόλακκο, το Κιόνελι, το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ.

Αυτό μας βοήθησε όμως στη συνέχεια γιατί τουλάχιστον γνωρίζαμε από πού θα έρχονταν οι Τούρκοι.

Τα ξημερώματα έγινε συναγερμός.

Ήρθε ο Σταυριανάκος εκεί που ήμασταν μαζεμένοι και μας είπε πως αν δούμε αεροπλάνα να πέσουμε κάτω και να μη σκεφτούμε ότι θα λερωθούμε.

Αυτό το είπε γιατί μπροστά μας ήτανε ένα χαντάκι που περνάγανε τα νερά από τα μπάνια.

Σε λίγο μας χτύπησε το πρώτο αεροπλάνο.

Έριξε την πρώτη ρουκέτα στο διοικητήριο όπου σκοτώθηκαν ή ένα ή δύο άτομα.

Ο Λοχαγός ήταν ακριβώς στη μέση του δρόμου.

Εκεί είχε ένα φρεάτιο και την ώρα που έκανε βύθιση η αεροπορία, έμπαινε μέσα στο φρεάτιο και τράβαγε το καπάκι από πάνω.

Μόλις τελείωσε ο βομβαρδισμός γύρισε και με κοίταξε… και μου φώναξε:

«Τι κάθεσαι εκεί…τράβα πιο πάνω»…

Τραβήχτηκα προς τα πάνω γύρω στα 15 μέτρα και μόλις έφτασα έπεσα πάλι γιατί ξανάρχισαν οι βομβαρδισμοί.

Το μέρος που ήμουνα προηγουμένως έγινε κόσκινο και αν καθόμουν εκεί θα είχα σκοτωθεί.

Πήγαμε λοιπόν στο Β’ Ύψωμα με τον Διοικητή Ταγματάρχη Σπύρο Δελή και το Λοχαγό Σωτήρη Σταυριανάκο.

Μαζί μας ήταν και ο Γιαννακόπουλος που ήταν Αρχιλοχίας και σήμερα αγνοείται και ο Ανθυπασπιστής Κούρλιος του μηχανικού που σκοτώθηκε.

Μας διέταξαν να σκάψουμε ορύγματα. Δεν είχαμε εργαλεία και σκάβαμε με τα κράνη. Ευτυχώς που το έδαφος ήταν αργυλώδες και μας βοήθησε.

Σκάβαμε τα ορύγματα τα οποία ήταν γύρω στους 50 πόντους.

Ήρθε τότε ο Σταυριανάκος για έλεγχο και ο Δελής και μας λέει, θυμάμαι ο Σταυριανάκος…: «Τι είναι αυτά…κλέφτες και αστυνόμοι νομίζεται ότι παίζεται; Σκάψτε τουλάχιστον 80 πόντους».

Σκάψαμε 80 πόντους λοιπόν και σκεπάσαμε τα ορύγματα με μία λαμαρίνα, γιατί η αεροπορία μας βομβάρδιζε από τον ώρα που ξημέρωνε μέχρι την ώρα που βράδιαζε.

Εμείς δεν είχαμε καθόλου αεροπορία και πυροβολικό είχαμε δύο πυροβόλα τριαντάρια και ένα πενηντάρι.

Αντιαεροπορική κάλυψη είχαμε ένα τετράκανο μέσα στο στρατόπεδο, που και αυτό είχε χαλάσει.

Μπήκαμε ανά δύο μέσα στα ορύγματα και περιμέναμε.

Ο Λοχαγός μας ο Σταυριανάκος περνούσε συνεχώς για να μας δει και να μας εμψυχώσει.

Μας έλεγε: «Μη φοβάστε τίποτα, είστε Έλληνες και πολεμάτε για την Ελλάδα».

Όταν μας έλεγε αυτά τα λόγια το ηθικό μας ανέβαινε κι από κει που είμαστε σε κατάσταση μέση, γιατί δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν πεσμένοι, φτάναμε στο σημείο, να βγαίνουμε από τα ορύγματα, αψηφώντας και τον ίδιο το θάνατο.

Ο Σταυριανάκος περνούσε από τα ορύγματα δύο φορές τη μέρα. Αυτό βέβαια ήταν για τον ίδιο, πάρα πολύ επικίνδυνο.

Γιατί η μάχη συνεχιζόταν όπως και οι βομβαρδισμοί. Ερχόταν λοιπόν νωρίς χαράματα και κατά το απογευματάκι.

Εμείς είχαμε εντολή να ρίχνουμε σε όποιον πλησίαζε ακόμη και αν μίλαγε ελληνικά.

Και αυτό γιατί πριν λίγες μέρες Τουρκοκύπριοι που γνώριζαν ελληνικά πλησίασαν στο λόχο μας και μιλώντας ελληνικά τους αιφνιδίασαν και τους σκότωσαν. Ο Σταυριανάκος, για να τον γνωρίζουμε, κάθε φορά που πλησίαζε τραγουδούσε.

«Θα τον ζαλίσουμε τον ήλιο σίγουρα ναι, θα τον τρελάνουμε τον φίλο σίγουρα ναι.»

Και έπειτα φώναζε: «Σταυριανάκος εδώ, έχετε το νου σας! Λοχαγός Σταυριανάκος!»

Καθόταν δύο τρία λεπτά σε κάθε όρυγμα και μας ρωτούσε τι κάνουμε, πως είμαστε…

Το λέω τώρα και ανατριχιάζω, «μην στεναχωριέστε», έλεγε, «είμαστε Έλληνες δεν έχουμε πρόβλημα κανένα, μη φοβάστε…».

Στις 12 Αυγούστου απέναντι στο Κιόνελι μετρήσαμε γύρω στα 300 άρματα.

Εμείς θορυβηθήκαμε και αναρωτηθήκαμε που είναι τα δικά μας, γιατί είχαμε μεγάλη πίεση από την αεροπορία.

Τότε μας κάλεσε ο διοικητής Ταγματάρχης Σπύρος Δελής πίσω από το όρυγμά του και ο Αρχιλοχίας Γιαννακόπουλος μας είπε να μην ανησυχούμε, γιατί στη Μακεδονίτισσα μια περιοχή πίσω από το στρατόπεδο υπήρχαν γύρω στα 200 άρματα δικά μας.

Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια.

Τότε μας φώναξε ο Λοχαγός Σταυριανάκος και είπε, θυμάμαι, το εξής:

«Φοβάστε ρε τ’ άρματα; Τ’ άρματα δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτα. Και το όρυγμα να περάσει, περνάει από πάνω. Εσείς θα ρίχνετε στο πεζικό που έρχεται από πίσω. Δεν θα εγκαταλείψετε επ’ ουδενί. Είμαστε Έλληνες, και αυτή τη στιγμή πολεμάμε για την Ελλάδα».

 

Άξια αναφοράς είναι και η μνεία που κάνει για τον Σταριανάκο ο ίδιος ο τότε Στρατοπεδάρχης της ΕΛΔΥΚ, Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος, στο βιβλίο του ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΕΛ.ΔΥ.Κ.) 14-16/8/1974: [4]

Τότε έχασα τον ΗΡΩΑ -και γράψτε με κεφαλαία γράμματα αυτή την λέξη- Λοχαγό μου, επικεφαλή της Διμοιρίας Μηχανικού, τον Σωτήρη Σταυριανάκο.

Ο Σταυριανάκος βλέποντας τα άρματα να έχουν φτάσει μπροστά τους, βγαίνει από το όρυγμά του και επιτίθεται τρέχοντας στο πιο κοντινό άρμα, με σκοπό να σκοτώσει με το πιστόλι του τον οδηγό του, πυροβολώντας από την θυρίδα!

Βλέποντάς τον έτσι ακάλυπτο να τρέχει εναντίνο του άρματος, το πλήρωμα από ένα άλλο τουρκικό άρμα κάνει βολή και τον πετυχαίνει στο κεφάλι πριν ολοκληρώσει τον σκοπό του και τον στέλνει στο Πάνθεον των Αθανάτων.

Και ο Λοχαγός Σταυριανάκος «είχε γυναίκα και παιδιά». […] Προφανώς η καταγωγή του δεν του επέτρεψε να κάνει πίσω, να αρνηθεί υπηρεσία, να προσπαθήσει να προστατεύσει το σαρκίο του, αλλά του επέβαλλε να εκπληρώσει τον όρκο των αρχαίων Σπαρτιατών: «Ή ταν ή επί τας»!

Και από εκείνη την ημέρα ο Λοχαγός ΜΧ Σωτήριος Σταυριανάκος μπήκε στο πάνθεον των Ηρώων της Μάνης, συναντώντας τον Λεωνίδα και τον Δαβάκη.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] WIKIPEDIA
[2] ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΙΜΗΣΑΝ ΤΗΝ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥΣ 1974, Κωνσταντίνος Δημητριάδης, Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ
[3] https://cognoscoteam.gr/archives/38223

[4] ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΕΛ.ΔΥ.Κ.) 14-16/8/1974, Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος, Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο